μέταλλο

Revision as of 17:59, 15 April 2023 by Spiros (talk | contribs)

Greek Monolingual

το (ΑM μέταλλον, Μ και μέταλλο)
νεοελλ.
1. στερεό ορυκτό με ιδιάζουσα λάμψη και αντοχή, καλός αγωγός της θερμότητας και του ηλεκτρισμού, το οποίο έχει την ιδιότητα να σχηματίζει οξείδια, ιδίως βασικά
2. (ως χαρακτηριστικό της φωνής ή του ήχου) καθαρός, με καθαρό τόνο και δυνατός («έχει φωνή μέταλλο»)
3. φρ. α) «ευγενή μέταλλα» — ο χρυσός, ο λευκόχρυσος και ο άργυρος, τών οποίων κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι δεν οξειδώνονται
β) «πολύτιμα μέταλλα» — τα μέταλλα που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή κοσμημάτων και νομισμάτων ή για αποθησαυρισμό και έχουν υψηλή ανταλλακτική αξία, κυρίως ο χρυσός και ο άργυρος
γ) «αυτοφυή μέταλλα» — κοιτάσματα μετάλλων που απαντούν στη φύση σε σχεδόν καθαρή μορφή
δ) «εποχή του μετάλλου» — η περίοδος της ιστορίας του ανθρώπου στη Γη από την αρχή της χρήσης τών μετάλλων μέχρι σήμερα
μσν.
1. μεταλλικό μουσικό όργανο
2. ετήσιος φόρος από εκμετάλλευση μεταλλείου
μσν.-αρχ.
μεταλλείο, ορυχείο («χρυσέων καὶ ἀργυρέων μετάλλων», Ηρόδ.)
αρχ.
1. λατομείο («μαρμάρου μέταλλον», Στράβ.)
2. (σε πολιορκία) υπόνομος («ἐτοιμάσας παρασκευὴν ἤρξατο πολιορκεῖν διὰ τῶν μετάλλων», Πολ.)
3. μτφ. εργασία («οὐδ' ἐν τοῖς ἀργυρείοις [ἐστί] μοι μέταλλον», Αλκίφρ.)
4. καθετί που εξορύσσεται
5. φρ. «ἁλὸς μέταλλον» — αλατωρυχείο (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί η άποψη, που θεωρείται και η πιθανότερη, ότι η λ. μέταλλον είναι υποχωρητικό παράγωγο του ρήματος μεταλλῶ (πιθ. από τη φράση μετ' ἄλλα «προς αναζήτηση άλλων πραγμάτων»). Κατ' άλλους το ρ. μεταλλῶ καθώς και η λ. μέταλλο είναι δάνειοι τεχνικοί όροι (πιθ. πελασγικοί) που χρησιμοποιήθηκαν από τους επικούς ποιητές. Τη λ. μέταλλο δανείστηκε η λατ. (πρβλ. λατ. metallum) από αυτήν η λ. πέρασε και στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. metal, γαλλ. metal, ιταλ. metallo). Ο μσν. τ. μέταλλο «μεταλλικό μουσικό όργανο» είναι αντιδάνεια λ. (< ιταλ. metallo < λατ. metallum < μέταλλον). Τέλος, η λ. μέταλλο εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μια σειρά ξένων επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στην ελλ. ως αντιδάνειοι: μεταλλοχημεία (πρβλ. γαλλ. metallochimie), μεταλλοχρωμία (πρβλ. γαλλ. metallochromie) κ.ά.
ΠΑΡ. μεταλλείο, μεταλλεύω, μεταλλικός, μεταλλίτης
αρχ.
μεταλλεύς
αρχ.-μσν.
μεταλλίζω
νεοελλ.
μετάλλινος, μετάλλιο, μεταλλώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μεταλλουργός, μεταλλωρύχος
αρχ.
μεταλλάρχης, μεταλλόχρυσος
νεοελλ.
μεταλλαγωγός, μεταλλοβιομηχανία, μεταλλογένεια, μεταλλογένεση, μεταλλογνωσία, μεταλλογράφος, μεταλλοειδής, μεταλλοθεραπεία, μεταλλοκαρβονύλιο, μεταλλοκετύλιο, μεταλλόκραμα, μεταλλομάστευση, μεταλλομιγής, μεταλλοξείδιο, μεταλλόπλυση, μεταλλοποίηση, μεταλλοποιός, μεταλλοργανικός, μεταλλοπρίονο, μεταλλοσκοπία, μεταλλοτεχνία, μεταλλούχος, μεταλλοφάνεια, μεταλλοφανής, μεταλλοφοβία, μεταλλοφόρος, μεταλλοχημεία, μεταλλόχρωμος].