καταρτύω
English (LSJ)
A prepare, dress, of food, Luc.Hist.Conscr.44; τὴν ξεινίην Hp.Ep.12:—Pass., τὰ καταρτυμένα των ἐδεσμάτων restored in Dsc. Alex.Praef.fr.Paul.Aeg.5.28.
2 train, discipline, τὴν φύσιν Plu. 2.38d: c. inf., καταρτύσων μολεῖν to procure his coming, S.OC71:—Pass., καταρτύεται νόος ἀνδρός Sol.27.11; σμικρῷ Χαλινῷ δ' οἶδα… ἵππους καταρτυθέντας S.Ant.478; παῖς ἔχει πηγὴν τοῦ φρονεῖν μήπω κατηρτυμένην Pl.Lg.808d; μανθανόμενα καὶ καταρτυόμενα Id.Men. 88b; τὸ πρεσβύτερον καὶ κατηρτυμένον. Junc. ap. Stob.4.50.9.
3 equip, λέμβος… ἐρέταις κατηρτυμένος Alciphr.1.8.
II intr. in pf. part., κατηρτυκώς = thoroughly furnished, full-grown, used of horses which have lost their foal's-teeth, Hsch., cf.E.Fr.41, AB105 (so in pres. οἱ καταρτύοντες τῶν ἵππων Philostr.VA7.23); κάμηλος τῷ σώματι κατηρτυκώς BGU13.5 (iii A.D.); also of men, τὸ κατηρτυκέναι Philostr.VA 5.33: metaph., κατηρτυκὼς… ἱκέτης προσῆλθες a perfected suppliant, one who has done all that is required, or one that is broken in like a horse tamed, A.Eu.473: c. gen., ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν tamed, broken in spirit by them, E.Fr.821.5. [ῡ, exc. in Sol. l. c.]
German (Pape)
[Seite 1376] zubereiten, zurichten, eigtl. von Speisen, bes. = stark mit Gewürzen versehen; κατηρτυμένοις τῶν ζωμῶν ἐοικότας ἀποφαίνει τοὺς λόγους Luc. hist. conscrib. 45. – Übh. einrichten, in Ordnung bringen; ὡς πρὸς τί λέξων ἢ καταρτύσων μολεῖν Soph. O. C. 71, veranlassen; ἵππους καταρτυθέντας Ant. 474, gebändigte, gezähmte Pferde; Plat, Legg. XII, 808 d παῖς ἔχει πηγὴν τοῦ φρονεῖν μήπω κατηρτυμένην; Men. δδ b μετὰ νοῦ καὶ μανθανόμενα καὶ καταρτυόμενα ὠφέλιμα; Sp., wie Plut. Sert. 27 οὐ νέας φρενὸς ἀλλ' εὖ μάλα βεβηκυίας καὶ κατηρτυμένης, erziehen. – Intrans., κατηρτυκώς, heißen Pferde u. Esel, wenn sie geschichtet u. alle Milchzähne gewechselt haben, also vollständig ausgewachsen sind, VLL., bes. B. A. 105. Übertr. von Menschen, Aesch. Eum. 451, wo Schol. erkl. τέλειος τὴν ἡλικίαν; Eur. κατηρτυκὼς κακῶν, gewöhnt an Unglück, durch Unglück gebildet, frg. Aeol. 19.
French (Bailly abrégé)
I. tr. 1 préparer (un plat, une sauce) ; sel. d'autres, assaisonner;
2 mettre en état convenable, former, préparer, disposer ; former, discipliner : ἵππον χαλινῷ SOPH discipliner par le frein un cheval indocile;
II. intr. (au part. pf. καταρτυκώς) formé, fait en parl. de chevaux ou d'ânes parvenus à leur croissance ; καταρτυκὼς ἱκέτης suppliant en état de se présenter comme tel, càd qui a rempli toutes les obligations imposées aux suppliants.
Étymologie: κατά, ἀρτύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αρτύω, perf. κατήρτυκα in orde brengen, gereed maken:. καταρτύσων τί σοι; om iets te regelen voor jou? Soph. OC 71; τὰ κατηρτυμένα τῶν ζωμῶν die sauzen die goed bereid zijn Luc. 59.44. trainen, vormen:; παῖς... ἔχει πηγὴν τοῦ φρονεῖν μήπω κατηρτυμένην het kind heeft een bron van redelijk denken die nog niet gevormd is Plat. Lg. 808d; φρὴν κατηρτυμένη een gedisciplineerde geest Plut. Sert. 27.4; temmen:. σμικρῷ χαλινῷ δ’ οἶδα τοὺς θυμουμένους ἵππους καταρτυθέντας ik weet dat vurige paarden worden getemd met maar een klein bit Soph. Ant. 478.
Russian (Dvoretsky)
καταρτύω: (ῡ)
1 приготовлять (τοὺς ζωμούς Luc.);
2 воспитывать, обучать, формировать (τὴν φύσιν Plut.): μανθανόμενα καὶ καταρτυόμενα Plat. то, что дается обучением и воспитанием;
3 укрощать: χαλινῷ ἵπποι καταρτυθέντες Soph. укрощенные уздой, т. е. объезженные кони;
4 перен. направлять в русло, дисциплинировать (φρὴν κατηρτυμένη Plut.);
5 подготавливать, устраивать: κ. μολεῖν Soph. устроить (чей-л.) приход, т. е. пригласить кого-л. - см. тж. κατηρτυκώς.
Greek Monolingual
καταρτύω (Α)
1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («καταρτύειν τὴν ξεινίην», Ιπποκρ.)
2. μαγειρεύω
3. εκπαιδεύω, ανατρέφω («παρατρέπων καταρτύη τὴν φύσιν», Πλούτ.)
4. επαναφέρω στην τάξη, διευθετώ («ὡς πρὸς τὶ λέξων ἢ καταρτύσων παρῇ», Σοφ.)
5. εφοδιάζω («λέμβος... ἐρέταις κατηρτυμένος», Αλκίφρ.)
6. (η μτχ. ενεργ. παρακμ. ως επίθ.) κατηρτυκώς, -υῖα, -ός
α) ο έτοιμος, ο εντελώς παρασκευασμένος
β) (για ζώα) αυτός στον οποίο έχει συντελεστεί η ανάπτυξη
7. φρ. α) «κατηρτυκώς ικέτης» — αυτός που ως ικέτης εκτελεί καθετί το αναγκαίο ή ο καταβεβλημένος σαν εξημερωμένος ίππος
β) «κατηρτυκώς κακών» — ο τσακισμένος από τις συμφορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀρτύω «ετοιμάζω»].
Greek Monotonic
καταρτύω: μέλ. -ύσω [ῠ],
I. 1. προετοιμάζω, παρασκευάζω, ετοιμάζω, λέγεται για το φαγητό, σε Λουκ.
2. γενικά, εκπαιδεύω, πειθαρχώ, διαπλάθω — Παθ., είμαι εκπαιδευμένος, ασκούμαι, σε Σολ., Σοφ.
3. με απαρ., κ. μολεῖν, προκαλώ τον ερχομό του, σε Σοφ.
II. αμτβ. στη μτχ. παρακ., κατηρτυκὼς ἱκέτης, μεταφ., τέλειος ικέτης, κάποιος που έχει εκτελέσει όλα τα αναγκαία, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
καταρτύω: μέλλ. -ύσω, ἑτοιμάζω, παρασκευάζω, ἰδίως ἐπὶ ἐδεσμάτων, ἡδύνω, «μαγειρεύω», τοὺς λόγους ἐοικότας τοῖς κατηρτυμένοις τῶν ζωμῶν Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγ. 44. 2) καθόλου, ἀσκῶ, ἀνατρέφω, παιδεύω, τὴν φύσιν Πλούτ. 2. 38D· μετ’ ἀπαρ., καταρτύσων μολεῖν, παρασκευάσων τὴν ἔλευσίν του, Σοφ. Ο. Κ. 71·- Παθ. ἀσκοῦμαι, παιδεύομαι, καταρτύεται νόος ἀνδρὸς Σόλων 14. 11· σμικρῷ χαλινῷ δ’ οἶδα… ἵππους καταρτυθέντας Σοφ. Ἀντ. 478· παῖς ἔχει πηγὴν τοῦ φρονεῖν οὔπω κατηρτυμένην Πλάτ. Νόμ. 808D· μανθανόμενα καὶ καταρτυόμενα Μένων 88Β· τὸ πρεσβύτερον καὶ κατηρ. Ἰοῦγκ. π. Στοβ. 598. 22· κ. τὴν φύσιν, ἡμερώνειν, Πλουτ. Ἠθ. 38C· πρβλ. Ἰάμβλ. ἐν Β. Πυθ. 68·- λέμβος… ἐρέταις κατηρτυμένος (-ισμένος;) Ἀλκίφρων 1. 8. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῇ μετοχ. τοῦ πρκμ. κατηρτῡκώς, ἐντελῶς παρεσκευασμένος, ἐντελῶς ηὐξημένος, ἐπὶ τῶν ἀλόγων ζῴων τῶν ὁποίων ἔπεσον οἱ πωλικοὶ ὀδόντες (γαλαξίαι), Ἡσύχ., Α. Β. 105 (οὕτως ἐν τῷ ἐνεστ., οἱ καταρτύοντες τῶν ἵππων Φιλόστρ. 304)· κ. κάμηλον Πάπυρ. Βερολ. 13. 5· ὡσαύτως ἐπὶ ἀνθρώπων, Α. Β. 215· μεταφορ., κατηρτυκὼς… ἱκέτης προσῆλθες, τέλειος ἱκέτης, ἐκτελέσας πᾶν ὅ,τι ἀναγκαῖον, ἢ καταβεβλημένος ὡς ἡμερωμένος ἵππος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 473· ὡσαύτως μετὰ γεν., κατηρτυκὼς κακῶν, ἐλθὼν εἰς τὸ τέλος τῶν κακῶν ἢ παιδευθείς, καταβληθεὶς ὑπ’ αὐτῶν (subactus miseriis, κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Κικέρ.), Εὐρ. Ἀποσπ. 818. 5· κατηρτυκὼς τῷ σώματι Πάπ. Βερολ. 13, 5· υ μακρόν, πλὴν παρὰ Σόλωνι ἔνθ’ ἀνωτ..
Middle Liddell
fut. ύσω
I. to prepare, dress, of food, Luc.
2. generally, to train, educate, discipline: — Pass. to be trained, disciplined, Solon., Soph.
3. c. inf., κ. μολεῖν to procure his coming, Soph.
II. intr. in part. perf., κατηρτυκὼς ἱκέτης, metaph., a complete suppliant, one who has done all that is required, Aesch.
Mantoulidis Etymological
(=ἑτοιμάζω, μαγειρεύω). Ἀπό τό κατά + ἀρτύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.