κλήση
Greek Monolingual
η (AM κλῆσις)
1. το να φωνάζει ένας κάποιον ή κάποιους ονομαστικά, η προφορική πρόσκληση, το φώναγμα κάποιου («κατιδών με πόρρωθεν ἐκάλεσε και παίζων ἅμα τῇ κλήσει», Πλάτ.)
2. το κάλεσμα, η πρόσκληση σε δείπνο, σε συγκέντρωση κ.λπ. («ἐπαινοῦντες τὴν κλῆσιν οὐχ ὑπισχνοῦντο συνδειπνήσειν», Ξεν.)
3. η πράξη με την οποία μάρτυρας ή κατηγορούμενος ή, γενικά, διάδικος καλείται να προσέλθει ορισμένη μέρα και ώρα ενώπιον του δικαστηρίου
νεοελλ.
1. το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος στο δικαστήριο, στην αστυνομία, στην εφορία ή σε άλλη αρχή (α. «πήρε κλήση από τον τροχονόμο για παράνομη στάθμευση» β. «μού ήλθε κλήση για να απολογηθώ»)
2. ακουστή ή ορατή σηματοδότηση που προσκαλεί έναν συνδρομητή τηλεφώνου ή τον χειριστή μιας τηλεπικοινωνιακής συσκευής να μπει στο κύκλωμα τηλεπικοινωνίας που τον καλεί
3. ο χειρισμός που πραγματοποιείται στην αυτόματη τηλεφωνία από κάποιον που καλεί για να έλθει σε επικοινωνία με το κύκλωμα που επιλέγει, καθώς και το σύνολο τών χειρισμών για την πραγματοποίηση αυτής της επαφής
4. φρ. α) «ονομαστική κλήση» — η εκφώνηση ονομάτων από κατάλογο
β) «διάταξη κλήσεων» — όργανο που επιτρέπει την πραγματοποίηση μιας τηλεφωνικής κλήσεως είτε από την τηλεφωνική συσκευή του συνδρομητή είτε από τη θέση του τηλεφωνικού μεταλλάκτη
μσν.
1. κληρονομία («τὴν ἐξ ἀδιαθέτου κλῆσιν», Αθαν. Σχολ.)
2. φρ. «εἰς κλῆσιν» — στο όνομα
μσν.-αρχ.
χαρακτηρισμός κάποιου με ένα όνομα, επωνυμία, ονομασία («οἱ γενεθλιολόγοι φέροντες κλῆσιν μάγων», Βί. Αλεξ.)
αρχ.
1. επίκληση, πρόσκληση, προς θεούς ή ανθρώπους για βοήθεια ή μαγική επίκληση
2. ο καθορισμός κάποιου από τον θεό για κάποιο έργο, ο προορισμός, η αποστολή («ἕκαστος ἐν τῇ κλήσει, ἧ ἐκλήθη, ἐν ταύτῃ μενέτω», ΚΔ)
3. γραμμ. η ονομαστική πτώση, η κατάληξη της ονομαστικής, ειδικώς σχετικά με όντα φύσει ουδέτερα («ἐχόντων θηλείας ἤ ἄρρενος κλῆσιν», Αριστοτ.)
4. ομάδα προσώπων με κοινή υποχρέωση για ορισμένη εισφορά ή υπηρεσία («ἐγένοντο δὲ συμμορίαι μὲν ἔξ, ἅς καλοῦσι Ρωμαῖοι κλάσεις κατὰ τὰς Ἑλληνικὰς κλήσεις παρονομάσαντες», Δίον. Αλ.)
5. φρ. «μιᾷ κλήσει» — με ένα περιληπτικό όνομα, με μια ονομασία («σύμπασι δὲ τοῖς ἄλλοις γένεσιν... βάρβαροι μιᾷ κλήσει προσειπόντες», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλη- (πρβλ. ἐκλή-θην, παθ. αόρ. του καλῶ) + κατάλ. -σις].