μολπή
English (LSJ)
ἡ, (μέλπω)
A dance or rhythmic movement with song, Od. 6.101, Il.18.606.
2 more freq. song, 1.472; μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο 13.637; μολπή τ' ὀρχηστύς τε Od.1.152, cf. Hes.Th.69, Sapph.Supp.25.5, Pi.O.10.84,6.97 (pl.), A.Ag.106 (lyr.), etc.: Com. in lyr., μολπὰ κλαγγά Mnesim.4.57 (anap.): metaph., οὐ μ. σύριγγος ἔχων the note, S.Ph.212 (lyr.): also in late Prose, as Luc.Salt.23.
German (Pape)
[Seite 200] ἡ, Gesang und Tanz, Reihentanz mit Gesang zu Ehren einer Gottheit; οἱ δὲ πανημέριοι μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο, Il. 1, 472; παιδιά erkl. Ath. I, 14 a; Gesang allein, μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο verbunden, Il. 13, 637; μολπή τ' ὀρχηστύς τε, Od. 1, 252 als ἀναθήματα δαιτός genannt, wo wie 23, 145 der Tanz davon unterschieden ist, wie Hes. Th. 69; vgl. μολπῇ τ' ἰυγμῷ τε ποσὶ σκαίροντες ἕποντο, Il. 1, 572, u. ἑψιάασθαι μολπῇ καὶ φόρμιγγι, Od. 21, 430; auch von dem (mit Gesang begleiteten?) Ballspiel der phäakischen Jungfrauen, 6, 101; Gesang ist es bei Pind., Αἰοληΐδι μολπᾷ, Ol. 1, 102, λύραι μολπαί τε γιγνώσκοντι, Ol. 6, 97, wie Aesch. θεόθεν καταπνέει Πειθὼ μολπάν, Ag. 106, vgl. Eum. 995; οὐ μολπὰν σύριγγος ἔχων, der Schall, Soph. Phil. 213, wie παρὰ χέλυος ἑπτατόνου μολπάν, Eur. Herc. Fur. 684; τοίαν ἔλιπες μολπὰν μελέων ἀοιδοῖς, Alc. 455 u. öfter; so auch Ar., μολπαῖς κελαδεῖν τινα, Ran. 383; μολπὴν ἀνεγείρεις, 370. In Prosa erst Sp., wie Luc. salt. 23.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
chant mêlé de danse ; chant.
Étymologie: μέλπω.
Russian (Dvoretsky)
μολπή: дор. μολπά (ᾱ) ἡ
1 пение (μ. τ᾽ ὀρχηστύς τε Hom.);
2 пение с пляской, хороводное пение (μολπῇ θεὸν ἱλάσκεσθαι Hom.);
3 звучание, звуки (σύριγγος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
μολπή: ἡ, (μέλπω) Ὁμηρ. λέξις σημαίνουσα ᾠδήν, ὕμνον, ᾆσμα καὶ ὄρχησιν, μέλος συνοδευόμενον μετὰ ῥυθμικῶν κινήσεων (οἷα τὰ τῶν κορασίων Nâch ἐν τῇ Ἰνδικῇ) εἰς τιμὴν θεοῦ τινος, οἱ δὲ πανημέριοι μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο Ἰλ. Α. 472· ἢ χάριν διασκεδάσεως, Σ. 606, Ὀδ. Δ. 19· ἐντεῦθεν καθόλου, διασκέδασις (ἰδίως ὅτε συνωδεύετο αὕτη μὲ ᾄσματα καὶ χορούς), ὡς ἐν Ὀδ. Ζ. 101, ἐπὶ τοῦ παιγνιδίου τῆς σφαίρας, τὸ ὁποῖον ἔπαιζεν ἡ Ναυσικάα μετὰ τῶν φίλων αὐτῆς· ‒ ἀλλὰ συνηθέστερον, 2) ᾠδή, ᾆσμα, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὄρχησιν, μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο Ἰλ. Ν. 637, Ὀδ. Ψ. 145· μολπή τ᾿ ὀρχηστύς τε Α. 152· καὶ οὕτω Ἡσ. Θ. 69, Πίνδ., καὶ Τραγ.· μεταφ., οὐ μ. σύριγγος ἔχων, τὸν ἦχον, τὸ μέλος, Σοφ. Φιλ. 212· ‒ ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 23.
English (Autenrieth)
(μέλπω): play, entertainment with music and dancing, Od. 6.101, Il. 1.472; music, singing and dancing, Il. 18.572.
Spanish
Greek Monolingual
η (ΑΜ μολπή)
1. άσμα, ωδή, τραγούδι («τὴν καλλικέλαδον καὶ λιγυραῑς μολπαῖς κατακηλοῦσαν... τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ εὔλαλον ἀηδόνα», Μηναί.)
2. μτφ. μουσικός τόνος, ευχάριστος ρυθμικός ήχος («η... μολπή τών κυμβάλων», Ζαλοκ.)
αρχ.
1. άσμα με όρχηση, μέλος που συνοδευόταν με ρυθμικές κινήσεις προς τιμήν ενός θεού ή για διασκέδαση
2. ωδή, άσμα (σε αντίθεση προς την όρχηση («μολπή τ' ορχηστύς τε», Ομ. Οδ.)
3. (γενικά) διασκέδαση (ιδίως όταν συνοδεύεται με άσματα και χορούς).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μολπ-, που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα molp- του ΙΕ τ. mel-p- < ΙΕ ρίζα mel- «μέλος του σώματος, συνάπτω» (πρβλ. μέλπω) + κατάλ. -ή (πρβλ. μομφή)].
Greek Monotonic
μολπή: ἡ (μέλπω),·
1. τραγούδι και χορός, ύμνος ή τραγούδι που συνοδεύεται από ρυθμικές κινήσεις, προς τιμήν κάποιου θεού ή για ψυχαγωγία, σε Όμηρ.· έπειτα, γενικά, παιχνίδι, άθλημα, λέγεται για ένα παιχνίδι με μπάλα (σφαίρα), σε Ομήρ. Οδ.
2. η τέχνη του τραγουδιού, τραγούδι, σε αντίθ. προς τον χορό, σε Όμηρ., Τραγ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: dance with song
See also: s. μέλπω.
Middle Liddell
μολπή, ἡ, μέλπω
1. the song and dance, a chant or song accompanied by measured movements, in honour of a god, or as an amusement, Hom.:—then, generally, play, sport, of a game at ball, Od.
2. singing, song, as opp. to dancing Hom., Trag.
Frisk Etymology German
μολπή: {molpḗ}
Grammar: f.
Meaning: ‘(Spiel mit) Gesang und Tanz’
See also: s. μέλπω.
Page 2,251
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=τραγούδι). Ἀπό τό μέλπω (=ψάλλω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
ἡ canto, canción asoc. a Apolo μόλε, κύδιμε μολπῆς ἀνάκτωρ ven, glorioso soberano del canto P II 85 χαλίφρων ταύταις ταῖς μολπαῖς καὶ ψαλμοῖς dócil por estos cantos y estos salmos P III 290 como advoc. de la Osa ἰὼ ἀ<ε>ρία, ἰὼ Ἐρυμναία, ἰὼ μ. oh aérea, oh Erimnia, oh canción P VII 698