παρρησιάζομαι

English (LSJ)

fut. -άσομαι Pl.Chrm.156a, etc. (but παρρησιασθήσομαι LXX Jb.22.26): aor. ἐπαρρησιασάμην Isoc.11.1, dub. in Aeschin.1.80: pf.(v.infr.): used only in Prose:—speak freely, openly, Pl.Grg. 487d; τι ib.491e, cf. Aeschin. l.c.; πρὸς ὑμᾶς Pl.La.178a, etc.; τινὶ περί τινος Id.Chrm.156a, D.18.177; πολλὰ κατά τινος Plb. 12.13.8: pf. πεπαρρησίασμαι in act. sense, ἂ γιγνώσκω πάνθ' ἁπλῶς… πεπ. D.4.51, cf. Plb. l.c.; but τὰ πεπαρρησιασμένα in pass. sense, free expressions, Isoc.15.10; -ασμέναι φωναί Phld.Lib.p.4 O.:—once in Act., ib.p.58 O.

French (Bailly abrégé)

f. παρρησιάσομαι, ao. ἐπαρρησιασάμην, pf. Pass. πεπαρρησίασμαι;
1 parler en toute liberté, avec franchise : τινι à qqn ; περί τινος de qch;
2 pf. Pass. être dit franchement ; part. πεπαρρησιασμένος, η, ον dit franchement;
NT: parler sans crainte, parler librement ; avoir l'assurance, le courage
παρρησία.
Étymologie: παρρησία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρρησιάζομαι vrijuit spreken:. νῦν θ’ ἃ γιγνώσκω πάνθ’ ἁπλῶς... πεπαρρησίασμαι maar nu heb ik mijn mening simpelweg ronduit uitgesproken Dem. 4.51.

German (Pape)

freimütig od. unparteiisch reden, handeln; ἐπαρρησιᾳσάμεθα, Xen. Cyr. 5.3.8; περί τινος, Dem. 18.177; πεπαρρησίασμαι, 4.51; πρός τινα, Aesch. 1.177; κατά τινος, Pol. 12.13.8; ταῦτα πρὸς σέ, Luc. adv.Ind. 30; auch pass., περὶ φιλοσοφίας πεπαρρησιασμένα, Isocr. 15.10.

Russian (Dvoretsky)

παρρησιάζομαι: (fut. παρρησιάσομαι, aor. ἐπαρρησιασάμην; pf. pass. πεπαρρησίασμαι) говорить откровенно или смело, быть прямодушным (τινί τι и περί τινος, πρός τινα Plat.; πολλὰ κατά τινος Polyb.; ἃ γιγνώσκω πάνθ᾽ ἁπλῶς πεπαρρησίασμαι Dem.): τὰ πεπαρρησιασμένα Isocr. свободные высказывания; παρρησιασάμενοι εἶπον NT они смело сказали.

Greek (Liddell-Scott)

παρρησιάζομαι: μέλλ. -άσομαι Πλάτ., Ξεν.: ἀόρ. ἐπαρρησιασάμην Ἰσοκρ. 221Α, Αἰσχίν.· πρκμ. (ἴδε κατωτ.)· ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον παρὰ τοῖς πεζογράφοις. Ὁμιλῶ ἐλευθέρως, εὐθαρσῶς, λέγω μετὰ παρρησίας, Πλάτ. Γοργ. 487D· τινί τι αὐτόθι 491Ε, πρβλ. Αἰσχίν. 11. 36· πρός τινα Πλάτ. Λάχ. 178Α, κτλ.· τινι περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 156Α, Δημ. 287. 13· πολλὰ κατά τινος Πολύβ. 12. 13, 8· ― πρκμ. πεπαρρησίασμαι ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., ἃ γιγνώσκω πάνθ’ ἁπλῶς… πεπ. Δημ. 55. 1· ἀλλὰ τὰ πεπαρρησιασμένα, ἐπὶ παθ. σημασίας, ἐκφράσεις ἐλεύθεραι, Ἰσοκρ. 312Β· ἡ ἀλήθεια ἐπαρρησιάζετο Ἄννα Κομν. 1. 411. ― Τὸ ἐνεργ. ἐν Εὐστ. Πονηματ. 265. 82. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474.

English (Thayer)

imperfect ἐπαρρησιαζομην; 1st aorist ἐπαρρησιασαμην; (παρρησία, which see); a deponent verb; Vulg. chiefly fiducialiter ago; to bear oneself boldly or confidently;
1. to use freedom in speaking, be free-spoken; to speak freely (A. V. boldly)): ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ, relying on the name of Jesus, ἐπί τῷ κυρίῳ, to grow confident, have boldness, show assurance, assume a bold bearing: εἶπεν, R. V. spake out boldly); λαλεῖν, παρρησιάζεσθαι ἐν τίνι, in reliance on one to take courage, followed by an infinitive of the thing to be done: λαλῆσαι, Xenophon, Demosthenes, Aeschines, Polybius, Philo, Plutarch, others; the Sept.; Sirach 6:11.)

Greek Monolingual

ΜΑ παρρησία
1. εκφράζω τη γνώμη μου με παρρησία
2. είμαι γενναίος, ενεργώ με γενναιότηταὑπέρ εὐσεβείας ἀποθνήσκειν καὶ παρρησιάζεσθαι ἐν αὐτῇ πρὸς ἐσφαλμένους», Ωριγ.)
3. δείχνω άκαιρη, υπερβολική αυτοπεποίθηση («κτᾱται ἄνθρωπος τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ ἐκ τοῦ μὴ παρρησιάζεσθαι»)
4. έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον («παρρησιασόμεθα ἐν αὐτῷ», Ωριγ.)
μσν.
εμφανίζομαι, αναφαίνομαι.

Greek Monotonic

παρρησιάζομαι: μέλ. -άσομαι, αόρ. αʹ ἐπαρησιάμην, παρακ. πεπαρρησίασμαι (με Ενεργ. και Παθ. σημασία)· αποθ., μιλάω ελεύθερα, ανοιχτά, άφοβα, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

in act. and pass. sense, Dep.: to speak freely, openly, boldly, Plat., etc.

Chinese

原文音譯:pa¸?hsi£zomai 爬-雷西阿索買
詞類次數:動詞(9)
原文字根:每一-湧出
字義溯源:放膽講論,公開的說,放膽,放膽傳道,無懼的說;源自(παρρησία)=坦率直言);由(πᾶς)*=一切,所有)與(λέγω)*=說出來)組成
出現次數:總共(9);徒(7);弗(1);帖前(1)
譯字彙編
1) 放膽講論(3) 徒14:3; 徒18:26; 徒19:8;
2) 放膽的(1) 帖前2:2;
3) 他⋯放膽傳道(1) 徒9:27;
4) 放膽(1) 弗6:20;
5) 放著膽(1) 徒26:26;
6) 就放膽(1) 徒13:46;
7) 放膽傳道(1) 徒9:29