περίπατος
English (LSJ)
ὁ,
A walking about, walk, ποιεῖσθαι τοὺς περιπάτους Pl.Phdr. 227a; εἰς περίπατον ἰέναι ib.228b; ἐξανίστασθαι εἰς περίπατον X.Smp.9.1; ἐν π. εἶναι Id.An.2.4.15: metaph., exercise, γλώσσης περίπατός ἐστιν ἀδολεσχία Astyd. 7; ψυχῆς περίπατος φροντὶς ἀνθρώποισιν Hp.Epid.6.5.5.
II place for walking, esp. covered walk, X.Mem.1.1.10, Plu.Luc.39, IG22.2639; Ἀριστοτέλους… ὑποσκίους περιπάτους Plu.Alex.7; cf. infr. 2,3.
2 discourse during a walk, discussion, argument, Ar.Ra.942, Bato 2.3; π. περί τινος Ar.Ra.953; ἑωθινὸς περίπατος, δειλινὸς περίπατος, Aristotle's names for his morning and evening lectures, Gell.20.5.5.
3 school of philosophy, first used of the Academy, ἀναπεπταμένου τοῦ Πλάτωνος π. Epicur.Fr.171; ἔτη ὀκτὼ κατασχὼν τὸν περίπατον (sc. Σπεύσιππος) Phld. Acad.Ind.p.38 M.; οἱ ἀπὸ τοῦ Περιπάτου, name given to Xenocrates and Aristotle, because their teacher Plato was accustomed to walk about while teaching, Ammon. in Cat.3.8; οἱ ἐκ τοῦ περιπάτου the school of Aristotle, Luc.Pisc.43; οἱ ἐκ τῶν περιπάτων Str.13.1.54; οἱ ἀπὸ τοῦ περιπάτου φιλόσοφοι Plu.2.1131f; τοῦ Περιπάτου προστάς Antig.Car. ap. Ath.12.547d: generally, any school of philosophy, ἕτερος περίπατος Phld.Acad.Ind.p.39 M.; αὐτὸς ἴδιον περίπατον κατασκευάσας ib.p.79 M., cf. p.53M. (pl.); οἱ τὸν αὐτὸν Αριστοτέλει ἐμβαίνοντες περίπατον Diog.Oen.4.
III Astrol., progression along the Zodiac in order to determine κλῆροι, Vett.Val.205.10, Cat.Cod.Astr. 8(1).245,al.
German (Pape)
[Seite 586] ὁ, das Herumgehen, Spazierengehen; Plat. Phaedr. 227 a; auch περιπάτους ποιεῖσθαι κατὰ τὰς ὁδούς, auf den Wegen spazieren gehen, ibd.; ἐν περιπάτῳ εἶναι, Xen. An. 2, 4, 15; τοὺς περιπάτο υς ποιεῖν, Pol. 5, 56, 10; die damit verbundene Leibesübung, Luc. Dem. enc. 1 u. öfter. – Der Ort zum Spazierengehen, der Spaziergang, Xen. Mem. 1, 1, 10; τοῖς περιπάτοις ἐνδιατρίβων, Luc. Demon. 54; Plut. oft. – Die damit verbundene Unterhaltung, Disputation, bes. über philosophische Gegenstände; weil Aristoteles im Lykeion bei Athen mit seinen Schülern lustwandelnd zu lehren pflegte, bezeichnet ὁ περίπατος seine Lehre und seine Schule, D. L., Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. circulation, allées et venues, promenade ; d'où
1 exercice du corps résultant de la promenade;
2 conversation pendant la promenade ; particul. entretien philosophique, comme ceux d'Aristote dans les jardins du Lycée, à Athènes : οἱ ἀπὸ τοῦ περιπάτου PLUT, οἱ ἐκ τοῦ περιπάτου LUC les disciples d'Aristote, les péripatéticiens (v. περιπατητικός);
II. lieu où l'on se promène, promenade.
Étymologie: περιπατέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περί-πατος -ου, ὁ wandeling. wandelplaats, promenade:; πρῴ... εἰς τοὺς περιπάτους καὶ τὰ γυμνάσια ἤει’s ochtends ging hij naar de promenades en de sportscholen Xen. Mem. 1.1.10; spec. school van Aristoteles, peripatetische school:. οἱ ἐκ τοῦ π. de peripatetici Luc. 28.43. overdr. discussie, verhandeling:. οὐ σοὶ γάρ ἐστι περίπατος κάλλιστα περί γε τούτου daarover kun jij het maar beter niet hebben Aristoph. Ran. 953.
Russian (Dvoretsky)
περίπᾰτος: ὁ
1 гуляние, прогулка (περιπάτους ποιεῖσθαι Plat.; ἐξανίστασθαι εἰς περίπατον Xen.);
2 место для гуляния Xen., Plut.;
3 собеседование, философская беседа во время прогулки (περί τινος Arph.);
4 философская школа Аристотеля (который учил, прохаживаясь со своими учениками в περίπατος афинского Ликея): οἱ ἀπὸ τοῦ περιπάτου Plut. или οἱ ἐκ τοῦ περιπάτου Luc. перипатетики, ученики Аристотеля.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περπατώ, βάδισμα για αναψυχή («μετὰ δὲ τὸ δεῖπνον ἔτυχον ἐν περιπάτῳ ὄντες», Ξεν.)
2. (κατ' επέκτ.) τόπος ή χώρος όπου περπατούν οι άνθρωποι για προσωπική τους ευχαρίστηση
3. η φιλοσοφική σχολή του Αριστοτέλους, ο οποίος συνήθιζε να περπατά και ταυτόχρονα να διδάσκει τους μαθητές του στο Λύκειο της Αθήνας
νεοελλ.
1. σύντομη διαδρομή που γίνεται με τα πόδια ή με όχημα, βόλτα
2. ζωολ. χαρακτηριστικό γένος ονυχοφόρων
3. φρ. α) «τυχαίος περίπατος»
μαθημ. στοχαστική διαδικασία βασισμένη στο πρόβλημα προσδιορισμού της πιθανής θέσης σημείου που κινείται τυχαία, όταν είναι γνωστές οι πιθανότητες της κίνησης για ορισμένη απόσταση και κατεύθυνση
β) «πάει [ή πήγε] περίπατο» — χάθηκε οριστικά ή καταστράφηκε ανεπανόρθωτα
αρχ.
1. η περιπάτησις
2. ονομασία της πρωινής και εσπερινής διδασκαλίας του Αριστοτέλους
3. υπόστεγος χώρος, όπου οι άνθρωποι περπατούσαν
4. αστρολ. κίνηση κατά μήκος του ζωδιακού κύκλου
5. μτφ. α) εκγύμναση, άσκηση
β) τρόπος ζωής
6. φρ. «οἱ ἐκ τοῦ περιπάτου» — η φιλοσοφική σχολή του Αριστοτέλους
β) «οἱ ἀπὸ τοῦ Περιπάτου» — ονομασία που δόθηκε στον Ξενοκράτη και στον Αριστοτέλη από το γεγονός ότι ο κοινός δάσκαλός τους, ο Πλάτων, συνήθιζε να περπατά και να διδάσκει ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. περιπατώ].
Greek Monotonic
περίπᾰτος: ὁ,
I. περπάτημα τριγύρω, περίπατος, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. τόπος για περπάτημα, περπάτημα κάτω από υπόστεγο, σε Ξεν.
III. 1. συζήτηση κατά τη διάρκεια περιπάτου, φιλοσοφικός διάλογος, σε Αριστοφ.
2. οἱ ἐκ τοῦ περιπάτου, οι Περιπατητικοί της σχολής του Αριστοτέλη, ονομάστηκαν έτσι επειδή αυτός δίδασκε προχωρώντας στον περίπατον του Λυκείου στην Αθήνα, σε Πλούτ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
περίπᾰτος: ὁ, ὡς καὶ νῡν, Πλάτ., κτλ.· ποιεῖσθαι π., = περιπατεῖν, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 227Α· εἰς π. ἰέναι αὐτόθι 228Β· ἐξανίστασθαι εἰς π. Ξεν. Συμπ. 9. 1· ἐν π. εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 4, 15· πρβλ. περιπατέω. ΙΙ. τόπος πρὸς περίπατον· μάλιστα ὑπόστεγος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 10, Πλουτ. Λούκουλλ. 39, Συλλ. Ἐπιγρ. 3545 ἴδε κατωτ. 3. 2) ὁμιλία ἢ συζήτησις ἐν περιπάτῳ, φιλοσοφική συζήτησις, ὡς τὸ διατριβή, Ἀριστοφ. Βάτρ. 942· π. περί τινος αὐτόθι 953· γλώσσης π. ἐστιν ἀδολεσχία Ἀστυδ. παρὰ Στοβ. 217. 7. 3) οἱ ἐκ τοῦ περιπάτου, οἱ περιπατητικοὶ φιλόσοφοι, οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἀριστοτέλους λαβόντες τὸ ὄνομα ἐκ τοῦ ὅτι αὐτὸς ἐδίδασκεν ἐν τῷ περιπάτῳ τοῦ Λυκείου ἐν Ἀθήναις (ἴδε περιπατητικός), Ἀμμων. Ἑρμ. εἰς Κατηγ. 1. πρβλ. Πλουτ. Ἀλέξ. 7, Λουκ. Ἁλιεὺς 43, κτλ.· οὕτως, οἱ ἐκ τῶν περιπάτων Στράβ. 609· οἱ ἀπὸ τοῦ περιπάτου φιλόσοφοι Πλούτ. 2. 1131Ε· - καθόλου, σχολή, ἀναπεπταμένου τοῦ Πλάτωνος περιπάτου Ἀθήν. 354Β.
Middle Liddell
περί-πᾰτος, ὁ,
I. a walking about, walking, Plat., etc.
II. a place for walking, a covered walk, Xen.
III. discourse during a walk, a philosophical discussion, Ar.
2. οἱ ἐκ τοῦ περιπάτου the Peripatetics, school of Aristotle, because he taught walking in a περίπατος of the Lyceum at Athens, Plut., etc.