πλήθω

English (LSJ)

poet. pf. (in pres. sense)
A πέπληθα Pherecr.29, Herod.7.84, Theoc.22. 38, etc.: plpf. ἐπεπλήθει A.R.3.271:—intr. form of πίμπλημι, mostly in pres. part., to be full, πλήθει… νεκύων ἐρατεινὰ ῥέεθρα Il.21.218; ναῦς… ἀνδρῶν πληθούσας Simon.142.7; θάλασσα… ναυαγίων πλήθουσα καὶ φόνου A.Pers.420, cf. 272; χεῖρας κρεῶν πλήθοντες having them full of…, Id.Ag.1220; τὸ στεγύλλιον πέπληθε καλῶν ἔργων Herod. l. c.: later c. dat., κρήνην… ὕδατι πεπληθυῖαν Theoc. l. c.; δόνακι πλήθοντα λιπὼν ῥόον Call.Fr.166, cf. AP6.63 (Damoch.); πεπληθότα λύθρῳ Maiist.25; but Ἄναυρος ὄμβρῳ χειμερίῳ πλήθων swollen with winter's rain, ὄμβρῳ being dat. of cause, Hes.Sc.478: abs., of rivers, ποταμῷ πλήθοντι ἐοικώς Il.5.87; ὡς δ' ὁπότε πλήθων ποταμὸς πεδίονδε κάτεισι 11.492; of the full moon, σελήνη πλήθουσα 18.484, cf. Sapph.3: in Att. Prose only in the phrases ἀγορᾶς πληθούσης, ἐν ἀγορᾷ πληθούσῃ, etc., v. ἀγορά IV: πληθούσης ἀγορᾶς rarely = in a full assembly, SIG257.14 (Delph., iv B.C.).
II trans. only in later Poets, AP14.7, Opp.C.1.126, Q.S.6.345:—Pass., A.R.3.1392, 4.564, AP5.232 (Maced.), Q.S.14.607; πάσαις ἀρεταῖς πληθόμενον κραδίην BCH50.44 (Thespiae, iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 632] nur praes. u. perf. πέπληθα, in derselben Bdtg (die andern tempp. πλήσω, ἔπλησα u. s. w. gehören zu πίμπλημι), vollwerden, sich füllen, vollsein; Hom. nur im praes., πλήθουσα σελήνη, der Vollmond, Il. 8, 484, von Flüssen, anschwellen, 5, 87. 11, 492; ὄμβρῳ χειμερίῳ πλήθων, Hes. Sc. 478; gew. cum gen., πλήθει νεκύων ῥέεθρα, Il. 21, 218; πλήθωσι τράπεζαι σίτου καὶ κρειῶν, Od. 9, 8; πλήθοντος ὄχλου, Pind. P. 4, 85; πλήθουσι νεκρῶν ἀκταί, Aesch. Pers. 264, wie θάλασσα δ' οὐκ ἔτ' ἦν ἰδεῖν ναυαγίων πλήθουσα καὶ φόνου βροτῶν, 412; – ἐν ἀγορᾷ πληθούσῃ, Plat. Gorg. 469 d, u. oft bei Xen. u. A.; ἀγορᾶς πληθούσης, wie πληθυούσης, bei Her. 4, 181; ἀμφὶ ἀγορὰν πλήθουσαν, Xen. An. 1, 8, 1, zu der Tageszeit, wenn der Marktplatz voll Menschen ist, etwa von 10 Uhr Vormittags an, Suid. sagt περὶ ὥραν τετάρτην ἢ πέμπτην καὶ ἕκτην (10-12 Uhr) · τότε γὰρ μάλιστα πλήθει ἡ ἀγορά; vgl. Phryn. 275; Dio Chrysost. or. 67 unterscheidet πρωΐ, – περὶ πλήθουσαν ἀγοράν, – μεσημβρίαν, – δείλην; Phereer. bei B. A. 338 πρὶν ἀγορὰν πεπληθέναι (vgl. auch πληθώρη). – Sp. vrbdn es auch mit dem dat., vgl. Schäfer Long. 410; Bast epist. crit. p. 229. – Das perf., πνοιῆς πεπληθότας ἀσκούς, Opp. Hal. 5, 117. – Transitiv wie πίμπλημι, πλήθει κρητῆρα, Probl. ar. 43 (XIV, 7); Qu. Sm. 6, 345; Opp. C. 1, 126.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf., pf. πέπληθα au sens du prés. et pqp. ἐπεπλήθειν au sens d'un impf.
1 être plein, être rempli : πλήθουσα σελήνη IL pleine lune ; ἀγορᾶς πληθούσης THC, ἀμφὶ ἀγορὰν πλήθουσαν XÉN à l'heure où l'agora est remplie de monde, càd environ de 10 h. du matin à 1 ou 2 h. de l'après-midi ; avec un gén., être plein de;
2 se remplir, se grossir, s'enfler en parl. de fleuves.
Étymologie: πλῆθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλήθω [πλῆθος] ep. imperf. 3 sing. πλῆθεν; ptc. perf. πεπληθώς, πεπληθυῖα, πεπληθός, vol zijn (van, met); met gen..; ὥς κέ τοι... βιότου πλήθωσι καλίαι zodat jouw graanschuren vol voedsel zijn Hes. Op. 307; later met dat..; ὕδατι πεπληθυῖαν ἀκηράτῳ (een bron) gevuld met helder water Theocr. Id. 22.38; abs.. σελήνη πλήθουσα volle maan Il. 18.484; τηκομένης δ’ ἄρα τῆς ποταμοὶ πλήθουσι ῥέοντες en wanneer die (de sneeuw) smelt, zwellen de stromen van de rivieren Od. 19.207.

Russian (Dvoretsky)

πλήθω: дор. πλάθω (ᾱ) (только praes., impf. и pf. = praes. πέπληθα)
1 наполняться или быть полным (τινός Hom., Aesch. и τινί Theocr.): πλήθουσα σελήνη Hom. полная луна; ἀγορᾶς πληθούσης Thuc., ἀγορᾷ πληθούσῃ Plat. и ἀμφὶ ἀγορὰν πλήθουσαν Xen. когда рыночная площадь полна народом;
2 (о реке) прибывать: πλήθων ποταμός Hom. вздувшаяся река;
3 наполнять (κρητῆρα Anth.): πληθόμενος ῥυτίδι Anth. покрытый морщинами, морщинистый.

English (Autenrieth)

ipf. πλῆθε: be full or become full, w. gen.; said of rivers ‘swelling,’ the full moon, Il. 16.389, Il. 18.484.

English (Slater)

πλήθω crowd ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου (P. 4.85)

English (Strong)

a prolonged form of a primary pleo (which appears only as an alternate in certain tenses and in the reduplicated form pimplemi); to "fill" (literally or figuratively (imbue, influence, supply)); specially, to fulfil (time): accomplish, full (…come), furnish.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πλάθω Α
1. είμαι γεμάτοςθάλασσα ναυαγίων πλήθουσα καὶ φόνου», Αισχύλ.)
2. πολλαπλασιάζω, πληθύνω ' («πλήθει δ' αὖτε κύπελλα βοῶν γλάγος», Κόιντ.)
3. διέρχομαι, συμπληρώνω πλήρη περίοδο
4. φρ. α) «ἀγορὰ πλήθουσα» — ο χρόνος της ημέρας, πριν από το μεσημέρι, κατά τον οποίο η αγορά είναι γεμάτη κόσμο
β) «σελήνη πλήθουσα» — η πανσέληνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλη- του πίμ-πλη-μι «γεμίζω» με ενεστωτικό επίθημα -θω, το οποίο (όπως και τα επιθήματα -κω, -γω, -χω, -τω) δηλώνουν εμφαντικά το τέλος μιας πράξης (πρβλ. νήθω, πρή-θω, ψύ-χω, σμή-χω)].

Greek Monotonic

πλήθω: Δωρ. πλάθω[ᾱ], ποιητ. παρακ. (με σημασία ενεστ.) πέπληθα, αμτβ. τύπος του πίμπλημι, κυρίως στον ενεστ.· (πίμ-πλημι
I. είμαι ή γίνομαι πλήρης από κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· χεῖρας κρεῶν πλήθοντες, έχουν τα χέρια τους γεμάτα από κρέατα, σε Αισχύλ.· με δοτ., σε Θεόκρ.· απόλ. λέγεται για ποτάμια, είμαι γεμάτος, εξογκωμένος, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, πλήθουσα Σελήνη, πανσέληνος, στο ίδ.· ἀγορᾶς πληθούσης, ἐν ἀγορᾷ πληθούσῃ κ.λπ.· βλ. ἀγορά.
II. μτβ. όπως το πληθύνω, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πλήθω: Δωρ. πλάθω, ποιητ. πρκμ. (μὲ σημασ. ἐνεστ. πέπληθα Φερεκράτης ἐν «Αὐτομόλοις» 9, Θεόκρ., κλπ.· ὑπερσ. ἐπεπλήθει Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 271· ― ἀμεταβ. τύπος τοῦ πίμπλημι (πρβλ. πληθύω), κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατὰ μετοχ. ἐνεστ., εἶμαι ἢ γίνομαι πλήρης, πλήθει... νεκύων ἐρατεινὰ ῥέεθρα Ἰλ. Φ. 218· ναῦς... ἀνδρῶν πληθούσας Σιμωνίδ. 109. 7· θάλασσα… ναυαγίων πλήθουσα καὶ φόνου Αἰσχύλ. Πέρσ. 420, πρβλ. 272· χεῖρας κρεῶν πλήθοντες, ἔχοντες αὐτὰς πλήρεις κρεῶν…, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1220· ― μεταγεν. μετὰ δοτ., κράναν... ὕδατι πεπληθυῖαν Θεόκρ. 22. 38· δόνακι πλήθοντα λιπὼν ῥόον Καλλ. Ἀποσπ. 166, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 63· ― ἀλλά, Ἄναυρος ὄμβρῳ χειμερίῳ πλήθων, ἐξωγκωμένος ἐκ τοῦ ὕδατος τῆς βροχῆς· εἶναι δὲ τὸ ὄμβρῳ δοτ. τρόπου, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 478· οὕτως ἀπολ. ἐπὶ ποταμῶν, ποταμῷ πλήθοντι ἐοικὼς Ἰλ. Ε. 87· ὡς δ’ ὁπότε πλήθων ποταμὸς Λ. 492· ὡσαύτως, πλήθουσα Σελήνη, πλήρης, πανσέληνος, Σ. 484· ἐν τῇ Ἀττικῇ πεζογραφίᾳ, μόνον ἐν τῇ φράσει ἀγορᾶς πληθούσης, ἐν ἀγορᾷ πληθούσῃ, κτλ., ἴδε ἐν λ. ἀγορὰ IV· ― συμπληρῶ ἢ διέρχομαι πλήρη περίοδον, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 54. ΙΙ. μεταβ., ὡς τὸ πληθύνω, μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Ἀνθ. Π. 14. 7, Κόϊντ. Σμυρν. 6. 345. ― Παθ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1392, Δ. 504, κλπ.

Middle Liddell

πλήθω, poet. perf. πέπληθα, in pres. sense [intr. form of πίμπλημι mostly in pres.] πίμπλημι
I. to be or become full of a thing, c. gen., Il., Aesch.; χεῖρας κρεῶν πλήθοντες having them full of flesh, Aesch.; c. dat., Theocr.: absol. of rivers, to be full, brimming, Il.; so, πλήθουσα Σελήνη at her full, Il.; ἀγορᾶς πληθούσης, ἐν ἀγορᾷ πληθούσῃ, etc., v. sub ἀγορά V.
II. trans., like πληθύνω, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=εἶμαι γεμάτος). Ἀπό θέμα πλητοῦ πίμπλημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.