σπάνιος
English (LSJ)
α, ον (also ος, ον Arist.HA608b21, Thphr. De Lapidibus 3, Plb.4.16.3, etc.), of persons and things,
A rare, scarce, scanty, Hdt.2.67, 5.29, etc.; σ. θήρευμα.. λαβεῖν a rare catch, E.IA1162; of persons, rarely seen, aloof, δυσπρόσιτος, ἔσω τε κλῄθρων σπάνιος ib.345 (troch.); σ. σεαυτὸν παρέχειν Pl. Euthyphr. 3d, cf. Plu.Crass.7; τῷ ὕδατι σ. χρώμενοι having a scanty supply of water, Th.7.4; in an Adv. sense, σπάνιος ἐπιφοιτᾷ he seldom visits, Hdt.2.73; so τοὺς σπανίους ἰδεῖν στρατηγούς seldom seen, X.Cyr.7.5.46, cf. Pl.Lg.953c; σπάνιοι περιπεπλεύκασι Str.15.1.4; σπάνιόν ἐστι, c. inf., it is seldom that... X.Cyr.1.3.3, Isoc.10.13; opp. ῥᾴδιον, Archyt.3; σπάνιον εἴ τις..it is rare for one to... Str.7.3.4: τὸ σπάνιον Aeschin.3.180, Arist.Mete.372a23; ὁ ταὧς διὰ τὸ σπάνιον θαυμάζεται Eub.114.
II Comp. σπανιώτερος Hdt.8.25, Th. 1.33, etc.: Sup. σπανιώτατος Id.7.68, Lyr.Adesp.138.1, Pl.Cra.389a, etc.
III Adv. σπανίως = seldom, X.Ages.9.1, Arist.HA488b6, Plb.2.15.6 (so σπάνιον Str.3.5.1, Plu.Cic.8, etc., but σπανίᾳ is Adj. in Pl. Phdr.256c, and σπάνιον in Arist.Mete.372a14): Comp. σπανιώτερον Th.1.23; σπανιαίτερον Thphr. HP 3.7.5 codd.—Rare in Poets, as Ion Eleg. 3.4.
German (Pape)
[Seite 916] wie σπανός, selten, wenig, dürstig; μέρος, Eur. Alc. 477; θήρευμα, I. A. 1162, u. öfter; οὐδὲν ἐγίνετο πλοίων σπανιώτερον, Her. 8, 25; Thuc. 1, 33 u. öfter; τὸ γὰρ σπάνιον τίμιον, Plat. Euthyd. 304 b; οἴει τι σπανιώτερον εἶναι, ἤ –, Phaed. 90 a; ὁ νομοθέτης σπανιώτατος ἐν ἀνθρώποις γίγνεται, Crat. 389 a; oft bei Xen., z. B. σπάνιος ἰδεῖν Cyr. 7, 5, 46; γέρας, Antiphil. 8 (VI, 252); S. Emp. oft. – Adv. σπανίως, Xen. Ag. 9, 1; auch σπανίᾳ, Plat. Phaedr. 256 c.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 rare, peu fréquent, peu abondant ; σπάνιος ἰδεῖν XÉN qu'on voit rarement litt. rare à voir ; σπάνιον avec l'inf. XÉN il est rare de ; τὸ σπάνιον ESCHN la rareté, l'insuffisance;
2 insuffisant, chétif, misérable;
Cp. σπανιώτερος, Sp. σπανιώτατος.
Étymologie: σπάνις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπάνιος -α -ον [σπάνις] schaars, zeldzaam:; σπάνια πάντ’ εἶναι dat er aan alles gebrek was Xen. Cyr. 6.3.9; van personen; δυσπρόσιτος ἔσω τε κλῄθρων σπάνιος moeilijk benaderbaar en zelden binnenshuis Eur. IA 345; met inf..; τοὺς σπανίους ἰδεῖν στρατηγούς de generaals die zelden te zien waren Xen. Cyr. 7.5.46; persoonlijk geconstr. pred..; σπάνιος ἐπιφοιτᾷ σφι zelden bezoekt hij hen Hdt. 2.73.1; χρῶνται μὲν αὐτῇ, σπανίᾳ δέ ze brengen haar wel in de praktijk, maar zelden Plat. Phaedr. 256c; onpers. σπάνιόν ἐστι met inf. het is een zeldzaamheid om; subst. τὸ σπάνιον schaarste, zeldzaamheid; adv. σπανίως zelden.
Russian (Dvoretsky)
σπάνιος: 3, реже 2 (ᾰ)
1 редкий, редкостный (θήρευμα Eur.): σπάνιον μέρος Eur. редкий удел; δοκεῖς σπάνιον σεαυτὸν παρέχειν Plat. ты, кажется, редко показываешься; σ. ἰδεῖν Xen. редко попадающийся (на глаза), редкостный; σ. ἐπιφοιτᾷ (τὴν Αἴγυπτον) Her. (феникс) редко посещает Египет;
2 недостаточный, скудный: ὕδατι σπανίῳ χρῆσθαι Thuc. ощущать недостаток в воде - см. тж. σπάνιον.
Greek Monolingual
-α, -ο / σπάνιος, -ον, ΝΜΑ σπάνις
1. αυτός που βρίσκεται σε μικρή ποσότητα, λιγοστός («τὰς δὲ ἄρκτους ἐούσας σπανίας», Ηρόδ.)
2. αυτός που συμβαίνει σπάνια
νεοελλ.
1. εκλεκτός, ξεχωριστός («έχει σπάνια χαρίσματα»)
2. πολύτιμος, ανεκτίμητος (α. «είναι σπάνιος νέος» β. «σπάνιο βιβλίο»)
3. φρ. «σπάνιες γαίες»
χημ. κοινή ονομασία μιας ευρείας ομάδας χημικών στοιχείων που ανήκουν στην ομάδα ΙΙΙb του περιοδικού συστήματος και απαρτίζονται από το σκάνδιο, το ύττριο και τα 15 στοιχεία της σειράς τών λανθανιδών, σύμφωνα δε με ορισμένους μελετητές και από τα στοιχεία της σειράς τών ακτινιδών και κυρίως το θόριο και το ουράνιο
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που εμφανίζεται κατά αραιά διαστήματα («δυσπρόσιτος ἔσω τε κλῇθρων σπάνιος», Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σπάνιον
η σπανιότητα («ὁ ταὧς διὰ τὸ σπάνιον θαυμάζεται», Εύβουλ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) σπανίως
4. φρ. «σπάνιόν ἐστι»
(συν. με απρμφ.) σπάνια συμβαίνει να...
επίρρ...
σπανίως ΝΜΑ, και σπάνια Ν
χρον. κατά αραιά χρονικά διαστήματα, αραιά και πού (α. «σπάνια τον βλέπω πια» β. «σπανίως δὲ τοῦθ' ὑπερβαίνουσι», Πολ.).
Greek Monotonic
σπάνιος: [ᾰ], -α, -ον (σπάνις),
I. σπάνιος, αυτός που είναι σε έλλειψη, ανεπαρκής, λειψός, λιγοστός, σε Ηρόδ., Ευρ.· σπάνιον ἑαυτὸν παρέχειν, Λατ. difficiles aditus habere, σε Πλάτ.· ὕδατι σπανίῳ χρώμενοι, έχοντας ανεπαρκές, λιγοστό, περιορισμένο απόθεμα νερού, σε Θουκ.· με απαρ., σπάνιος ἰδεῖν, αυτός που είναι σπάνιος στο να τον δει κάποιος, δυσεύρετος, ακριβοθώρητος, σε Ξεν.· λέγεται για πρόσωπα με επιρρ. σημασία, σπάνιος ἐπιφοιτᾷ, σπανίως, σποραδικά επισκέπτεται, σε Ηρόδ.· σπάνιόν ἐστι, με απαρ. είναι σπάνιο να..., σε Ξεν.· τὸσπάνιον = σπάνις, σε Αισχίν.
II. συγκρ. σπανιώτερος, σε Ηρόδ., Θουκ.· υπερθ. -ώτατος, σε Αττ.
III. επίρρ., -ίως, σπανίως, που και που, αραιά και που, σε Ξεν.· ομοίως, σπανίᾳ, σε Πλάτ.· συγκρ. -ιώτερον, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
σπάνιος: [ᾰ], -α, -ον, (ὡσαύτως ος, ον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 9, Θεοφρ. π. Λίθ. 3, Πολύβ., κλπ.), ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, σπάνιος, ὀλίγος, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 2. 67., 5. 29· σπ. θήρευμα λαβεῖν..., ὀλιγοστόν, Εὐρ. Ι. Α. 1162· δυσπρόσιτος, ἔσω τε κλῇθρων σπάνιος αὐτόθι 345· σπάνιον ἑαυτὸν παρέχειν, ὡς τὸ Λατ. difficiles aditus habere, Πλάτ. Εὐθύφρων 3D· ὕδατι σπανίῳ χρώμενοι, ἔχοντες ὀλίγον ὕδωρ, ἐφωδιασμένοι μὲ ὀλίγον ὕδωρ, Θουκ. 7. 4· - μετ’ ἀπαρ., σπ. ἰδεῖν, σπάνιος εἰς τὸ νὰ τὸν ἴδη τις, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3· - ἐπὶ προσώπων μετ’ ἐπιρρημ. σημασίας, σπάνιος ἐπιφοιτᾷ, σπανίως ἔρχεται εἰς ἐπίσκεψιν, Ἡρόδ. 2. 73· οὕτω, σπ. φανῆναι, σπανίως φαίνομαι, ὁρῶμαι, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 46, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 953C· σπάνιοι περιπεπλεύκασι Στράβ. 686· - σπάνιόν ἐστι, μετ’ ἀπαρεμφ., εἶναι σπάνιον νά.., Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3, Ἰσοκρ. 210 C· σπάνιον εἴ τις, εἶναι σπάνιον πρᾶγμα νά.. τις, Στράβ. 297· - τὸ σπάνιον, = σπάνις, Αἰσχίν. 79. 27, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 8· ὁ ταὧς διὰ τὸ σπ. θαυμάζεται Εὔβουλ. ἐν «Φοίν.» 1. ΙΙ. Συγκρ. σπανιώτερος, Ἡρόδ. 8. 25, Θουκ. 33. κτλ.· - ὑπερθετ. -ώτατος, ὁ αὐτ. 7. 68, Πλάτ., κλπ. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -ίως, ἀντίθετον τῷ συχνάκις, Ξεν. Ἀγησ. 9, 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 30· οὕτω σπανίᾳ, Πλάτ. Φαῖδρ. 256C· καὶ σπάνιον Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 2, 6. Στράβ. 168, Πλούτ.. κλπ.· συγκρ. -ιώτερον Θουκ. 1. 23· -ιαίτερον διάφορ. γραφ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5· ὑπερθ. -ιώτατα Αἰν. Τακτ. 37· -ιαίτατα Κλήμ. Ἀλ. 202. - Σπάνιον παρὰ ποιηταῖς, οἷον παρ’ Ἴωνι τῷ Χίῳ 3. 4.
Middle Liddell
σπᾰ́νιος, η, ον σπάνις
I. rare, scarce, scanty, Hdt., Eur.; σπάνιον ἑαυτὸν παρέχειν, Lat. difficiles aditus habere, Plat.; ὕδατι σπανίῳ χρώμενοι having a scanty supply of water, Thuc.; c. inf., σπ. ἰδεῖν rare to behold, Xen.: of persons in an adv. sense, σπάνιος ἐπιφοιτᾷ he seldom visits, Hdt.:— σπάνιόν ἐστι, c. inf., it is seldom that . ., Xen.:— τὸ σπάνιον = σπάνις, Aeschin.
II. comp. σπανιώτερος, Hdt., Thuc.: —Sup. -ώτατος, Attic
III. adv. -ίως, seldom, Xen.; so σπανίᾳ, Plat.: comp. -ιώτερον, Thuc.
English (Woodhouse)
infrequent, insufficient, occasional, rare, scanty, spare, sparse
Lexicon Thucydideum
Lexicon Thucydideum
rarus, unusual, uncommon, 3.56.5, 7.4.6,
COMP. 1.33.2,
SUP. 7.68.3.
Translations
Albanian: rrallë; Arabic: نَادِر; Egyptian Arabic: نادر; South Levantine Arabic: نادر; Asturian: raru; Azerbaijani: nadir; Bashkir: һирәк; Belarusian: рэ́дкі; Bulgarian: рядък, необикновен; Catalan: rar; Chinese Mandarin: 稀少, 稀疏, 稀有, 罕見, 罕见; Czech: vzácný, řídký; Danish: sjælden; Dutch: zeldzaam; Esperanto: malofta, rara; Estonian: haruldane, erakordne; Faroese: sjáldsamur, rárur; Finnish: harvinainen; French: rare, peu commun; Friulian: râr; Galician: raro; German: selten, rar; Greek: σπάνιος; Ancient Greek: σπάνιος; Hebrew: נדיר; Hindi: दुर्लभ, नायाब, नादिर, कमयाब, अप्राप्य; Hungarian: ritka; Ido: rara; Indonesian: jarang, langka; Irish: annamh; Italian: raro; Japanese: 珍しい, 稀な; Korean: 드물다, 희귀(稀貴)하다; Kurdish Central Kurdish: نایاب; Latin: rarus; Latvian: rets; Lithuanian: retas; Macedonian: редок; Malay: jarang, nadir; Maori: onge, ongeonge, mokomokorea, mokorea, mōmōhanga; Navajo: bídin hóyééʼ; Norman: rare; Norwegian: skjelden; Occitan: requist, rar, rare, escàs, arrarit; Old Church Slavonic Cyrillic: рѣдъкъ; Old English: selden, seldlic; Persian: کمیاب, نایاب, شاذ; Polish: rzadki; Portuguese: raro; Romanian: rar; Romansch: rar, rer; Russian: редкий; Sanskrit: विरल, दुर्लभ; Sardinian: raru; Scottish Gaelic: gann, ainneamh; Serbo-Croatian Cyrillic: редак, риједак; Roman: rédak, rijédak; Sicilian: raru; Slovak: riedky; Slovene: rédek; Sorbian Lower Sorbian: rědki; Spanish: escaso, raro; Swedish: sällsynt, ovanlig; Tagalog: bihira; Telugu: అరుదు, దుర్లభము; Turkish: nadir, ender, nadide; Ukrainian: рідкий, рі́дкісний; Venetian: raro; Vietnamese: hiếm; Welsh: prin; Zazaki: nadir