σταφυλή

English (LSJ)

ἡ,
A bunch of grapes, σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν Il.18.561; ἡμερὶς ἡβώωσα τεθήλει δὲ σταφυλῇσι Od.5.69, cf. 7.121; σταφυλαὶ παντοῖαι 24.343, cf. Pl.Lg.844e, Apoc.14.18; Πυρναίαις σ. Theoc.1.46; of ripe, fresh grapes, opp. ὄμφαξ on the one hand, and σταφίς on the other, AP5.303: collectively in sg., PPetr.3p.60 (iii B.C.), PCair.Zen.300.14 (iii B.C.), POxy.116.18 (ii A.D.), etc.
2 σταφυλὴ ἀγρία, = μήλωθρον 1, Thphr. HP 3.18.11, Plin.HN23.21.
II uvula when swollen at the end so as to resemble a grape on the stalk, Hp. Prog.23, Nicopho 28, Arist.HA493a3; of the uvula generally, Archig. ap.Gal.12.969,974; inflammation of the uvula, IG42(1).126.30 (Epid, ii A.D.), Gal.7.731 (pl.).
III parox. σταφύλη, plummet of a level, ἵπποι.. σταφύλῃ ἐπὶ νῶτον ἔϊσαι horses equal in height even by the level, matched to a nicety, Il.2.765, cf. Call.Fr.159, Hsch., EM742.44.

German (Pape)

[Seite 931] ἡ, 1) die Weintraube; σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν, Il. 18, 561; ἡμερὶς ἡβώωσα, τεθήλει δὲ σταφυλῇσιν, Od. 5, 69, vgl. 24, 343; Plat. Legg. VIII, 844 c u. sonst. Auch der Weinstock. – 2) der angeschwollene Zapfen im Munde, wenn er mit dem untrn Ende wie eine Weinbeere am Stiele vorsteht, Arist. H. A. 1, 11.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
grappe de raisin mûr.
Étymologie: cf. σταφύλη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταφυλή -ῆς, ἡ, ep. dat. plur. -ῇσι, druif; geneesk. van de huig wanneer die gezwollen is. Hp. Prog. 23.

Russian (Dvoretsky)

στᾰφῠλή: ἡ (эп. dat. pl. σταφυλῇσι)
1 виноградная гроздь Hom., Plat., Arst., Theocr.;
2 гроздевидная опухоль на язычке Arst.

English (Autenrieth)

bunch of grapes.

English (Strong)

probably from the base of στέφανος; a cluster of grapes (as if intertwined): grapes.

English (Thayer)

σταφυλῆς, ἡ, from Homer down, the Sept. for עֵנָב, grapes, a bunch of grapes: Sept. as referred to under the word βότρυς).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. ο καρπός του κλήματος, ο βότρυς, το σταφύλι (α. «ὅτι ἤκμασεν ἡ σταφυλὴ τῆς γῆς», ΚΔ
β. «σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν», Ομ. Ιλ.)
2. η κιονίδα του φάρυγγα, κινητή και συσταλτή σαρκώδης απόφυση που κρέμεται από το ελεύθερο οπίσθιο χείλος της μαλακής υπερώας και παίζει ρόλο στην κατάποση και στη φώνηση
αρχ.
1. φλεγμονή της κιονίδας του φάρυγγα
2. (κατά τον Αιλ.) «εἶδος θαλασσίας βοτάνης»
3. (κατά τον Ησύχ.) «τοῦ ζυγοῦ τὸ μέσον»
4. φρ. «ἀγρία σταφυλή» — το φυτό αγριάμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τον τ. στέμφυλα «μάζα που απομένει μετά την έκθλιψη τών σταφυλιών» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Έχει διατυπωθεί, τέλος, η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. ἀσταφίς / σταφίς.

Greek Monotonic

στᾰφῠλή: ἡ,
I. τσαμπί σταφύλια, σε Όμηρ., Θεόκρ.
II. παροξύτ., σταφύλη, βαρίδι από μόλυβδο που προσδενόταν στο άκρο της στάθμης για να δείχνει την ευθεία γραμμή· ἵπποι σταφύλῃ ἐπὶ νῶτον ἔϊσαι, άλογα ταιριασμένα στο ύψος με τη χρήση στάθμης, ταιριασμένα με γνώμονα την ομορφιά, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

σταφῠλή: ἡ, βότρυς, «τσάμπουρο», «σταφύλι», σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωὴν Ἰλ. Σ. 561· ἡμερὶς ἡβώωσα, τεθήλει δὲ σταφυλῇσι Ὀδ. Ε. 69, πρβλ. Η. 121· σταφυλαὶ παντοῖαι Ω. 343, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 844Ε, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 11· πυρραίαις στ. Θεόκρ. 1. 46· ἐπὶ ὡρίμων, προσφάτων σταφυλῶν, ἀντίθετον τῷ ὄμφαξ καὶ τῷ σταφίς, Ἀνθ. Π. 5. 304. ΙΙ. ἡ πρὸ τοῦ φάρυγγος κατὰ τὸν λαιμὸν σταφυλή, ὁ σταφυλίτης, uvula, ὅταν κατὰ τὸ ἄκρον οὕτως οἰδαίνηται ὥστε νὰ ὁμοιάζῃ πρὸς σταφυλὴν κρεμαμένην ἐκ τῆς κληματίδος, Ἱππ. Προγν. 45, Νικοφ. ἐν Ἀδήλ. 8, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· πρβλ. Foës Oecon., καὶ ἴδε ἐν λ. κατάρροος. ΙΙΙ. παροξ. σταφύλη, στάθμη ἢ κανὼν μολύβδινος δεικνύων τὴν εὐθεῖαν γραμμήν, τὸ «μολύβι» τῆς στάθμης, ἵπποι .. σταφύλῃ ἐπὶ νῶτον ἐίσας, κατὰ τὸ ὕψος ἴσας μέχρι τοῦ ἐπιπέδου τοῦ κανόνος, Ἰλ. Β. 765· πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 159, Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ. 742. 44.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: grape (Il.), metaph. swollen uvula, uvula inflammation (Hp., Arist. etc.), also σταφύλη (accent after κοτύλη, κανθύλη a.o.?) lead in the balance, plummet of a level (Β 765).
Compounds: Compp., e.g. σταφυλο-τομέω to cut off grapes, to operate the uvula (late; cf. δειρο-τομέω s. δέρη), ἐρι-στάφυλος with big grapes (ep. Od.).
Derivatives: Dimin. σταφυλ-ίς, -ίδος f. (Theoc., Hp.), -ιον n. (M. Ant., pap.); -ῖνος m. carrot (Hp., Dsc. a.o.; Andrews ClassPhil. 44, 186f.), metaph. as name of an insect (Arist.; Strömberg Theophrastea 52); -ίτης m. surn. of Dionysos (Ael.; Redard 212); -ωμα n. name of an eye-disease (medic.; after γλαύκωμα a. o.). From σταφύλη: σταφυλίζειν τὸ συνι<σ>άζειν τὰς ὤας τοῦ ἱματίου H. -- PN Στάφυλος m. (on the accent Schw.-Debrunner 37).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: No etym.; perhaps LW [loanword] (cf. Chantraine Form. 251, Schwyzer 485). Since long (s. Curtius 213) connected wit στέμφυλα, "was schon von Curtius a. O. mit Recht bezweifelt wird" (Frisk). The similarity with (ἀ)σταφίς (s.v.) is hardly accidental; σταφίς a cross? - Furnée 342, 373; also ὁσταφίς. The variants show clearly that the word is Pre-Greek. στεμφυλ- (s.v.) clearly belongs here too prensalization is typical of Pre-Greek. The total structure of the word (a-vocalism, -υλ-) is Pre-Greek.

Middle Liddell

στᾰφῠλή, ἡ,
I. a bunch of grapes, Hom., Theocr.
II. parox. σταφυλή, the plummet of a level, ἵπποι σταφυλῇ ἐπὶ νῶτον ἔϊσαι horses matched in height by the level, matched to a nicety, Il. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

σταφυλή: {staphulḗ}
Forms: σταφύλη f. etwa Blei in der Waage, Bleiwaage, Bleilot (Β 765).
Grammar: f.
Meaning: Weintraube (seit Il.), übertr. geschwollenes Zäpfchen, Zäpfchenentzündung (Hp., Arist. usw.), auch (Akz. nach κοτύλη, κανθύλη u.a.?)
Composita: Kompp., z.B. σταφυλοτομέω Weintrauben abschneiden, das Zäpfchen operieren (sp.; vgl. δειροτομέω s. δέρη), ἐριστάφυλος mit großen Trauben (ep. seit Od.).
Derivative: Davon die Demin. σταφυλίς, -ίδος f. (Theok., Hp.), -ιον n. (M. Ant., Pap.); -ῖνος m. Möhre (Hp., Dsk. u.a.; Andrews ClassPhil. 44, 186f.), übertr. als N. eines Kerbtiers (Arist.; Strömberg Theophrastea 52); -ίτης m. Bein. des Dionysos (Ael.; Redard 212); -ωμα n. N. einer Augenkrankheit (Mediz.; nach γλαύκωμα u. a.). Von σταφύλη: σταφυλίζειν· τὸ συνι<σ>άζειν τὰς ὤας τοῦ ἱματίου H. —PN Στάφυλος m. (zum Akz. Schw.-Debrunner 37).
Etymology: Nicht sicher erklärt; viell. LW (vgl. Chantraine Form. 251, Schwyzer 485). Seit langem. (s. Curtius 213) mit στέμφυλα verbunden, was schon von Curtius a. O. mit Recht bezweifelt wird. Die Ähnlichkeit mit (ἀ)σταφίς ist kaum zufällig; σταφίς Kreuzung ?
Page 2,778-779

Chinese

原文音譯:staful» 士他廢累
詞類次數:名詞(3)
原文字根:葡萄
字義溯源:一串葡萄^,葡萄;或源自(στέφανοσ2)=戴在頭上的花圈,冠冕),而 (στέφανοσ2)出自(στεφανόω)Y=編織*,作花圈)
出現次數:總共(3);太(1);路(1);啓(1)
譯字彙編
1) 葡萄(3) 太7:16; 路6:44; 啓14:18

English (Woodhouse)

bunch of grapes, of grapes

Mantoulidis Etymological

(=σταφύλι). Ἴσως ἀπό τό ρῆμα στέμβω (=καταπατῶ), ἀπό ὅπου τό στέμφυλον (=τσίπουρα).

Translations

uvula

Adyghe: бзэгужъый; Arabic: لَهَاة‎; Egyptian Arabic: لهاة‎; Armenian: լեզվակ; Asturian: campanín; Azerbaijani: dilçək; Belarusian: язычок; Breton: hugenn; Bulgarian: мъжец; Catalan: úvula, llengüeta, neulella, garganxó; Central Melanau: aneak tengad; Chinese Mandarin: 懸雍垂, 悬雍垂, 小舌, 小舌兒, 小舌儿; Czech: čípek; Danish: drøbel; Dutch: huig; Esperanto: uvulo; Estonian: kurgunibu; Faroese: úlvsur, úlvur; Finnish: kitakieleke; French: luette, uvule, uvula; Galician: úvula, campaíña, pinguel, galiño, galillo, pingallón; Georgian: ენის კლიტე; German: Gaumenzäpfchen, Uvula; Greek: σταφυλή; Ancient Greek: γαργαρεών; Gujarati: પડજીભ; Hebrew: ענבל‎; Hindi: अलिजिह्वा; Hungarian: nyelvcsap, uvula, ínyvitorla; Icelandic: úfur; Ido: uvulo; Indonesian: anak lidah, anak tekak, uvula; Iranun: mananalu; Irish: sine siain; Italian: ugola; Japanese: 口蓋垂, 懸壅垂, のどちんこ; Kazakh: тілше; Khmer: កន្លើត; Kimaragang: langguk; Korean: 목젖; Kurdish Northern Kurdish: zimanok; Lotud: landuk, angguk-angguk; Macedonian: увула; Malay: anak lidah, anak tekak, uvula; Manchu: ᡳᠯᠮᠠᡥᠠ; Maori: miramira; Navajo: adáziz; Norwegian: drøvel; Occitan: uvula, uèla, luseta; Persian: ملازه‎, زبان کوچک‎; Polish: języczek; Portuguese: úvula; Punjabi: ਕਾਂ; Romanian: uvulă; Rungus: llangguk; Russian: язычок, нёбный язычок, увула, нёбная завеса; Saanich: MELḰ; Scottish Gaelic: cìoch-shlugain; Serbo-Croatian: ȕvula, увула; Slovak: čapík; Slovene: uvula; Spanish: úvula, campanilla; Swahili: kilimi; Swedish: gomspene, tungspene; Tagal Murut: taruk tantalanan; Tagalog: kuntil, tilao; Telugu: చిరునాలుక, కొండనాలుక; Thai: ลิ้นไก่; Timugon Murut: taruk tantalanan; Turkish: küçük dil; Ukrainian: язичок; Uyghur: كىچىك تىل‎; Vietnamese: lưỡi gà; Volapük: lüät; Welsh: tafodig, tafod bach; West Coast Bajau: pegad; West Frisian: hûch; Westrobothnian: tongspena; Yiddish: אוּוווּלע‎; Zhuang: linxgaeq