συγχώρησις

English (LSJ)

συγχωρήσεως, ἡ,
A agreement, consent, Pl.Lg.770c, OGI508.9 (Ephesus, ii A.D.); τὴν σιγὴν συγχώρησιν θήσω = take silence for consent, Pl.Cra.435b; τὴν τῷ λόγῳ συγχώρησιν = your agreement to my argument, Id.Lg.837e; assent, Aristid.Quint. 2.10 (pl.); coupled with συνδρομή, Hermog.Id.2.1.
2 agreement submitted to a court in conformity with a verdict, settlement of an action, Mitteis Chr.31 ii 11 (ii B.C.).
b any legal agreement in the form of a memorial presented to the record office (καταλογεῖον) of the chief justice at Alexandria, BGU1053 ii 17, al. (i B.C.), 1574.13 (ii A.D.), CPR188.24 (ii A.D.), etc.; cession, conveyance of property in this form, BGU 1772.23 (i B.C.), Arch.Pap.5.390 (i A.D.), Sammelb.6016.24 (ii A.D.), etc.
3 forgiveness, Eustr. in EN374.4.

German (Pape)

[Seite 972] ἡ, das Zugeben, Nachgeben, Beistimmen; Plat. Crat. 435 b Legg. VI, 770 c und öfter; Plut. Cat. min. 25.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
concession, consentement.
Étymologie: συγχωρέω.

Russian (Dvoretsky)

συγχώρησις: εως ἡ уступка, согласие Plut.: ἡ τῷ λόγῳ σ. Plat. согласие на словах; τὴν σιγήν σου συγχώρησιν θήσω Plat. твое молчание я приму за согласие.

Greek (Liddell-Scott)

συγχώρησις: ἡ, παραχώρησις, συγκατάθεσις, συναίνεσις, Πλάτ. Νόμ. 770C· τὴν σιγὴν σ. θεῖναι, θεωρῆσαι ὡς συγκατάθεσιν, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 435Β· τὴν τῷ λόγῳ σ., ἀποδοχήν, συγκατάθεσιν δηλουμένην διὰ τοῦ λόγου, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 837Ε. 2) ὡς καὶ νῦν, συγχώρησις, ἄφεσις, Ἰω. Χρυσ. ΙΧ, 502D, 678Ε, κλπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγχώρησις -εως, ἡ [συγχωρέω] instemming (met), met dat.. δέχεσθαι... τὴν τῷ λόγῳ συγχώρησιν jullie instemming met het betoog accepteren Plat. Lg. 837e.

English (Woodhouse)

giving way

Greek Monolingual

η / συγχώρησις, -ήσεως, ΝΜΑ και συγχώρεση και συχώρεση, σχώρεση Ν, και σουγχώρεισις Α συγχωρῶ
η ενέργεια του συγχωρώ, παροχή συγγνώμης, άφεση αμαρτιών (α. «ζήτησε συγχώρηση για το κακό που τους έκανε» β. «ἵνα τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων... συγχώρησιν ποιήσηται», Επιφάν.)
νεοελλ.
φρ. «μετά συγχωρήσεως» — με το συμπάθιο, συγγνώμη
αρχ.
1. συγκατάθεση, συμφωνία (α. «ἧν δὲ ἡ συγχώρησις ἕν ἔχουσα κεφάλαιον», Πλάτ.
β. «τὴν τῷ λόγῳ συγχώρησιν» — συγκατάθεση που δηλώνεται με λόγο, Πλάτ.)
2. συμφωνία που υποβλήθηκε στο δικαστήριο όπως όριζε η ετυμηγορία του, συμβιβασμός πάνω σε μια πράξη («συνεισέδωκέ μοι συγχώρησιν, καθ' ἣν ἐδηλοῦτο μήτε πρότερον μήτε νῦν ἀντιποιεῖσθαι τῆς οἰκίας», πάπ.)
3. (στην Αλεξάνδρεια) νομική συμφωνία με τη μορφή υπομνήματος στο ανώτατο δικαστήριο («κατὰ συγχώρησιν τελειωθεῖσαν διὰ τοῦ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ καταλογείου», πάπ.).

Translations

forgiveness

Albanian: falje; Arabic: مَغْفِرَة‎, غُفْرَان‎, مُسَامَحَة‎, عَفْو‎; Armenian: ներում; Aromanian: ljirtari, ljirtãciuni; Azerbaijani: əfv, bağışlama, bağışlanma; Belarusian: прабачэнне; Bengali: ক্ষমা, মাফি, মাগফিরাত; Bulgarian: опрощение, прошка, извинение; Burmese: ခွင့်လွှတ်ခြင်း; Cebuano: kapasayloan; Chinese Mandarin: 饒恕/饶恕, 寬恕/宽恕; Czech: odpuštění; Danish: tilgivelse, eftergivelse; Dutch: vergeving, vergiffenis; Esperanto: pardono; Estonian: andeksand, andeksandmine; Finnish: anteeksianto, anteeksi antaminen, anteeksiantamus; French: pardon; Georgian: შენდობა, პატიება; German: Verzeihung, Vergebung; Gothic: 𐌰𐍆𐌻𐌴𐍄; Greek: συγχώρεση, συγγνώμη; Ancient Greek: αἴδεσις, αἰδώς, αἴδως, ἄφεσις, ἱλασμός, σύγγνοια, ξύγγνοια, συγγνώμη, συγχώρησις; Hebrew: סְלִיחָה‎; Hindi: क्षमा, माफ़ी; Hungarian: megbocsátás; Irish: maitheamh; Italian: perdono; Japanese: 容赦; Kazakh: кешірім; Korean: 용서(容恕); Kurdish Central Kurdish: لێبوردن‎; Kyrgyz: кечирүү; Lao: ການໃຫ້ອະໄພ; Latin: venia, remissio; Latvian: piedošana; Lithuanian: atleidimas; Macedonian: прошка, извинение; Malagasy: Famelana; Manx: maih, maihnys; Maori: murunga, murunga hara; Norwegian Bokmål: tilgivelse; Old English: forġiefnes; Persian: بخشش‎, گذشت‎, معافی‎; Polish: wybaczenie, przebaczenie, odpuszczenie; Portuguese: perdão; Romanian: iertare, scuză, pardon; Russian: прощение, извинение; Serbo-Croatian Cyrillic: опроштење, извињење; Roman: oprošténje, izvinjénje; Slovak: odpustenie; Slovene: odpuščanje; Spanish: perdón; Swahili: ghofira; Swedish: förlåtelse; Tagalog: kapatawaran; Tajik: бахшиш, гузашт; Thai: อโหสิกรรม, การให้อภัย; Tocharian B: kṣānti; Turkish: af, bağışlama; Ukrainian: прощення, пробачення; Urdu: مُعَافِی‎; Uzbek: kechirish, kechirim; Vietnamese: sự tha thứ; Volapük: pard

agreement

Arabic: اِتِّفَاق‎, تَوَافُق‎, تَفَاهُم‎; Moroccan Arabic: اتفاقية‎; Azerbaijani: razılaşma, saziş, müqavilə, bağlaşma; Belarusian: пагадненне; Bengali: করার; Bulgarian: съгласие; Catalan: acord, pacte; Chinese Mandarin: 協議/协议, 同意, 答應/答应, 協定/协定; Corsican: accordu; Czech: domluva, souhlas, soulad; Danish: aftale, samtykke; Dutch: afspraak, overeenkomst, goedkeuring; Esperanto: interkonsento; Finnish: sopimus; French: accord, entente, pacte; Galician: acordo; German: Vereinbarung, Zustimmung; Gothic: 𐍃𐌰𐌼𐌰𐌵𐌹𐍃𐍃; Greek: συμφωνία; Ancient Greek: ἅδιξις, ἀκολουθία, ἁρμονία, διαλλαγή, διομολογία, καταίνεσις, ξύμπνοια, ξυμφωνία, ξυναλλαγή, ξύνθεσις, ξύνθημα, ὁμολογά, ὁμολογία, ὁμολογίη, ὁμόνοια, ὁμοφωνία, πάκτον, συγκατάθεσις, συγχρηματισμός, συγχώρημα, συγχώρησις, σύμπνοια, συμπνοίη, συμφρόνησις, συμφώνημα, συμφώνησις, συμφωνία, συναλλαγή, σύνθεσις, σύνθημα, σύννευσις, συνομολογία, συνομόνοια, συντονία, συντρέχεια, συνῳδία, τὸ συμπνεῖν; Hebrew: הֶסְכֵּם‎, הַסְכָּמָה‎; Hindi: इक़रार; Hungarian: megegyezés, egyezmény; Irish: conradh; Italian: consenso, accordo; Japanese: 合意, 一致, 納得, 賛成; Kazakh: келісім; Khmer: កិច្ចព្រមព្រៀង, កតិកា; Korean: 협정(協定), 합의(合意), 동의(同意); Kurdish Central Kurdish: یەککەوتن‎; Northern Kurdish: peyman, tifaq; Kyrgyz: макулдук, келишим; Lao: ກະຕິກາ, ຂໍ້ຕົກລົງ; Latin: sponsio, pactum, foedus, compectum; Macedonian: спогодба, агреман; Malay: persetujuan; Malayalam: ഉടമ്പടി, തീരുമാനം; Maltese: ftehim; Maori: whakaaetanga, kirimana; Mirandese: acuordo; Navajo: ahaʼdeetʼaah; Norman: accord; Norwegian Bokmål: avtale, samtykke, overenskomst; Persian: پیمان‎, توافق‎; Polish: umowa; Portuguese: consenso, acordo, pacto; Romanian: acord, consens, înțelegere; Russian: согласие, договор, договор, соглашение, договорённость; Scottish Gaelic: aontachadh, còrdadh, aonta; Serbo-Croatian Cyrillic: спо̏разӯм; Roman: spȍrazūm; Sicilian: accordu, accordiu; Slovak: dohoda; Slovene: dogovor; Spanish: acuerdo, convenio; Swahili: mkataba; Swedish: avtal, överenskommelse, samtycke; Tagalog: usapan; Tajik: маслиҳат, созиш, тавофуқ; Thai: กติกา; Tocharian B: plāksar; Tok Pisin: agrimen; Ukrainian: угода, договір, домовленість; Vietnamese: đồng ý, hiệp định; Walloon: acoird; Welsh: cydfod, cytundeb, cytgord