τόλμη
English (LSJ)
ἡ, v. τόλμα.
Greek (Liddell-Scott)
τόλμη: ἡ, ἴδε τόλμα.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τόλμα Α
1. θάρρος, αφοβία, σθένος, περιφρόνηση του κινδύνου (α. «είχε την τόλμη να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στους ισχυρούς» β. «ἐκπεπλῆχθαι μὲν ἐπὶ τῇ πολυφροσύνη τε καὶ τόλμη», Ηρόδ.)
2. συνεκδ. (με κακή σημ.) θράσος, προπέτεια, αναίδεια (α. «και ύστερα από όλα όσα έκανες έχεις την τόλμη να μιλάς» β. «τόλμης ἔργα κἀναισχυντίας», Αριστοφ.)
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) παράτολμη πράξη («φίλτρα τόλμης τῆσδε», Αισχύλ.)
2. (στους Πυθαγορείους) ονομασία του αριθμού δύο
3. φρ. «τόλμα καλῶν» — θάρρος για καλές και γενναίες πράξεις (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τόλμη /τόλμᾱ έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα tol της μονοσύλλαβης μορφής tel- της ρίζας του τάλας (βλ. λ. τάλας) και εμφανίζει επίθημα -μη (πρβλ. θέρμη, χάρμη). Κατ' άλλους, ωστόσο, η λ. ανάγεται στον τ. tolă της δισύλλαβης μορφής telā- της ίδιας ρίζας με ετεροιωμένο το α' φωνήεν και συνεσταλμένο το β' και έχει σχηματιστεί ως εξής: τολᾰ-μᾱ> τολο-μᾱ με αφομοιωτική τροπή του -α- σε -ο- > τολ-μᾱ με συγκοπή. Στην ιων.-αττ., εξάλλου, απαντά και ο τ. τόλμᾰ με βραχύ -α-. Σημασιολογικά, η λ. τόλμη χρησιμοποιείται και «επί καλώ» και «επί κακώ», αλλά διαφοροποιείται από τα αντίστοιχα θράσος και θάρσος / θάρρος].
Frisk Etymology German
τόλμη: (sehr selten),
{tólmē}
Forms: gew. τόλμα (ion. att.; vgl. τολμήεις, -μάω unten), dor. τόλμα (Pi.)
Grammar: f.
Meaning: Wagemut, Kühnheit, Tollkühnheit, Verwegenheit, Frechheit (zur Bed. Chantraine Form. 150, auch [bei Soph.] Zawadzka Eos 54, 44ff.).
Composita: Oft als Hinterglied, z.T. auf τολμάω bezogen, z.B. ἄτολμος ohne Wagemut, nichts wagend (Pi., ion. att.), πάντολμος alles wagend (A., E.); ἀπότολμος verwegen, kühn (sp.), von ἀποτολμάω.
Derivative: Davon 1. τολμήεις, dor. -άεις kühn, verwegen, duldend (Hom., Pi.). 2. -ηρός ib. (att.) mit -ηρία f. (hell. Pap.). 3. Denom. άω, Hdt. -έω, Aor. -ῆσαι usw., auch m. ἀπο-, ἐπι-, κατα- u.a., Wagemut zeigen, sich erkühnen, über sich gewinnen, ertragen (seit Il.) mit -ημα n. Wagnis, kühnes Unternehmen (att.), -ησις f. verwegene Tat (Pl. Def.), -ητής m. Wagehals (Th., Ph. u.a.; Fraenkel Norn. ag. 2, 72 f.) mit volkstümlicherem -ητίας ib. (Kom. Adesp. u.a.), -ητικός = -ηρός (sp.). 4. Hypokoristisch τόλμιλλος m. Wagehals (Theognost. Kan.).
Etymology: Bildung mit μη-(μα-)Suffix wie ῥώμη, χάρμη, γνώμη usw. zu ταλάσσαι; zum ο-Vokal Schwyzer 362 f. Die fast alleinherrschende Form τόλμα ist sekundär als Rückbildung zu τολμάω entstanden (Solmsen Wortforsch. 266).
Page 2,908
Translations
courage
Abkhaz: агәымшәара; Afrikaans: moed, dapperheid; Albanian: guxim, trimëri; Arabic: شَجَاعَة, جَسَارَة; Egyptian Arabic: جسارة; Hijazi Arabic: شجاعة; South Levantine Arabic: شجاعة; Aragonese: corache; Armenian: քաջություն, արիություն, խիզախություն; Assamese: সাহ, সাহস; Asturian: coraxe, bravura, braveza; Azerbaijani: cəsarət; Bashkir: батырлыҡ, ҡыйыулыҡ, тәүәккәллек, баҙнатлыҡ; Basque: kemen; Belarusian: смеласць, храбрасць, адвага, мужнасць; Bengali: সাহস; Breton: nerz-kalon; Bulgarian: смелост, храброст, кураж; Burmese: သူရသတ္တိ; Catalan: coratge, valor; Cherokee: ᎠᎵᎦᎵᏴᎯ; Chinese Mandarin: 勇氣/勇气, 膽量/胆量; Czech: odvaha, kuráž, statečnost; Danish: mod, tapperhed; Dutch: moed, dapperheid; Esperanto: kuraĝo; Estonian: julgus, vaprus; Faroese: dirvi, mót, áræði, treysti; Finnish: rohkeus, urheus, urhoollisuus; French: bravoure, courage, cœur, vaillance; Friulian: fiât; Galician: afouteza, coraxe, carraxe, brúo, braveza, xirio, ardemento, cordoxo; Georgian: გულადობა, მამაცობა, ვაჟკაცობა; German: Courage, Herz, Mut, Tapferkeit; Gothic: 𐌱𐌰𐌻𐌸𐌴𐌹; Greek: κουράγιο, θάρρος, γενναιότητα, ανδρεία; Ancient Greek: ἀγηνορία, αἷμα, ἀλκή, ἀνάτασις, ἀνδραγαθία, ἀνδραγαθίη, ἀνδρεία, ἀρετή, εὐανδρία, εὐτολμία, θάρρος, θάρσος, θέρσος, θράσος, κάρτος, λῆμα, μένος, τἀνδρεῖον, τὸ ἀνδρεῖον, τόλμα, τόλμη, φρόνημα; Guaraní: py'aguasu; Gujarati: હિંમત; Hawaiian: koa; Hebrew: אֹמֶץ; Hindi: साहस, हौसला, हिम्मत; Hungarian: bátorság; Icelandic: hugrekki, kjarkur; Ido: kurajo; Indonesian: keberanian; Interlingua: corage; Irish: misneach, sprid; Italian: coraggio; Japanese: 勇気, 度胸; Javanese: wani, kawenan; Kazakh: батылдық, аужарлық; Khmer: សេចក្ដីក្លាហាន; Korean: 용기(勇氣); Kurdish Northern Kurdish: wêrekî, bistehî, cesaret, curet, mêranî; Kyrgyz: кайрат, кайраттуулук, жүрөктүүлүк; Ladino: koraje, animo, djesaret; Lao: ເສົາຣະຍະ, ຄວາມກ້າຫານ; Latin: fortitudo, virtus, animus, audentia; Latvian: drosme; Lithuanian: drąsa; Luxembourgish: Mutt, Courage; Macedonian: храброст, смелост; Malay: keberanian; Malayalam: ധൈര്യം; Maltese: kuraġġ; Maori: hautoa, māia, toa; Mirandese: coraige; Mongolian: эр зориг; Nepali: बहादुरी, साहस; Norwegian Bokmål: mot, tapperhet; Occitan: coratge; Old English: nōþ; Ossetian: хъӕбатырдзинад; Persian: شهامت, جرات, جسارت, شجاعت; Polish: odwaga, męstwo, śmiałość; Portuguese: coragem, coração, valentia; Romanian: curaj; Russian: смелость, храбрость, отвага, мужество; Scottish Gaelic: tapachd; Serbo-Croatian Cyrillic: храбро̄ст, сме̏ло̄ст; Roman: hrábrōst, smȅlōst; Sicilian: curaggiu; Slovak: odvaha; Slovene: pogum, hrabrost; Spanish: coraje, valor, valentía; Swahili: ujasiri; Swedish: mod, tapperhet; Tagalog: tapang, katapangan, lakas ng loob; Tajik: ҷасурӣ, далерӣ, диловарӣ, ҷуръат, ҷасорат; Tamil: தைரியம்; Telugu: ధైర్యము; Thai: ความกล้า, ความกล้าหาญ; Tibetan: སྙིང་སྟོབས; Turkish: cesaret, yüreklilik; Turkmen: batyrlyk, mertlik, ýüreklilik; Tuvan: эрес дидим чорук; Ukrainian: сміливість, хоробрість, мужність, відвага; Urdu: ساہس, ہمت; Uyghur: جاسارەت; Uzbek: botirlik, jasurlik, mardlik, jasorat; Vietnamese: can đảm; Volapük: kurad; Welsh: hyfdra; West Frisian: moed; White Hmong: peevxwm, peev xwm; Yiddish: מוט; Zazaki: cesaret, egitey; Zulu: isibindi