εὐανδρία

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐανδρία Medium diacritics: εὐανδρία Low diacritics: ευανδρία Capitals: ΕΥΑΝΔΡΙΑ
Transliteration A: euandría Transliteration B: euandria Transliteration C: evandria Beta Code: eu)andri/a

English (LSJ)

ἡ,
A abundance of men, esp. of good men and true, οὐδὲ εὐ. ἐνἄλλῃ πόλει ὁμοία X.Mem.3.3.12, cf. D.H.1.16, Str.16.2.13, Plu. Per.19.
II physical fitness, as a subject of a contest, Din.Fr.16.2, IG22.956.48, al.; εὐανδρίᾳ νικᾶν And.4.42: so in plural, ἐν ταῖς εὐανδρίαις Ath.13.565f; πληρωμάτων εὐανδρίαις by the crews being ablebodied men, Plu.Pomp.24.
2 manliness, E.El.367; ἡ δ' εὐανδρία διδακτός Id.Supp.913; παρασκευάζειν πρὸς εὐανδρίαν to train to manly spirit, Antig.Rexap.D.L.7.7.

German (Pape)

[Seite 1056] ἡ, 1) die Fülle an guten, braven Männern, von den Einwohnern einer Stadt, Xen. Mem. 3, 3, 12; εὐανδρίᾳ κέχρηται ἡ πόλις τοσαύτῃ, die Stadt hat so viel Einwohner, Strab. XVI p. 753; vgl. Plut. Pericl. 19; so ist auch wohl Andoc. 4, 42 τυγχάνω νενικηκὼς εὐανδρίᾳ καὶ λαμπάδι καὶ τραγῳδοῖς zu erkl., wozu Harpocr. noch aus Din.Παναθηναίοις εὐανδρίας ἀγὼν ἤγετο citirt, B. A. 257 οὗ κοινωνεῖν οὐκ ἐξῆν τοῖς ξένοις, Chöre von schönen Männern. Vgl. noch Ath. XIII, 565 f ἐν ταῖς εὐανδρίαις τοὺς καλλίστους ἐγκρίνουσι καὶ τούτους πρωτοφορεῖν ἐπιτρέπουσι. – Εὐανδρίαι πληρωμάτων, tüchtige Matrosen, Plut. Pomp. 24, s. das Vor. – 2) Mannhaftigkeit, Tapferkeit, Eur. El. 367 Suppl. 913; Antig. D. L. 7, 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 abondance d'hommes beaux, forts, courageux;
2 mâle vigueur, courage.
Étymologie: εὔανδρος.

Russian (Dvoretsky)

εὐανδρία:
1 изобилие людей (преимущ. настоящих, мужественных) Xen.: πληρωμάτων εὐανδρίαι Plut. прекрасные судовые команды;
2 мужество, храбрость Plut., Diog. L.: ἡ εὐ. διδακτός Eur. мужеству можно научиться.

Greek (Liddell-Scott)

εὐανδρία: ἡ, ἀφθονία ἀνδρῶν, ἰδίως γενναίων καὶ ἀγαθῶν ἀνδρῶν, οὐδὲ εὐανδρία ἐν ἄλλῃ πόλει ὁμοία Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 12, ἔνθα ἴδε Schneid.· ἐν τῷ πληθ., πληρωμάτων εὐανδρίαις, διὰ τῆς εὐανδρίας τῶν πληρωμάτων, διὰ τῶν ἐξ ἀνδρῶν ἐκλεκτῶν καὶ γενναίων συνισταμένων πληρωμάτων, Πλουτ. Πομπ. 24: - ἐν Ἀθήναις «Παναθηναίοις εὐανδρίας ἀγὼν ἤγετο» Δείναρχος παρ’ Ἁρπ. ἔστι γὰρ ἆθλα τοῖς μὲν τὴν μουσικὴν νικῶσιν ἀργύριον... τοῖς δὲ τὴν εὐανδρίαν ἀσπίδες Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτεία σ. 89. 2 (ἔκδ. Blass)· εὐανδρίᾳ νικᾶν Ἀνδοκ. 34. 29· ἐν ταῖς εὐανδρίαις Ἀθήν. 565F, ἔνθα ἴδε Schweigh. ΙΙ. ἀνδρικὴ ἡλικία, ἀνδρεία, ἀνδρικὸν φρόνημα, γενναιότης, Εὐρ. Ἠλ. 367· ἡ δ’ εὐανδρία διδακτόν ἐστι ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 913· παρασκευάζειν πρὸς εὐανδρίαν, ἀνατρέφειν, γυμνάζειν πρὸς εὐανδρίαν, Ἐπιστ. Βασιλέως Ἀντιγόνου παρὰ Διογ. Λ. 7. 7.

Greek Monolingual

η (Α εὐανδρία) εύανδρος
1. η αφθονία ανδρών και κυρίως γενναίων και ενάρετων
2. η ανδρική ηλικία ή η ανδρεία, το ανδρικό φρόνημα, η γενναιότητα
αρχ.
1. η σωματική, η φυσική ευεξία
2. (ως χριστιανική αρετή) το υψηλό φρόνημα, το μεγάλο θάρρος («τοῦ θεοῦ οἱ κραταιοί.... οἱ πνευματικὴν εὐανδρίαν ἔχοντες», Κύριλλ.)
3. φρ. α) «ἀγὼν εὐανδρίας» — ο αγώνας που γινόταν στη Αθήνα κατά την εορτή τών Παναθηναίων και στον οποίο βραβευόταν η σωματική ευεξία τών υγιέστερων και πιο θαλερών πολιτών
β) «πληρωμάτων εὐανδρίαι» — γενναίοι ναύτες.

Greek Monotonic

εὐανδρία: ἡ,
I. αφθονία ανδρών, απόθεμα γενναίων ανδρών, σε Ξεν.· στον πληθ., πληρωμάτων εὐανδρίαις, μέσω των πληρωμάτων των γενναίων και ευρώστων ανδρών, σε Πλούτ.
II. ανδρική ηλικία, ανδρεία, ανδρικό σθένος, φρόνημα, γενναιότητα, σε Ευρ.

Middle Liddell

εὐανδρία, ἡ,
I. abundance of men, store of goodly men, Xen.; in plural, πληρωμάτων εὐανδρίαις by the crews being able-bodied men, Plut.
II. manhood, manliness, manly spirit, Eur. [from εὔανδρος

Translations

courage

Abkhaz: агәымшәара; Afrikaans: moed, dapperheid; Albanian: guxim, trimëri; Arabic: شَجَاعَة‎, جَسَارَة‎; Egyptian Arabic: جسارة‎; Hijazi Arabic: شجاعة‎; South Levantine Arabic: شجاعة‎; Aragonese: corache; Armenian: քաջություն, արիություն, խիզախություն; Assamese: সাহ, সাহস; Asturian: coraxe, bravura, braveza; Azerbaijani: cəsarət; Bashkir: батырлыҡ, ҡыйыулыҡ, тәүәккәллек, баҙнатлыҡ; Basque: kemen; Belarusian: смеласць, храбрасць, адвага, мужнасць; Bengali: সাহস; Breton: nerz-kalon; Bulgarian: смелост, храброст, кураж; Burmese: သူရသတ္တိ; Catalan: coratge, valor; Cherokee: ᎠᎵᎦᎵᏴᎯ; Chinese Mandarin: 勇氣/勇气, 膽量/胆量; Czech: odvaha, kuráž, statečnost; Danish: mod, tapperhed; Dutch: moed, dapperheid; Esperanto: kuraĝo; Estonian: julgus, vaprus; Faroese: dirvi, mót, áræði, treysti; Finnish: rohkeus, urheus, urhoollisuus; French: bravoure, courage, cœur, vaillance; Friulian: fiât; Galician: afouteza, coraxe, carraxe, brúo, braveza, xirio, ardemento, cordoxo; Georgian: გულადობა, მამაცობა, ვაჟკაცობა; German: Courage, Herz, Mut, Tapferkeit; Gothic: 𐌱𐌰𐌻𐌸𐌴𐌹; Greek: κουράγιο, θάρρος, γενναιότητα, ανδρεία; Ancient Greek: ἀγηνορία, αἷμα, ἀλκή, ἀνάτασις, ἀνδραγαθία, ἀνδραγαθίη, ἀνδρεία, ἀρετή, εὐανδρία, εὐτολμία, θάρρος, θάρσος, θέρσος, θράσος, κάρτος, λῆμα, μένος, τἀνδρεῖον, τὸ ἀνδρεῖον, τόλμα, τόλμη, φρόνημα; Guaraní: py'aguasu; Gujarati: હિંમત; Hawaiian: koa; Hebrew: אֹמֶץ‎; Hindi: साहस, हौसला, हिम्मत; Hungarian: bátorság; Icelandic: hugrekki, kjarkur; Ido: kurajo; Indonesian: keberanian; Interlingua: corage; Irish: misneach, sprid; Italian: coraggio; Japanese: 勇気, 度胸; Javanese: wani, kawenan; Kazakh: батылдық, аужарлық; Khmer: សេចក្ដីក្លាហាន; Korean: 용기(勇氣); Kurdish Northern Kurdish: wêrekî, bistehî, cesaret, curet, mêranî; Kyrgyz: кайрат, кайраттуулук, жүрөктүүлүк; Ladino: koraje, animo, djesaret; Lao: ເສົາຣະຍະ, ຄວາມກ້າຫານ; Latin: fortitudo, virtus, animus, audentia; Latvian: drosme; Lithuanian: drąsa; Luxembourgish: Mutt, Courage; Macedonian: храброст, смелост; Malay: keberanian; Malayalam: ധൈര്യം; Maltese: kuraġġ; Maori: hautoa, māia, toa; Mirandese: coraige; Mongolian: эр зориг; Nepali: बहादुरी, साहस; Norwegian Bokmål: mot, tapperhet; Occitan: coratge; Old English: nōþ; Ossetian: хъӕбатырдзинад; Persian: شهامت‎, جرات‎, جسارت‎, شجاعت‎; Polish: odwaga, męstwo, śmiałość; Portuguese: coragem, coração, valentia; Romanian: curaj; Russian: смелость, храбрость, отвага, мужество; Scottish Gaelic: tapachd; Serbo-Croatian Cyrillic: храбро̄ст, сме̏ло̄ст; Roman: hrábrōst, smȅlōst; Sicilian: curaggiu; Slovak: odvaha; Slovene: pogum, hrabrost; Spanish: coraje, valor, valentía; Swahili: ujasiri; Swedish: mod, tapperhet; Tagalog: tapang, katapangan, lakas ng loob; Tajik: ҷасурӣ, далерӣ, диловарӣ, ҷуръат, ҷасорат; Tamil: தைரியம்; Telugu: ధైర్యము; Thai: ความกล้า, ความกล้าหาญ; Tibetan: སྙིང་སྟོབས; Turkish: cesaret, yüreklilik; Turkmen: batyrlyk, mertlik, ýüreklilik; Tuvan: эрес дидим чорук; Ukrainian: сміливість, хоробрість, мужність, відвага; Urdu: ساہس‎, ہمت‎; Uyghur: جاسارەت‎; Uzbek: botirlik, jasurlik, mardlik, jasorat; Vietnamese: can đảm; Volapük: kurad; Welsh: hyfdra; West Frisian: moed; White Hmong: peevxwm, peev xwm; Yiddish: מוט‎; Zazaki: cesaret, egitey; Zulu: isibindi