Ἕλλην
English (LSJ)
Ἕλληνος, ὁ, Hellen, son of Deucalion, Hes.Fr.7.1.
II Ἕλληνες, οἱ, the Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief, Il.2.684.
2 of all Greeks, Epigr. ap. Paus.10.7.6, Hdt.1.56, Th.1.3, etc.; cf. Πανέλληνες.
3 Gentiles, whether heathens or Christians, opp. Jews, LXX Is.9.12, Ev.Jo.7.35, etc.
4 non-Egyptian (incl. Persians, etc.), PTeb.5.169 (ii B.C.).
5 pagan, Jul.Ep.114, Eun. VS p.524B., Dam.Isid.204, Cod.Just.1.11.10.
III as adjective, = Ἑλληνικός, στρατός Pi.N.10.25, etc.: with fem. Subst., Ἕλλην' ἐπίσταμαι φάτιν A.Ag.1254; στολήν γ' Ἕλληνα E.Heracl.130; Ἕλλην γυνή Philem.55; Ἕλλην ἀληθῶς οὖσα, of fortune, Apollod.Car.5.10; Πυλῶν Ἑλλήνων D.18.304: with neut. Subst., ἐν χωρίῳ Ἕλληνι Them.Or.27.332d.
IV those who spoke Hellenistic Greek or those who wrote Hellenistic Greek, opp. Ἀττικοί, ἄρτι· οἱ μὲν Ἀττικοὶ τὸ πρὸ ὀλίγου, οἱ δὲ Ἕλληνες καὶ ἐπὶ τοῦ νῦν λέγουσι Moer. 68, al., cf. POxy.1012Fr.16; opp. οἱ παλαιοί, Moer.145.
Spanish (DGE)
-ηνος
• Alolema(s): Ἕλλαν A.Pers.900, Pi.N.10.25, E.Or.1401, IG 4.590.7 (Argos II d.C.)
• Grafía: graf. hελλ- IG 13.78.44 (V a.C.)
• Morfología: [dat. plu. Ἑλλήνεσσι Call.Del.172, AP 11.185 (Lucill.)]
A 1griego
a) gener. modificando un subst. masc. animado ἀνήρ A.Pers.355, Hdt.2.41, X.Cyr.6.3.11, Hld.2.21.6, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες X.An.1.7.3, IG 7.2713.9 (Acrefia I d.C.), ἱππεῖς X.HG 3.4.13, 3.4.14, μισθοφόροι X.An.1.4.3, πελτασταί X.An.1.10.7, ξεῖνος Hdt.2.115, cf. E.Hel.155, λέοντες Ἕλλανες δύο de Orestes y Pílades, E.l.c., νεανίσκος Hld.1.7.3, στρατός Pi.N.10.25, οἶκος E.Med.1331, φόνος E.IT 72, λόγος AP 7.369.5 (Antip.Thess.);
b) modificando un subst. fem. abstr. o inanimado, gener. en poesía γῆ E.IT 341, πατρίς E.IT 495, πόλις E.IA 65, de la lengua Ἕλλην' ἐπίσταμαι φάτιν A.A.1254, στολή E.Heracl.130
•raro con animado Ἕ. ... οὖσα de «Τύχη» Apollod.Car.5.10, Philem.58;
c) modificando un subst. neutr. ἐν ἡμέρῳ καὶ Ἕλληνι (χωρίῳ) Them.Or.27.332d.
2 helenizado Ἕλληνες Σκύθαι Hdt.4.17.
B subst.
I ét. de Hélade
1 ét. de la reg. de Hélade en Tesalia heleno οἵ τ' εἶχον Φθίην ἠδ' Ἑλλάδα καλλιγύναικα, Μυρμιδόνες δὲ καλεῦντο καὶ Ἕλληνες καὶ Ἀχαιοί Il.2.684, τοὺς μετ' Ἀχιλλέως ἐκ τῆς Φθιώτιδος, οἵπερ καὶ πρῶτοι Ἕλληνες ἦσαν Th.1.3, ᾤκουν γὰρ οἱ Σελλοὶ ἐνταῦθα καὶ οἱ καλούμενοι τότε μὲν Γραικοὶ νῦν δ' Ἕλληνες Arist.Mete.352b2, cf. Str.9.5.6, Paus.3.20.6.
2 de habitantes de las polis griegas heleno, griego por ext. del sent. primitivo (I 1) Ἀθηναίοισι ... ἤδε τηνικαῦτα ἐς Ἕλληνας τελέουσι con los atenienses, que ya entonces se contaban entre los helenos Hdt.2.51, Πελασγοὶ σύνοικοι ... Ἕλληνες ἤρξαντο νομισθῆναι Hdt.2.51, cf. Th.1.3, Plu.2.730d
•ref. a los individuos de diversas polis στάσιν Ἑλλήνων Thgn.781, τοῖσιν Ἑλλήνων νόμοις según las costumbres de los helenos A.Supp.220, ἐπειδὴ ἀπέδεξε ὡς εἴη Ἀργεῖος, ἐκρίθη τε εἶναι Ἕ. Hdt.5.22, hελλε̄́νον τōν ἀπαρχομένον IG 13.78.44 (V a.C.), ἐν τῇ Λευκανίᾳ Ἕλληνες Scyl.Per.13, οἱ ἐν τῇ Ἀσίᾳ Ἕλληνες X.HG 3.1.3, οὐδένες οὔτε τῶν ἔξω Πυλῶν Ἑλλήνων οὔτε τῶν εἴσω ninguno, ni de los griegos de fuera de las Puertas (e.e., las Termópilas) ni de los de dentro D.18.304, ὑπὲρ τῆς κοινῆς τ[ῶν] Ἑλλήνων ἐλευθερίας IG 22.687.18 (Atenas III a.C.), cf. IG 92.56.i (Termo III a.C.), Ἕλληνας ... τοὺς τὴν Εὐρώπην ... καὶ τοὺς τὴν Ἀσίαν κατοικοῦντας Lycurg.73, οἱ κατὰ τὴν Ἰταλίαν Ἕλληνες Str.6.1.1, Ἑλλήνων τοὺς ἐπὶ τοῦ Πόντου κατῳκισμένους App.Mith.15, τοὺς ἐπὶ Θρᾴκης Ἕλληνας Plu.2.219d
•frec. en giros partit. τις Ἑλλήνων ἐρεῖ A.Eu.756, πᾶς ... Ἑλλήνων θροεῖ S.OC 597, cf. Basil.Ep.20
•comp. de tres pueblos τρία γὰρ καὶ γενέσθαι Ἑλλήνων γένη, Δωριεῖς, Αἰολεῖς, Ἴωνας Ath.624c, supuestamente identif. c. los argivos Ἀργείους δὲ τοὺς Ἕλληνας οἱ παλαιοὶ πάντας ὁμαλῶς προσηγόρευον Plu.2.272b, condición para participar en las Olimpiadas, Hdt.5.22, incluyendo a los macedonios ὑπὸ βασιλέως Φιλίππου καὶ Μακεδόνων καὶ ὑπὸ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων en boca de Aníbal, Plb.7.9.5, cf. IO 325.7 (II a.C.), βασιλεὺς τῶν Ἑλλήνων dicho proféticamente de Alejandro Magno, LXX Da.8.20, cf. 11.2
•entendido como concepto cultural ἡ πόλις ... τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκεν μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας Isoc.4.50, ὡς ἂν εἶεν καὶ τὰ περὶ τὴν ἀπόδυσιν Ἕλληνες en la idea de ser griegos también en lo relativo a la desnudez de judíos helenizados, I.AI 12.241, cf. Plu.Phil.11
•como concepto étnico διὰ τὸ εἰλικρινῶς εἶναι Ἕλληνας καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων Pl.Mx.245d, φύσει μὲν βάρβαροι ὄντες, νόμῳ δὲ Ἕλληνες Pl.Mx.245d, como una comunidad de intereses Θηβαίους ... ἐλθεῖν ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας D.14.33
•equiv. a que habla la lengua griega, griego (τέχνη) ἣν οἱ Ἕλληνες καλέουσιν ἰητρικήν Hp.Flat.1, Ἕλληνές ἐσμεν cuyo lenguaje reconoce Filoctetes, S.Ph.233, de esclavos χρὴ δὲ τὸν ... ἀρκυωρὸν εἶναι ... τὴν φωνὴν Ἕλληνα X.Cyn.2.3, Ἕ. μέν ἐστι καὶ ἑλληνίζει; Pl.Men.82b, τῇ Ἑλλήνων ... φωνῇ Eus.HE 3.9.3, Iust.Nou.13 proem., de los hablantes del griego no ático o común frente a los áticos y el aticismo «ἄγαμαι Ὑπερβόλου» Ἀττικοί· «ἄγαμαι Ὑπέρβολον» Ἕλληνες Moer.α 1
•con instituciones compartidas τὸ κοινὸν συνέδριον τῶν Ἑλλήνων BCH 99.1975.53.26 (Plateas III a.C.), cf. IAgon.59.6 (I a.C.), SIG2 393.1 (Tebas II d.C.), τὸ τοῦ Ἀπόλλωνος ἱερὸν τὸ κοινὸν τῶν Ἑλλήνων IG 22.680.11 (III a.C.), ἄριστος Ἑλλήνων tít. del ganador en las Eleuterias de Platea ISmyrna 663.6 (II/III d.C.), cf. IG 22.1990.6 (Atenas I d.C.), ἀρχιερεὺς τῶν Ἑλλάνων en el Panhelenio fundado por Hadriano IG 4.590.7 (Argos II d.C.), cf. 5(1).555a.18 (Laconia II d.C.), ἡ Ὁμόνοια τῶν Ἑλλήνων IG 7.2510.4, cf. 3426.7 (ambas Beocia III d.C.), de colect. griegos ἄρξαντα τοῦ κοινοῦ τῶν ἐν Βειθυνίᾳ Ἑλλήνων IPrusias 3.10 (imper.), relat. a actividades y empresas comunes de los griegos Ἕλλανας νικῶν SEG 29.414.2 (Olimpia V a.C.), τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ στρ[ατ] ευομένους τῶν Ἑλλήνων IG 22.356.32 (Atenas IV a.C.), a la guerra de Troya, Bio 2.13
•op. otros pueblos: op. los pelasgos, Hellanic.4, op. los troyanos ἡ ἀναχώρησις τῶν Ἑλληνῶν ἐξ Ἰλίου Th.1.12, cf. S.El.481, Ai.458, op. los tesalios οἱ πρὸς νότον οἰκοῦντες Θεσσαλοί ... καὶ οἱ μέχρι Θερμοπυλῶν Ἕλληνες Th.2.101, op. los lidios, Hdt.1.56, op. los egipcios Ἕλληνες ἀπ' Αἰγυπτίων νενομίκασι Hdt.2.51, op. los medos ἀνὴρ δοῦλος ἢ Μήδων ... ἢ Ἑλλήνων ἢ ἄλλοθέν ποθεν X.Cyr.4.5.56, op. los persas οἳ Ἕλληνες καὶ βασιλεὺς ὁ Περσῶν D.7.29, cf. Philipp.Maced.2, op. los macedonios Μακεδὼν ἀνὴρ ... τὰ τῶν Ἑλλήνων διοικῶν de Filipo de Macedonia, D.4.10, cf. I.AI 12.119, Iul.Or.3.79b, op. los judíos τί ὑποκρίνῃ Ἰουδαῖος ὢν Ἕλληνα; ¿por qué te finges griego, siendo judío? Arr.Epict.2.9.20
•op. ‘bárbaro’ πρὸ τῶν Ἑλλήνων ᾤκησαν αὐτὴν βάρβαροι ref. al Peloponeso, Hecat.119, ἔργα μεγάλα ... τὰ μὲν Ἕλλησι, τὰ δὲ βαρβάροισι ἀποδεχθέντα Hdt.1.proem., οὐ μὴν οὐδὲ «βαρβάρους» εἴρηκε (Homero) διὰ τὸ μηδὲ «Ἕλληνάς» πω ... ἀντίπαλον ἐς ἓν ὄνομα ἀποκεκρίσθαι Th.1.3, ὁκόσοι γὰρ ἐν τῇ Ἀσίῃ Ἕλληνες ἢ βάρβαροι Hp.Aër.16, cf. VM 5, Ἕλληνες ὄντες βαρβάροις δουλεύσομεν E.Fr.719, cf. Scyl.Per.13, X.HG 1.6.7, Pl.Cra.385e, D.8.6, Arist.Cael.270b7, IG 22.43A.16 (IV a.C.), IPE 12.401.27 (Quersoneso Táurico III a.C.), γυναῖκες γὰρ ἀνδρῶν εἰσι φιλοπενθέστεραι καὶ οἱ βάρβαροι τῶν Ἑλλήνων Plu.2.113a
•ambos distinct de los ‘cristianos’ οὔτε γὰρ τὰ Ἑλλήνων φρονοῦντας ὁρᾶν οὔτε τὰ βαρβάρων ἐπιτηδεύοντας Eus.PE 1.2.1
•helenos y bárbaros, e.d., «todo el mundo» τελευταία δὲ πίστις ἅπασίν ἐστιν ἀνθρώποις Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροις pronunciado en un discurso ante una asamblea romana, D.H.6.84, Χριστὸν ... ἐπὶ τῇ προσηγορίᾳ παρά τε Ἕλλησι καὶ βαρβάροις μνημονεύεσθαι que Cristo es mencionado con tal nombre entre helenos y bárbaros, e.e., en todas partes, Eus.HE 1.3.19, cf. 4.7.13, Them.Or.9.125b
•en Egipto de época ptolemaica, c. rel. a un estatus social parcialmente diferenciado, op. Αἰγύπτιος: ὑπὸ Αἰγυπτίας ὑβρισμένον Ἕλληνα ὄντα PEnteux.79.9 (III a.C.), cf. UPZ 7.13 (II a.C.), περὶ τῶν κρινομένων Αἰγυπτίων πρὸς Ἕλληνας COrd.Ptol.53.208 (II a.C.), cf. UPZ 8.14 (II a.C.), BGU 1002.3 (I a.C.), diferenciados por sus instituciones griegas μηνὸς Ἀδρι[ανο] ῦ η̅ κατὰ τῶν Ἡλλήνων (sic), κατὰ δὲ τοὺς Αἰγυπτίους Τυβὶ ι̅η̅ PPar.19.9 (II d.C.), cf. CPR 13.2.5 (III a.C.)
•jur. en Egipto de época romana, designando a los descendientes de los macedonios y otros griegos, con ciertos privilegios κληρονομίας ὑπὸ Ἑλλήνων εἰς Ῥωμαίους PGnom.18
•en el nomo Arsinoíta, descendiente de un contingente de «6475 griegos» κάτοικος τῶν ἐν Ἀρσι(νοίτῃ) ἀνδρῶν Ἑλλήνων SB 14163.5 (II d.C.), Ἕλληνες ἀπὸ τοῦ Ἀρσεινοείτου PFam.Teb.53A.2 (III d.C.), cf. PMich.702.4 (II/III d.C.)
•Ἕλληνες los griegos tít. de una tragedia de Apolodoro de Tarso, Sud.s.u. Ἀπολλόδωρος.
3 en sg. colectivo el griego, e.e., los griegos op. los troyanos, Hdt.2.115, op. los lidios χρήσαντος τοῦ θεοῦ τὸν Ἕλληνα φίλον προσθέσθαι Hdt.1.69.
4 νέοι Ἕλληνες nuevos griegos los habitantes de Antinópolis ἡ βουλὴ ἡ Ἀντινοέων νέων Ἑλλήνων ISmyrna 901.5 (II d.C.), ἐν Ἀντινόου νέων Ἑλλήνων ... πόλει POxy.3111.1 (III d.C.), cf. 1119.14 (Antínoe III d.C.).
II entre los judíos y primeros cristianos no judío, gentil
a) de no griegos, de los filisteos τοὺς Ἕλληνας ἀφ' ἡλίου δυσμῶν τοὺς κατεσθίοντας τὸν Ἰσραήλ LXX Is.9.11;
b) ref. a griegos y helenizados ἐνετύγχανον οἱ κατὰ πόλιν Ἰουδαῖοι συμμισοπονηρούντων καὶ τῶν Ἑλλήνων LXX 2Ma.4.36, en Asia Menor πιστεῦσαι Ἰουδαίων τε καὶ Ἑλλήνων πολὺ πλῆθος Act.Ap.14.1, cf. 19.10
•en la fórmula Ἰουδαῖοι καὶ Ἕλληνες 1Ep.Cor.1.24, Ep.Rom.3.9, cf. 1Ep.Cor.12.13, Ἰουδαίου τε πρῶτον καὶ Ἕλληνος Ep.Rom.2.9, cf. 10, ambos diferenciados de otros pueblos Ἕ. καὶ Ἰουδαῖος op. βάρβαρος, Σκύθης Ep.Col.3.11, Ἑβραίων τε καὶ Ἑλλήνων, Σύρων τε καὶ Ἀρμενίων A.Thadd.4.5
•ambos distinguidos de los cristianos, 1Ep.Cor.1.22;
c) rel. c. la relig.: de judíos de nacimiento, pero que no cumplen la ley υἱὸς γυναικὸς Ἰουδαίας πιστῆς, πατρὸς δὲ Ἕλληνος Act.Ap.16.1, ἐὰν ὁ ἀλλόφυλος τὸν νόμον πράξῃ, Ἰουδαῖός ἐστιν, μὴ πράξας δὲ Ἕ. Hom.Clem.11.16
•entre los cristianos σωτηρίαν παντὶ τῷ πιστεύοντι, Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἕλληνι Ep.Rom.1.16, Κορνηλίου ... καὶ ἄλλων ἐπ' Ἀντιοχείας Ἑλλήνων Eus.HE 2.3.3, ὅσῳπερ Ἕλληνες Ἰσραηλιτῶν περὶ τὴν πίστιν θερμότεροι cuánto más fervientes son los gentiles en la fe que los judíos Bas.Sel.Or.M.85.177A, cf. A.Pass.Petr.et Paul.7
•incluso simpatizantes del hebraísmo Eu.Io.12.20, cf. 7.35.
III entre los cristianos griego, pagano πολλὰ περὶ φύσεως ἐπραγματεύσαντο οἱ τῶν Ἑλλήνων σοφοί Basil.Hex.1.2, πῶς δυνατόν ἐστι τὸν Ἕλληνα ὄντα, τὸν Γαλάτην, ἐπιστρέψαι ἐπὶ τὰ στοιχεῖα τοῦ νόμου; Eus.Em.Fr.Gal.4.4-11, cf. Eus.PE 1.2.5, Gr.Nyss.Apoll.136.26, Them.Or.7.89d, κἂν Ἕλληνες δαιμόνων γάμους μυθογραφῶσι Bas.Sel.Or.M.85.88B, αὕτη ἡ ἐρώτησις οὔτε χριστιανῷ ἁρμόττει, οὔτε Ἕλληνι Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1396C
•op. ‘cristiano’ Ἰουδαίοις καὶ Ἕλλησι δραματουργεῖται τὰ ἡμέτερα nuestros asuntos son ridiculizados por judíos y paganos Basil.Ep.45.2, δαίμονας, οὓς αὐτοὶ οἱ Ἕλληνες νομίζουσιν εἶναι θεοὺς, τούτους οἱ χριστιανοὶ ἐλέγχουσιν Ath.Al.V.Anton.94.3, cf. Basil.Ep.199.44, Soz.HE 6.33.4, Seu.Ant.Fr. en Io.D.M.95.76B, Iust.Nou.131.14.
IV en el imperio romano, op. romano griego, extranjero (el emperador Octavio) τοῖς δὲ ξένοις, Ἕλληνάς σφας ἐπικαλέσας D.C.51.20.7, como trad. de lat. peregrinus εἴτε Ἕλληνα εἴτε Ῥωμαῖον IG 22.1099.19 (II d.C.), Ἕλληνες ὄντες τὴν θρησκείαν A.Paul.et Thecl.44.
V geog., sólo plu. Helenos ciudad de Lusitania o prob. pueblo que la habitaba ὑπάρξαι πόλεις αὐτόθι τὴν μὲν καλουμένην Ἕλληνες, τὴν δὲ Ἀμφίλοχοι Asclep.Myrl.7, a Cilenis conventus Bracarum Helleni, Grovi, ... Graecorum subolis omnia Plin.HN 4.112. < Ἕλλην ἑλληνάρχης > Ἕλλην, -ηνος, ὁ
• Alolema(s): Ἕλλαν A.A.429
Helen
1 héroe epón. de los griegos (helenos), gener. tenido por hijo de Deucalión y Pirra, rey de Ptía y padre de Doro, Juto y Eolo, Hes.Fr.9.1, Hdt.1.56, Th.1.3, Arist.Metaph.1024a33, Apollod.1.7.3, D.S.4.60, Str.8.7.1, 9.5.6, 23, Paus.7.1.2, Hld.2.34.2, Palaeph.30, 35
•pero considerado luego hijo de Zeus, E.Fr.929b, 481, Sch.A.R.1.118c, Sch.Od.10.2, hijo de Prometeo y hermano de Deucalión, Sch.Pi.O.9.68b, hijo de Pronoos y nieto de Deucalión, Hecat.13
•ἀφ' Ἕλλανος αἴας de la tierra de Helen e.d., de Grecia, A.l.c.
2 hijo de Ptío y Crisipa, fundador de la ciudad de Hélade en Tesalia, St.Byz.s.u. Ἑλλάς.
German (Pape)
[Seite 801] u. die Abgeleiteten, s. nom. propr.
French (Bailly abrégé)
1ηνος (ὁ, ἡ, τό)
I. adj. hellène, grec;
II. subst. οἱ Ἕλληνες :
1 les Hellènes, tribu thessalienne;
2 postér. les Hellènes, les Grecs en gén.
Étymologie: Ἕλλην².
2ηνος (ὁ) :
Hellène, fils de Deucalion, regardé comme le père des Hellènes;
NT: Hellène, tout non-Juif parlant grec ou ayant une éducation grecque.
Étymologie: DELG sans étym.
Greek (Liddell-Scott)
Ἕλλην: ηνος, ὁ, υἱὸς τοῦ Δευκαλίωνος, Ἡσ. Ἀποσπ. 28. 2) οἱ Ἕλληνες τοῦ Ὁμήρου ἦσαν ἡ Θεσσαλικὴ ἐκείνη φυλή, ἧς ἀρχηγὸς ἦτο ὁ λεγόμενος Ἕλλην (πρβλ. Ἑλλὰς Ι), Ἰλ. Β. 684· διὰ ταῦτα ὁ Ἀρίσταρχος ἠθέτει τὸν στίχ. Ἰλ. Β. 530 (ἐν ᾧ οἱ Ἕλληνες ὡς ἔθνος καλοῦνται Πανέλληνες), καὶ εἶναι φανερὸν ὅτι ὁ Θουκ. (1. 3) δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἐγίνωσκε τὸν ἐν λόγῳ στίχον. 3) βραδύτερον ἡ λέξις Ἕλληνες κατέστη τὸ κοινὸν ὄνομα πασῶν τῶν Ἑλληνικῶν φυλῶν· ὁ Στράβων ἐν 370 λέγει ὅτι ἡ χρῆσις αὕτη ἦτο γνωστὴ εἰς τὸν Ἡσίοδον, καὶ ἐν τοῖς σῳζομένοις αὐτοῦ συγγράμασιν ἀπαντᾷ τὸ Πανέλληνες Ἔργ. κ. Ἡμ. 526· ἀλλ’ ἡ ἀρχαιοτάτη χρῆσις τῆς λέξεως Ἕλληνες ὡς ἐθνικοῦ ὀνόματος εὕρηται ἔν τινι ἐπιγραφῇ τῆς 48. 3 Ὀλυμπιάδος (586 π. Χ.), ἣν μνημονεύει ὁ Παυσ. ἐν 10. 7, 4-6· κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον τὸ ὄνομα πρέπει νὰ ἦτο καθολικόν, καὶ μάλιστα κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ βάρβαροι, ἴδε τὴν λ. βάρβαρος. 4) ἔτι βραδύτερον ἐσήμαινε τοὺς ἐθνικούς, εἴτε εἰδωλολάτρας εἴτε χριστιανούς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, Καιν. Διαθ. καὶ Ἐκκλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = Ἑλληνικός, Πίνδ. Ν. 10. 46, Θουκ. 2. 36, κτλ.· καὶ μετὰ θηλ. οὐσιαστικοῦ, Ἕλλην’ ἐπίσταμαι φάτιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1254· στολήν γε Ἕλληνα Εὐρ. Ἡρακλ. 131· Ἕλλην γυνὴ Φιλήμ. ἐν «Παιδαρίῳ» 1· Ἕλλην ἀληθῶς οὖσα, ἐπὶ τύχης ἢ περιουσίας, Ἀπολλόδ. Καρύστ. ἐν «Γραμματειδιοποιῷ» 1. 10· τῶν Πυλῶν Ἑλλήνων Δημ. 327, 6· πρβλ. Ἑλλὰς ΙΙ· - ὡς οὐδ., ἔθνη Ἕλληνα Εὐσ. Ἐγκώμ. Κωνστ. 18. 6, Θεμίστ. 332D.
English (Strong)
from Ἑλλάς; a Hellen (Grecian) or inhabitant of Hellas; by extension a Greek-speaking person, especially a non-Jew: Gentile, Greek.
English (Thayer)
Ἕλληνος, ὁ;
1. a Greek by nationality, whether a native of the main land or of the Greek islands or colonies: Ἕλληνες τέ καί βάρβαροι, Ἕλληνες are opposed to Jews, the primary reference is to a difference of religion and worship: G L T Tr (cf. B. D. American edition, p. 967); Josephus, Antiquities 20,11, 2); Ἰουδαῖοι τέ καί Ἕλληνες, and the like: Sophocles' Lexicon, under the word). The Ἕλληνες spoken of in προσήλυτος, 2. (Cf. B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Greece etc. (especially American edition).)
Greek Monotonic
Ἕλλην: -ηνος, ὁ, Έλληνας·
I. 1. γιος του Δευκαλίωνα, σε Ησίοδ.
2. οι Ἕλληνες του Ομήρ. είναι εκείνη η Θεσσαλική φυλή της οποίας ο Έλληνας ήταν ο φημισμένος αρχηγός (πρβλ. Ἑλλάς I), σε Ομήρ. Ιλ.
3. μεταγεν., Ἕλληνες ήταν το κοινό όνομα για όλες τις Ελληνικές φυλές, αντίθ. προς το βάρβαροι, σε Ηρόδ. κ.λπ.
4. έπειτα λέγεται για εθνικούς ή για ειδωλολάτρες ή για χριστιανούς, αντίθ. προς τους Ἑβραίους, σε Καινή Διαθήκη
II. ως επίθ. = Ἑλληνικός, σε Θουκ. κ.λπ.· ακόμη και με θηλ. ουσ., σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
Ἕλλην, ηνος, ὁ,
I. Hellen, son of Deucalion, Hes.
2. the Ἕλληνες of Hom. are the Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief (cf. Ἑλλάς 1), Il.
3. later, Ἕλληνες was the regul. name for Greeks, opp. to βάρβαροι, Hdt., etc.
4. later still, of Gentiles, Opp. to Jews, NTest.
II. as adj. = Ἑλληνικός, Thuc., etc.:—even with a fem. Subst., Aesch., Eur.
Chinese
原文音譯:""Ellhn 赫廉
詞類次數:專有名詞(27)
原文字根:希臘人
字義溯源:希臘人,希利尼人;泛指外邦人,源自(Ἑλλάς)*=希臘)
出現次數:總共(25);約(3);徒(9);羅(6);林前(4);加(2);西(1)
譯字彙編:
1) 希利尼人(25) 約7:35; 約7:35; 約12:20; 徒14:1; 徒16:1; 徒16:3; 徒17:4; 徒18:4; 徒19:10; 徒19:17; 徒20:21; 徒21:28; 羅1:14; 羅1:16; 羅2:9; 羅2:10; 羅3:9; 羅10:12; 林前1:22; 林前1:24; 林前10:32; 林前12:13; 加2:3; 加3:28; 西3:11