ὄζω
English (LSJ)
Dor. ὄσδω Theoc.1.149 (cf. also III infr.): impf.
A ὦζε Crates Com.2 (cj. Pors. for ὦ Ζεῦ): fut. ὀζήσω Ar.V.1059; Ion. ὀζέσω Hp. Superf.25, Gp.12.29.5, Eust.1523.39, An.Ox.2.396: aor. ὤζησα Ar.Fr. 635; Ion. ὤζεσα Hp.Superf.25, LXX Ex.8.14(10): pf. ὤζηκα Phot.; but pf. with pres. sense ὄδωδα Phylarch.10 J., AP7.30 (Antip. Sid.), Plu.2.916d, Aret.SA1.9: plpf. as impf. ὠδώδειν Plu.Alex.20; Ep. ὀδώδειν (v. infr.):—smell, whether smell sweet or stink, Hom. only in 3sg. plpf. with sense of impf., ὀδμὴ κέδρου.. ἀνὰ νῆσον ὀδώδει Od.5.60; ὀδμὴ δ' ἡδεῖα ἀπὸ κρητῆρος ὀδώδει, of wine, 9.210: later c. gen.rei, freq. with neut. Adj. or Adv. added, smell of a thing, τόδ' ὄζει θυμάτων A.Ag. 1310; ὄζων τρυγός Ar.Nu.50; βύρσης κάκιστον ὄζων Id.Eq.892, cf. V. 38; also ὠδώδει ὑπὸ μύρων ὁ οἶκος Plu.Alex.20: metaph., smell or savour of a thing, Κρονίων ὄζων smelling of musty antiquity, Ar.Nu. 398, cf. 1007, Ach.192, Lys.616; καλοκἀγαθίας X.Smp.2.4; that from which the smell comes is also in gen., ὄζων κακὸν τῶν μασχαλῶν Ar. Ach.852; τοῦ στόματος Pherecr.67: so c. dupl. gen., τῆς κεφαλῆς ὄζω μύρου Ar.Ec.524; v. infr. ΙΙ.
II freq. impers., ὄζει ἀπ' αὐτῆς ὡσεὶ ἴων there is a smell from it as of violets, Hdt.3.23; ὄζει ἡδὺ τῆς χρόας there is a sweet smell from the skin, Ar.Pl.1020; τῆς γῆς ὡς γλυκὺ ὄζει Cratin.Jun.1; ὄζειν ἐδόκει τοῦ ἄρτου καὶ τῆς μάζης κάκιστον there seemed to be a most foul smell from... Lys.6.1; οὐκ ὄζει αὐτῶν (sc. τῶν λαγῶν) no scent of the hares remains, X.Cyn.5.1, cf.7: c. dupl. gen., ἱματίων ὀζήσει δεξιότητος there will be an odour of cleverness from your clothes, Ar.V.1059, cf. Pax529; ἀπὸ στόματος.. ὄζει ἴων, ὄζει δὲ ῥόδων, ὄζει δ' ὑακίνθου Hermipp.82.8; ὄζει ἐκ τοῦ στόματος μελικήρας Pherecr.25.
III Med., κακὸν ὀζόμενος, for ὄζων, Hp.Loc.Hom. 12; οἶνος.. ἄνθεος ὀσδόμενος Xenoph.1.6; δριμὺ ὀσδομένου τοῦ σώματος PSI4.297.3 (ca. v A. D.). (Cf. Lat. odor, Lith. uodžiu 'I smell'.)
German (Pape)
[Seite 295] (οδ), fut. ὀζήσω, ion. auch ὀζέσω, Hippocr., perf. mit Präsensbedeutung ὄδωδα, riechen, intrans., einen Geruch von sich geben; sowohl von Wohlgerüchen, ὀδμὴ κέδρου εὐκεάτοιο θύου τ' ἀνὰ νῆσον ὀδώδει, Od. 5, 60, vgl. 9, 210, als auch stinken; τινός, wonach riechen, τόδ' ὄζει θυμάτων ἐφεστίον, Aesch. Ag. 1283; Hermipp. Ath. I, 29 e; τῶν ἱματίων ὀζήσει δεξιότητος, Ar. Vesp. 1059, der auch sagt τὸν ἄνδρα δεῖ ἀνδρὸς ὄζειν, Lys. 663, wie ὡς ἄν, ὦ γυναῖκες, ὄζωμεν γυναικῶν, 687, u., mit anderer Wendung, ὄζειν ἡδὺ τῆς χρόας, Plut. 1020, wie κακὸν τῶν μασχάλων, Ach. 817, u. übertr. πλεόνων καὶ μειζόνων πραγμάτων, Lys. 616, wie auch wir sagen: nach Etwas riechen oder schmecken; ὦζεν οἴνου, Anacr. 1, 8; κάκιστον τοῦ ἄρτου ὄζειν, Lys. 6, 1; oft bei Sp., ὀδωδὸς μοχθηρίας, Plut. Symp. 6, 7, 2, u. übertr. ὄζει λήρου βεκκεσελήνου, plac. phil. 1, 7; de vit. aer. al. 2 u. öfter. Anders ὄζειν ἐκ τοῦ στόματος, Phereer. bei Ath. XIV, 648 c; οὗ καὶ ἀπὸ στόματος ὄζει ἴων ὀσμὴ θεσπεσία, Hermipp. ib. I, 29 e; vgl. ὄζειν δ' ἀπ' αὐτῆς (κρήνης) ὡςεὶ ἴων, Her. 3, 23. – Auch unpersönlich, ὄζει, ὄδωδεν, es riecht, duftet, stinkt, Xen. Cyn. 5. 1. 7, τινός. – Hippocr. braucht auch das med., = activ.
French (Bailly abrégé)
impf. ὦζον, f. ὀζήσω, ao. ὤζησα, pf.2 au sens du prés. ὄδωδα, pqp. ὀδώδειν et ὠδώδειν;
I. exhaler une odeur : τόδ' ὄζει θυμάτων ESCHL cela exhale l'odeur des sacrifices ; ὀδμὴ δ' ἡδεῖα ἀπὸ κρητῆρος ὀδώδει OD une odeur agréable s'exhalait du cratère ; ὄζειν ἡδὺ τῆς χρόας AR exhaler une odeur agréable de la peau ; fig. ὄζειν τόκου βαρὺ καὶ δυσχερές PLUT avoir une odeur lourde et désagréable d'usure ; Κρονίων AR sentir son vieux temps;
II. • impers. ὄζει, il s'exhale une odeur, avec le gén. : οὐκ ὄζει αὐτῶν (s.e. τῶν ἰχνῶν) XÉN il ne s'exhale de leur piste aucune odeur.
Étymologie: R. Ὀδ, avoir une odeur ; cf. lat. odor.
Russian (Dvoretsky)
ὄζω: дор.-эол. ὄσδω (fut. ὀζήσω, aor. ὤζησα, pf. 2 = praes. ὄδωδα, ppf. = impf. ὠδώδειν - эп. ὀδώδειν)
1 издавать запах, пахнуть (θυμάτων Aesch.; πίττης Arph.; περιζώματος Plut.): ὠδώδει ὑπ᾽ ἀρωμάτων ὁ οἶκος Plut. дом был полон благоуханий; Κρονίων ὄ. Arph. ирон. пахнуть временами Крона, т. е. отдавать глубокой древностью; τῆς κεφαλῆς ὄζει μύρου Arph. от его головы пахнет духами; ὄζει ἀπό τινος ἴων Her. от чего-л. пахнет фиалками; ὄζειν ἐδόκει τοῦ ἄρτου κάκιστον Lys. ему казалось, что от хлеба отвратительно пахнет;
2 (о запахе), распространяться, исходить, чувствоваться (ὀδμὴ κέδρου ἀνὰ νῆσον ὀδώδει Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὄζω: Δωρ. ὄσδω Θεόκρ.˙ παρατ. ὦζε Κράτης ἐν «Γείτοσι» 2˙ μέλλ. ὀζήσω Ἀριστοφ. Σφ. 1059, Ἰων. ὀζέσω Ἱππ. 252. 52 κἑξ., Εὐστ. 1523. 39, Ἀν. Ὀξων. 3. 396˙ ἀόρ. ὤζησν Ἀριστοφ. Ἀποσπάσ. 538, Ἰων. ὤζεσα Ἱππ. 252. 50˙ πρκμ. ὤζηκα μόνον παρὰ Φωτ.˙ ἀλλὰ πρκμ. μὲ σημασ. ἐνεστ. ὄδωδα, Ἀνθολ., Πλούτ.˙ καὶ ὑπερσυντ. ὡς παρατ. ὠδώδειν αὐτόθι, Ἐπικ. ὀδώδειν Ὀδ. (Ἡ √ΟΔ φαίνεται ἐν τῷ ὄδωδα καὶ ταῖς λέξ. ὀδμή, ὀδωδή˙ πρβλ. Λατιν. od-or, od-orari, ὡσαύτως, olfacere· Λιθ. rid-ziu (oleo)). Ἔχω ὀσμήν, «μυρίζω», εἴτε ἐπὶ εὐωδίας, εἴτε ἐπὶ δυσωδίας ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. ἐν τῷ γ΄ ἑν. τοῦ ὑπερσ. μετὰ σημασ. παρατ., ὀδμὴ κέδρου ... ἀνὰ νῆσον ὀδώδει Ὀδ. Ε. 60˙ ὀδμὴ δ’ ἡδεῖα ἀπὸ κρητῆρος ὀδώδει, ἐπὶ οἴνου, Ι. 210˙ - ἀκολούθως μετὰ γεν. πράγμ. προστιθεμένου συχνάκις καὶ οὐδετέρου ἐπιθέτ. ἢ ἐπιρρ., ἔχω ὀσμὴν πράγματός τινος, τόδ’ ὄζει θυμάτων Αἰσχύλ. Ἀγ. 1310˙ ὄζων τρυγὸς Ἀριστοφ. Νεφ. 50˙ βύρσης κάκιστον ὄζων ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 892, πρβλ. Σφ. 38˙ οὕτως, ὠδώδει ὑπὸ μύρων ὁ οἶκος Πλουτ. Ἀλέξ. 20˙ ὡσαύτως, μεταφορ., ἔχω τὴν ὀσμὴν πράγματός τινος, Λατ. sapere aliquid, Κρονίων ὄζων, ἔχων ὀσμὴν ἀρχαιότητος, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 398, πρβλ. 1007, Ἀχ. 192, Λυσ. 616˙ καλοκαγαθίας Ξεν. Συμπ. 2. 4˙ - τὸ ἐξ οὗ προέρχεται ἡ ὀσμὴ ἐκφέρεται ὡσαύτως κατὰ γεν., ὄζων κακὸν τῶν μασχαλῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 852˙ τοῦ στόματος Φερεκρ. ἐν «Κυριαννοῖ» 1˙ καὶ οὕτω μετὰ διπλῆς γενικῆς, τῆς κεφαλῆς ὄζω μύρου Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 524˙ ἴδε κατωτ. ΙΙ. ΙΙ. συχνάκις ἀπροσ., ὄζει ἀπ’ αὐτῆς ὡσεὶ ἴων, ἔρχεται ὀσμὴ ἐξ αὐτῆς ὡς ὀσμὴ ἴων, Ἡρόδ. 3. 23˙ ὄζει ἠδὺ τῆς χρόας. ἐξέρχεται εὐωδία ἐκ τοῦ δέρματός του, Ἀριστοφ. Πλ. 1020, ἔνθα ἴδε Πόρσ. (1021)˙ τῆς γῆς ὡς γλυκὺ ὄζει Κρατῖνος ὁ Νεώτ., ἐν «Γίγασι» 1˙ ὄζειν ἐδόκει τοῦ ἄρτου καὶ τῆς μάζης κάκιστον, ἐφαίνετο ὅτι ἐξήρχετο κακίστη ὀσμὴ ἐκ τοῦ ἄρτου καὶ τῆς μάζης ..., Λυσίας 103. 20˙ οὐκ ὄζει αὐτῶν (ἐξυπ. τῶν λαγῶν) δὲν μένει ὀσμή τις ἐκ τῶν λαγῶν, Ξεν. Κυν. 5,1, πρβλ. 7˙ - οὕτω μετὰ διπλ. γεν., ἐσβάλλετε δ’ ἐς τὰς κιβωτοὺς μετὰ τῶν μήλων˙ κἂν ταῦτα ποιῆθ’, ὑμῖν δι’ ἔτους τῶν ἱματίων ὀζήσει δεξιότητος, ἐπὶ ἓν ἔτος θὰ ἐκπέμπηται ὀσμὴ δεξιότητος ἐκ τῶν ἐνδυμάτων ὑμῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 1059, πρβλ. Εἰρ. 529, καὶ Ἑρμηνευτ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ οὕτω καὶ ἀπὸ στόματος ... ὄζει ἴων, ὄζει δὲ ῥόδων, ὄζει δ’ ὑακίνθου, Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 2. 7˙ ὄζει ἐκ τοῦ στόματος μελικήρας Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 7˙ πρβλ. ἀπόζω. ΙΙΙ. Ὁ Ἱππ. μεταχειρίζεται μέσ. τύπον, ὀζόμενος ἀντὶ ὄζων, 413. 14˙ οὕτως, ὀσδόμενος, Ξενοφάν. 1˙ 6 Bgk.
English (Autenrieth)
(root ὀδ), plup. ὀδώδει: be fragrant or redolent; ὀδμὴ ὀδώδει, ‘was exhaled,’ Od. 5.60 and Od. 9.210.
English (Strong)
a primary verb (in a strengthened form); to scent (usually an ill "odor"): stink.
English (Thayer)
(from root ὀδ, cf. Latin and English odor etc.; Curtius, § 288); from Homer down; to give out an odor (either good or bad), to smell, emit a smell: of a decaying corpse, Exodus 8:14.
Greek Monotonic
ὄζω: Δωρ. ὄσδω, μέλ. ὀζήσω, αόρ. αʹ ὤζησα, παρακ. με σημασία ενεστ. ὄδωδα, και υπερσ. ως παρατ. ὠδώδειν, Επικ. ὀδώδειν·
I. μυρίζω, έχω κάποια οσμή, είτε ευχάριστη είτε δυσάρεστη, σε Όμηρ., μόνο στο γʹ ενικ. υπερσ.· με γεν. πράγμ., μυρίζω από κάτι, ὄζων τρυγός, αυτός που μυρίζει από το κατακάθι του τρύγου, σε Αριστοφ.· έχω την οσμή κάποιου πράγματος, αναδίδω μια οσμή, Λατ. sapere aliquid, Κρονίων ὄζων, αυτός που έχει οσμή αρχαιότητας, σε Αριστοφ.
II. απρόσ., ὄζει ἀπ' αὐτῆς ὡσεὶ ἴων, έρχεται μια μυρωδιά απ' αυτή σαν άρωμα από βιολέτες, σε Ηρόδ.· ὄζει ἡδὺ τῆς χρόας, βγαίνει μια γλυκιά μυρωδιά από την επιδερμίδα του, σε Αριστοφ.· ομοίως, με διπλή γεν., ἱματίων ὀζήσει δεξιότητος, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to smell, to scent (ion. att.)
Other forms: ὄσδω, -ομαι (Theoc., Xenoph.) with ὀζῆσαι, ὀζήσω (Att.), also ὀζέσαι, -έσω (Hp. Superf., hell.), plupf. ὀδώδει (Od.), perf. ὄδωδα (hell.).
Compounds: Also w. prefix as ἀπ-, προσ-. As 1. member in the governing comp. ὀζό-στομος with smelling breath (AP, M. Ant.), as 2. member in plantnames like κυν-όζ-ολον (Ps.-Dsc.); cf. Strömberg 60f.
Derivatives: 1. ὀδμή (Il.), ὀσμή (Att., Hippon.; on σμ from δμ below) f. odour, scent; as 2. member e.g. in εὔ-οδμος, -οσμος sweet-smelling, odorous (Pi.), also in ὄνοσμα n. plantname? (Dsc.; Strömberg 61); from it ὀδμ-αλέος (Hp.), -ήεις (Nic.), -ηνός (H.; cod. ὄδ-) strong-smelling; ὀσμ-ώδης (Arist., Thphr.), -ηρός, -ήρης (Nic.) id.; ὀσμύλ-η, -ος, -ιον strong-smelling octopus (Ar., Arist.), ὀσμ-ίτης (Gloss.), -ῖτις (Ps.-Dsc.) plantname (Redard 75), -άς f. = ὄνοσμα (Dsc.); ὀδμ-, ὀσμ-άομαι to scent (ion., Arist.) with -ησις (Aret.). -- 2. From the present: ὄζ-αινα f. = ὀσμύλη (Call.), stinking adenoid (Gal.) with -αινικός belonging to the ὄζαινα (Ps.-Dsc.); ὄζολις f. = ὀσμόλη (Arist.); ὄζη f. malodorant breath (Cels.), skin of the wild ass (Suid.; because of the smell); ὀζηλίς ἡ βοτάνη (Theognost.); ὀζώδης = ὀδμώδης (EM, sch.); also Όζόλαι m. pl. name of a Locrian people (Hdt., Str., Plu. with diff. interpretations)? Lengthened present ὀζαίνομαι = ὄζω (Sophr.; after ὀσφραίνομαι; Schwyzer 733 w. lit.). -- 3. From the perf.: ὀδωδή f. scent (AP). -- 4. -ώδης in εὑ-ώδης sweet-smelling, odorous (Il.) etc.; very productive with quite faded meaning (Chantraine Form. 429 ff., Schwyzer 426 w. lit.).
Origin: IE [Indo-European] [772] *h₃ed- smell
Etymology: Apart from the perf. ὄδωδα all verbal forms are innovations based on the pres. ὄζω. The derivations too are based largely on th present. On its own are however ὀδωδή (derived from the perfect?), but also the in Greek isolated ὀδμή and -ώδης. Both can be old, if ὀδμή agrees with Alb. amë unpleasant smell (IE *od-mā), -ώδης represents the s-stem of Lat. odor, OLat. odōs, prob. seen also in Arm. hot, gen. -oy (h- second.) smell, odour, IE *odos-, either with compositional lengthening or with old lengthened grade (IE *ōdos-; cf. Lith. úodžiu below) as in Arm. -ut (e.g. hr-ut = πυρώδης from hur = πῦρ) beside -ot (e.g. bor-ot w. florescence). However ὀσμή not with Brugmann Grundr.2 II: 1, 251 a.o. from *ὀδ-σ-μά but purely phonetically from ὀδ-μά, s. Schwyzer 208; cf. also ὀσφραίνομαι. -- Both IE *od-mā and *odos- presuppose a primary rootpresent, which is retained in themat. form in Lat. ol-ō, ol-ere (with l for d); beside it the more usual innovation ol-e-ō, -ēre (after the intransitives). The yot-pressent ὄζω differs only in the vowellength from Balt., e.g. Lith. úodžiu smell; we now know that the Baltic form has a long vowel because of Winter's Law (lengthening before voiced consonant). Arm. hot-im smell is a denominative of hot (s. above). To the redupl. perf. ὄδ-ωδ-α presents the Arm. pres. hot-ot-im (with intensive reduplication) a close formal parallel. -- Further forms w. rich lit. in WP. 1, 174, Pok. 772f., W.-Hofmann s. odor, Ernout-Meillet s. odor (important for the morphology); cf. Porzig Gliederung 177 and Satzinhalte 289.
Middle Liddell
ὄδωδα pf. with pres. sense and and plqpf. as impf]
I. to smell, whether to smell sweet or to stink, used by Hom. only in 3rd sg. plup.:—c. gen. rei, to smell of a thing, ὄζων τρυγός smelling of wine-lees, Ar.; metaph. to smell or savour of a thing, Lat. sapere aliquid, Κρονίων ὄζων smelling of musty antiquity, Ar.
II. impers., ὄζει ἀπ' αὐτῆς ὡσεὶ ἴων there is a smell from it as of violets, Hdt.; ὄζει ἡδὺ τῆς χρόας there is a sweet smell from the skin, Ar.;—so c. dupl. gen., ἱματίων ὀζήσει δεξιότητος there will be an odour of cleverness from your clothes, Hdt.
Frisk Etymology German
ὄζω: (ion. att.),
{ózō}
Forms: ὄσδω, -ομαι (Theok., Xenoph.) mit ὀζῆσαι, ὀζήσω (att.), auch ὀζέσαι, -έσω (Hp. Superf., hell. u. sp.), Plusqupf. ὀδώδει (Od.), Perf. ὄδωδα (hell. u. sp.),
Grammar: v.
Meaning: riechen, duften.
Composita : auch m. Präfix wie ἀπ-, προσ-,Als Vorderglied in dem Rektionskomp. ὀζόστομος mit stinkendem Atem (AP, M. Ant. u.a.). als Hinterglied in Pflanzenn. wie κυνόζολον (Ps.-Dsk.); vgl. Strömberg 60f.
Derivative: Ableitungen. 1. ὀδμή (seit Il.), ὀσμή (att., Hippon.; zu σμ aus δμ unten) f. Geruch, Duft; als Hinterglied z.B. in εὔοδμος, -οσμος mit schönem Geruch, wohlriechend (Pi. usw.), auch in ὄνοσμα n. Pflanzenname? (Dsk. u.a.; Strömberg 61); davon ὀδμαλέος (Hp.), -ήεις (Nik.), -ηνός (H.; cod. ὄδ-) stark riechend; ὀσμώδης (Arist., Thphr.), -ηρός, -ήρης (Nik.) ib.; ὀσμύλη, -ος, -ιον starkriechender Seepolyp (Ar., Arist. usw.), ὀσμίτης (Gloss.), -ῖτις (Ps.-Dsk.) Pflanzennamen (Redard 75), -άς f. = ὄνοσμα (Dsk.); ὀδμ-, ὀσμάομαι riechen (ion., Arist. usw.) mit -ησις (Aret.). — 2. Vom Präsens: ὄζαινα f. = ὀσμύλη (Kall.), stinkender Nasenpolyp (Gal. u.a.) mit -αινικός zur ὄζαινα gehörig (Ps.-Dsk.); ὄζολις f. = ὀσμόλη (Arist.); ὄζη f. ‘übel- riechender Atem' (Cels.), Haut des Wildesels (Suid.; wegen des Geruchs); ὀζηλίς· ἡ βοτάνη (Theognost.); ὀζώδης = ὀδμώδης (EM, Sch.); auch Ὀζόλαι m. pl. Ben. eines lokrischen Stammes (Hdt., Str., Plu. u.a. mit verschiedenen Erklärungsversuchen)? Erweitertes Präsens ὀζαίνομαι = ὄζω (Sophr.; nach ὀσφραίνομαι; Schwyzer 733 m. Lit.). — 3. Vom Perf.: ὀδωδή f. Geruch (AP). — 4. -ώδης in εὐώδης mit schönem Geruch, wohlriechend (seit Il.) usw.; sehr produktiv mit ganz verblaßter Bed. (Chantraine Form. 429 ff., Schwyzer 426 m. Lit.).
Etymology : Vom Perf. ὄδωδα abgesehen gehen alle Verbformen als Neubildungen auf das Präs. ὄζω zurück. Auch die Ableitungen fußen zum großen Teil auf dem Präsens. Für sich stehen indessen nicht nur das vom Perf. abgeleitete ὀδωδή, sondern auch die im Griech. isolierten ὀδμή und -ώδης. Beide können vorgriechisch sein, indem ὀδμή sich mit alb. amë unangenehmer Geruch deckt (idg. *od-mā), -ώδης den in lat. odor, alat. odōs, wohl urspr. auch in arm. hot, Gen. -oy (h- sekund.) Duft, Geruch vorliegenden s-Stamm, idg. *odos- repräsentiert, u. zw. entweder mit kompositioneller Dehnung oder mit alter Dehnstufe (idg. *ōdos-; vgl. lit. úodžiu unten) wie in arm. -ut (z.B. hr-ut = πυρώδης von hur = πῦρ) neben -ot (z.B. bor-ot aussätzig). Dagegen ὀσμή nicht mit Brugmann Grundr.2 II: 1, 251 u.a. aus *ὀδσ-μά sondern rein lautlich aus ὀδμά, s. Schwyzer 208; vgl. auch ὀσφραίνομαι. — Sowohl idg. *od-mā wie *odos- setzen ein primäres Wz. präsens voraus, das in themat. Form in lat. ol-ō, ol-ĕre (mit l für d) erhalten ist; daneben die geläufigere Neubildung ol-e-ō, -ēre (nach den Intransitiva). Das Jotpräsens ὄζω unterscheidet sich nur bzgl. der Vokallänge von balt., z.B. lit. úodžiu riechen, idg. *ŏd-i̯ō, bzw. *ōd-i̯ō (alter Ablaut eines athem. Paradigmas?). Arm. hot-im riechen, duften ist denominativ von hot (s. oben). Zum redupl. Perf. ὄδωδα bietet das arm. Präs. hot-ot-im (mit intensiver Reduplikation) ein nahes formales Gegenstück. — Weitere Formen m. reicher Lit. bei WP. 1, 174, Pok. 772f., W.-Hofmann s. odor, Ernout-Meillet s. odor (wichtig für die Morphologie); dazu Porzig Gliederung 177 und Satzinhalte 289.
Page 2,353-355
Chinese
原文音譯:Ôzw 哦索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:氣味
字義溯源:聞出氣味*,發出臭氣,臭,香氣
同源字:1) (εὐωδία)馨香之氣 2) (ἡδύοσμον)有芬香味的植物 3) (ὄζω)聞出氣味 4) (ὀσμή)香氣 5) (ὄσφρησις)聞味
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 他⋯臭了(1) 約11:39
Mantoulidis Etymological
(=μυρίζω). Θέμα ὀδ+j+ω → ὄζω. (Λατιν. odor).
Παράγωγα: ὀδμή καί ὀσμή (=μυρωδιά), ὀδμήεις, ὀδωδή (=μυρωδιά), ὀσμήρης ἤ ὀσμηρός, ὄζαινα (=ἀρρώστια τῆς μύτης πού ἀφήνει δυσῶδες ὑγρό), εὐώδης, εὐωδία, εὔοσμος, δύσοσμος, δυσώδης, δυσωδία, κάκοσμος, κακοσμία.
Translations
stink
Arabic: نَتُنَ, نَتِنَ; Aromanian: mput, amput, mputsãscu; Belarusian: смярдзець; Bulgarian: смърдя, воня; Burmese: နံ; Catalan: pudir; Chickasaw: kosoma, shoha; Chinese Mandarin: 發臭, 发臭, 發臭味, 发臭味, 發惡臭, 发恶臭; Crimean Tatar: sasımaq; Czech: smrdět, páchnout; Dutch: stinken; Esperanto: malbonodori; Finnish: haista; French: puer, empester; Galician: feder, abafar, cheirar; Georgian: ყარს; German: stinken, riechen, müffeln; Greek: βρομάω, βρωμάω, μυρίζω; Ancient Greek: δυσωδέω, ὄζω, ὄσδω, βρωμέω; Hawaiian: hauna; Hebrew: הִסְרִיחַ; Hungarian: bűzlik, büdös; Hunsrik: stinke; Italian: puzzare; Japanese: 臭う, 悪臭を放つ; Kazakh: сасу; Korean: 악취를 풍기다; Lao: ເຫມັນ, ເໝັນ; Latin: foeteo; Latvian: smirdet; Lithuanian: smirdėti; Lushootseed: ʔihəl; Macedonian: смрди; Malay: busuk; Malayalam: നാറുക, ദുർഗന്ധം വമിക്കുക; Neapolitan: fete; Occitan: pudir; Ojibwe: maazhimaagozi, maazhimaagwad; Polish: śmierdzieć, cuchnąć, trącić, capić, walić, jebać; Portuguese: feder, tresandar; Quechua: hunyay, asnay, asnai, asyai; Romanian: puți; Russian: вонять, смердеть, дурно пахнуть; Sanskrit: पूयति; Scots: ming; Serbo-Croatian Cyrillic: смрдити; Roman: smrditi; Sicilian: fetiri; Slovak: smrdieť, páchnuť; Slovene: smrdeti; Spanish: heder, apestar, cantar, oler mal; Swahili: nuka; Swedish: stinka; Telugu: దుర్గంధము; Thai: เหม็น; Ukrainian: смерді́ти; Vietnamese: bốc mùi thối, bay mùi thối, thối; Volapük: lusmelön; Welsh: drewi; White Hmong: tsw phem; Yiddish: שטינקען