αναλύω

Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀναλύω)
1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία
2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.)
3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ
4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.)
5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό στα στοιχεία του
νεοελλ.
1. χωρίζω μια σύνθεση σε μικρότερες ενότητες, απλοποιώ, απλουστεύω
2. καταστρέφω, αφανίζω
3. μέσ. κινούμαι με δυσκολία λόγω σωματικής αδυναμίας
4. παθ. παραλύω από σωματική ή ψυχική αιτία
αρχ.-μσν.
φεύγω από τη ζωή, πεθαίνω
αρχ.
1. λύνω, ξεδένω
2. (για ύφασμα) ξεϋφαίνω, ξεπλέκω
3. ελευθερώνω, απαλλάσσω
4. ξεφεύγω, γλυτώνω
5. ακυρώνω, καταργώ, αχρηστεύω
6. (για λάθη) κάνω να λησμονηθεί, εξαλείφω, διαγράφω
7. αποδίδω σε νεκρό τη χρήση τών ματιών και της γλώσσας του
8. (στην Ιατρ.) ηρεμώ, ξεκουράζομαι, χαλαρώνω
9. λύνω κάποιο πρόβλημα, επιλύω
10. λύνω το μάγια, ξεμαγεύω
11. επανορθώνω
12. απομακρύνομαι, αναχωρώ, φεύγω
13. σηκώνω την άγκυρα, αποπλέω
14. επανέρχομαι, επιστρέφω
15. βάζα τέρμα σε κάτι, διακόπτω, καταπαύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. ανα- + λύω.
ΠΑΡ. ανάλυση (ις), αναλύτης
αρχ.
ἀναλυτήρ, ἀνάλυτος μσν.-νεοελλ. αναλύσιμος
νεοελλ.
ανάλυμα, αναλυμός, αναλυτής, αναλυτός].