κεκρύφαλος

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεκρύφᾰλος Medium diacritics: κεκρύφαλος Low diacritics: κεκρύφαλος Capitals: ΚΕΚΡΥΦΑΛΟΣ
Transliteration A: kekrýphalos Transliteration B: kekryphalos Transliteration C: kekryfalos Beta Code: kekru/falos

English (LSJ)

ὁ,

   A woman's hair-net, τῆλε δ' ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα, ἄμπυκα, κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην Il.22.469, cf. Hp.Steril.219, Ar.Th.138, D.H.7.9; κ. καὶ μίτρα Ar.Th.257; λιθόβλητοι, λιθοκόλλητοι κ., AP5.269 (Paul. Sil.), 275 (Agath.).    2 part of the head-stall of a bridle, X.Eq.6.8; ἱππικὸς κ. IG22.1388.74, cf. Poll.1.184, 10.55.    II second stomach of ruminating animals, from its net-like structure, Arist.HA507b4, PA674b14, Ael.NA5.41.    III pouch or belly of a hunting-net, X.Cyn.6.7, Plu.Alex. 25. [ῠ in Hom., AP; but ῡ in Att., Ar.l.c., Eup.170, Antiph.117, 189.]

German (Pape)

[Seite 1413] ὁ (κρύπτω), ein geflochtenes oder gestricktes Kopfnetz der Frauen, welches die Haare zusammenhält u. verbirgt; Il. 22, 468 τῆλε δ' ἀπὸ κρατὸς χέε δέσματα σιγαλόεντα, ἄμπυκα, κεκρύφαλόν τε ἠδὲ πλεκτὴν ἀναδεσμήν; Ar. κεκρυφάλου δεῖ καὶ μίτρας Thesm. 138; oft bei sp. D, κόμας ῥύτωρ Ep. ad. 115 (VI, 280), wie χαίτας ῥύτωρ Archi. 5 (VI, 207); κεκρυφάλων λιθοκολλήτων πλέγματα Agath. 5 (V, 276). – Ein Stück am Pferdezaum, Stirnriemen, Xen. de re equ. 6, 7. – Der Sack od. Bauch der Jagd- od. Stellnetze; Xen. Cyn. 6, 7; ἐνσχεθεὶς νευρίνοις κεκρυφάλοις Plut. Alex. 25. – Der zweite Magen der wiederkäuenden Thiere; Arist. part. anim. 3, 13 u. öfter; Ael. H. A. 5, 41. – [Bei Ar. u. Antiphan. Ath. XV, 681 c ist υ lang, bei Hom. u. in der Anth. kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

κεκρύφᾰλος: ῠ, ὁ, (κρύπτω), δικτυοειδῶς πεπλεγμένος κεφαλόδεσμος, ἐν ᾧ περιώριζον τὴν ἑαυτῶν κόμην αἱ γυναῖκες, Λατ. reticulum, τῆλε δ’ ἀπὸ κρατὸς χέε δέσματα σιγαλόεντα, ἄμπυκα, κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην Ἰλ. Χ. 469· κ. καὶ μίτρα Ἀριστοφ. Θεσμ. 138, 257, Διον. Ἁλ. 7. 9, πρβλ. Foës Οἰκ. Ἱππ.· ὁ κεκρύφαλος λέγεται σφιγκτὴρ τῆς πλεκτῆς κόμης Ἀντίπατρ. Σιδ. εἰς Ἀνθ. Π. 6. 206· κεκρύφαλοι σφίγγουσι τεὴν τρίχα Παῦλ. Σιλ. αὐτόθι 5. 260· κ. ῥύτορα χαίτας ὁ αὐτ. 6. 207· κεκρυφάλῳ καταδῆσαι Ἱππ. 678. 54· ἐνίοτε ἐκοσμεῖτο διὰ πολυτίμων λίθων, κεκρυφάλων λιθοκολλήτων πλέγματα Ἀνθ. Π. 5. 270. 276· ὡς παραδείγματα δύνανται νὰ χρησιμεύσωσιν οἱ παριστανόμενοι ἐπὶ τῶν ἀργυρῶν μεταλλίων τῶν Συρακουσῶν· τοιοῦτον κεφαλόδεσμον εἰσέτι φοροῦσιν αἱ γυναῖκες ἐν Ἰταλίᾳ καὶ Ἱσπανίᾳ. 2) μέρος τοῦ χαλινοῦ τῶν ἵππων, ὁ πρὸς τὸ μέτωπον ἱμάς· «οἱ τῶν ἵππων κορυφαστῆρες καὶ ἄμπυκες» Ἡσύχ., Ξεν. Ἱππ. 6. 8· ἱππικὸς κ. Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β· 23, πρβλ. Πολυδ. Α', 184., Ι'. 55. ΙΙ. ὁ δεύτερος στόμαχος τῶν μηρυκαστικῶν ὡς ἐκ τῆς δικτυοειδοῦς κατασκευῆς αὐτοῦ, καλούμενος καὶ Γαλλιστὶ le bonnet, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 9, π. Ζ. Μορ. 3. 14, 8, Αἰλ. π. Ζ. 5. 41. ΙΙΙ. ἡ κοιλία κυνηγετικοῦ δικτύου, «ἄρκυος ἡ κοιλότης» Πολυδ. Ε', 31, Ξεν. Κυν. 6. 7, Πλουτ. Ἀλέξ. 25. ῠ παρ’ Ὁμ., Ἀνθ.· ἀλλὰ ῡ παρ’ Ἀττ., ἴδε Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὔπολ. ἐν «Κόλ.» 21, Ἀντιφῶντα ἐν «Κιθαριστ.» 1, «Παρ.» 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 réseau ou mouchoir dont les femmes se couvraient la tête;
2 creux ou partie concave d’un filet de chasse;
3 second estomac des ruminants.
Étymologie: κορυφή, avec redoubl.

English (Autenrieth)

net to confine the hair, Il. 22.469†. (See cut No. 41.)

Greek Monolingual

ο (Α κεκρύφαλος) ζωολ. ο δεύτερος από τους 4 θαλάμους από τους οποίους αποτελείται το στομάχι των ανώτερων μηρυκαστικών
αρχ.
1. κεφαλόδεσμος τών γυναικών πλεγμένος δικτυωτά, μέσα στον οποίο περιόριζαν τα μαλλιά τους
2. μέρος του χαλινού του αλόγου, ο προς το μέτωπο ιμάντας
3. η κοιλότητα του κυνηγετικού διχτιού, ο δικτυοειδής σάκος τών κυνηγών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πιθ. ασιατικής προελεύσεως. Ίσως σχηματίστηκε κατ' επίδραση τών κρύπτω, κρύφα.