κατερύω

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνονPlato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατερύω Medium diacritics: κατερύω Low diacritics: κατερύω Capitals: ΚΑΤΕΡΥΩ
Transliteration A: katerýō Transliteration B: kateryō Transliteration C: kateryo Beta Code: kateru/w

English (LSJ)

Ion. κατ-ειρύω,

   A draw, haul down, freq. in Od. of ships, τήν γε [σχεδίην] κατείρυσεν εἰς ἅλα δῖαν 5.261:—Pass., νηῦς τε κατείρυσται 8.151, etc.; so κατειρύσαντες ἐς Σαλαμῖνα τὰ ναυήγια Hdt.8.96; also κ. οὔθατα μόσχου to draw or milk them, Nic.Th.552; τόξα κ. draw a bow, AP9.16 (Mel.):—Med., κὰδ δ' ἄρα λαῖφος ἐρυσσάμενοι unfurling, A.R.2.931.

German (Pape)

[Seite 1397] (s. ἐρύω), herunter-, herabziehen, z. B. Schiffe vom Lande ins Meer, εἰς ἅλα Od. 5, 261; pass., νῆα κατειρύσθαι 14, 332, sp. D.; – ion. κατειρύω, Her. 8, 96; s. auch Orph. Arg. 242 Nic. Ther. 552.

Greek (Liddell-Scott)

κατερύω: Ἰων. -ειρύω: μέλλ. -ύσω, καθέλκω, καθελκύω˙- σύρω κάτω, καταβιβάζω ἐκ τῆς ξηρᾶς εἰς τὴν θάλασσαν, συχνάκις ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ πλοίων, Λατ. deducere naves, τήν γε νῆα κατείρυσεν εἰς ἅλα δῖαν μοχλοῖσιν, ἐν τῷ πεζῷ, καθελκύσαι ναῦν, Ε. 261, κτλ.˙ καὶ ἐν τῷ παθ., Θ. 151˙ νῆα κατειρύσθαι Ξ. 332, κτλ.˙ οὕτω, κατειρύσαντες ἐς Σαλαμῖνα τὰ ναυήγια Ἡρόδ. 8. 96˙- ὡσαύτως, κατείρυσε οὔθατα μόσχου, ἤμελξεν, (Σχολ. «καταρρεῦσαι ἐποίησεν»), Νικ. Θηρ. 552˙ κ. τόξα, ἕλκω, ἐντείνω τόξον, Ἀνθ. Π. 9. 16˙- ἐν τῷ μέσ., κὰδ δ’ ἄρα λαῖφος ἐρυσσάμενοι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 931.

French (Bailly abrégé)

1 tirer en bas : εἰς ἅλα OD mettre (des vaisseaux) à la mer;
2 amener jusqu’à : ἐς Σαλαμῖνα τὰ ναυήγια HDT jusqu’à Salamine les épaves du naufrage.
Étymologie: κατά, ἐρύω.

English (Autenrieth)

aor. κατείρυσε, pass. perf. κατείρυσται, κατειρύσθαι: draw down, launch a vessel.

Greek Monolingual

κατερύω, ιων. τ. κατειρύω (Α)
1. (σχετικά με πλοία) σύρω από την ξηρά στη θάλασσα, καθέλκω («τήν γε κατείρυσαν εἰς ἅλα δῑαν», Ομ. Οδ.)
2. αρμέγω («κατείρυσε οϋθατα μόσχου», Νίκ.)
3. (σχετικά με τόξο) τραβώ, τεντώνω
4. μέσ. κατερύομαι
(σχετικά με πανί πλοίου) ανοίγω, ξεδιπλώνω («κάδ. δ' ἄρα λαῑφος ἐρυσσάμενοι», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρύω «σύρω, έλκω»].