μῆλον

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῆλον Medium diacritics: μῆλον Low diacritics: μήλον Capitals: ΜΗΛΟΝ
Transliteration A: mē̂lon Transliteration B: mēlon Transliteration C: milon Beta Code: mh=lon

English (LSJ)

(B), τό, Dor. and Aeol. μᾶλον,

   A apple or (generally) any treefruit, Il.9.542, Od.7.120, Hes.Th.215, 335 (whereas in Id.Op. only μῆλον (A) is found), Hdt.1.195, 2.92,7.41; χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει Ar.Nu.978; χρύσια μ. Theoc.29.37; μ. ἄγριον crab, Pyrus acerba, Dsc.1.115.4; μ. Ἀρμενιακόν apricot, Prunus armeniaca, Id.1.115.5, Gal.6.594 (μ. ἐαρινά PCair.Zen.33.13 (iii B.C.)); μ. Ἠπειρωτικόν roseapple, Dsc.1.115.4; μ. Κυδώνιον quince, Hp.Vict.2.55, Dsc.1.115.1, Gal.6.563, SIG1171.15 (Lebena); μ. Μηδικόν citron, Citrus medica, Dsc.1.115.5 (μ. κίτριον Gal.12.77); μ. Περσικόν peach, Prunus persica, Id.6.592; τῶν Ποντικῶν ἐκείνων ἂ καλοῦσι μῆλα, of a kind of gourd, ib.563.    2 seed-vessel of the rose, Thphr.HP6.6.6.    II pl., metaph., of a girl's breasts, Ar.Lys.155, Ec.903, Theoc.27.50.    2 cheeks, PPetr.3.p.2, al. (iii B.C.), AP9.556 (Zon.), Ruf.Onom.46, Luc. Im.6, Arch.Pap.4.271 (iii A.D.): in sg., μ. ἀριστερόν BGU998.4 (ii B.C.), etc.: but in Theoc.14.38, τὰ σὰ δάκρυα μᾶλα ῥέοντι thy tears run like apples, i.e. big round tears and sweet withal.    3 swellings under the eye, Hsch.s.v. κύλα.    4 tonsils, Ruf.Onom.64.    5 cups shaped like apples, IG11(2).161 B41, al. (Delos, iii B.C.). (Cf. Lat. mālum, perh. borrowed from Gr.)
μῆλον (A), τό,

   A sheep or goat, ἢ βοῦν ἠέ τι μῆλον Od.12.301 (cf. 299); μῆλον, ζατρεφέων αἰγῶν ὅς τις φαίνηται ἄριστος 14.105; elsewh. Hom. uses the pl. (to distinguish the gender, an Adj. is added, ἄρσενα μ. rams, wethers, Od.9.438; ἔνορχα μ. Il.23.147) to denote sheep or goats, ἔνθα δὲ πολλὰ μῆλ', ὄϊές τε καὶ αἶγες, ἰαύεσκον Od.9.184; ὡς δὲ λέων μήλοισιν . . ἐπελθών, αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσι Il.10.485: generally, small cattle, opp. βόες, βόες καὶἴφια μ. 9.406, cf. Hes.Op.786, 795, etc.; μ. καὶ βοῶν ἀγέλας Pi.P.4.148; μ. καὶ ποίμνας S.Aj.1061: abs., of sheep, ἄργυφα μ. Od.10.85; μήλων εὐπόκοις νομεύμασιν A.Ag.1416; of Europa's bull, Simon.28; so μυκηθμοῖσι καὶ βρυχήμασιν . . μήλων of herds, A.Fr. 158: generally, beasts, opp. men, γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις Pi.O.7.63; esp. of sacrificial beasts, ib.80, A.Ag.1057, etc.; also of beasts of chase, S.Fr.1069:—Lyc.106 has metaplast.gen. pl. μηλάτων. (Not found in Prose, exc. Hdt. ap. Sch.Il.4.476. The Dor. form is μῆλον (not μᾶλον), Pi.P.4.148, 9.64, al.; also in pr. nn., Εὔμηλος IG 12(3).540 (Thera), etc.; Boeot. μεῖλον in Πισίμειλος ib.7.3193.12 (Orchom., iii B.C.), etc.: cf. OIr. mīl '(small) animal', Dutch maal 'young cow'.)

German (Pape)

[Seite 173] τό, 1) Schaafund Ziege, kleines Stück Vieh; im sing. bei Hom. nur Od. 12, 301, wo es das Schaaf, u. 14, 105, wo es die Ziege bedeutet; sonst im plur., ohne Unterschied des Geschlechts; ἔνορχα μῆλα, Widder, Il. 23, 147; ἄρσενα μῆλα, Od. 9, 438; βόες καὶ ἴφια μῆλα, neben einander, Stiere und kleines Vieh, wo es Schaafe oder Ziegen sein können, Il. 9, 406. 466 u. öfter; vgl. 10, 485, λέων μήλοισιν ἀσημάντοισιν ἐπελθών, αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσιν, u. 9, 184, πολλὰ μῆλ' ὄϊές τε καὶ αἶγες; πίονα μῆλα, Od. 9, 315 u. öfter; ἄργυφα, Schaafe, 10, 85; μήλων κνισσάεσσα πομπά, Pind. Ol. 7, 80; μῆλα καὶ βοῶν ἀγέλας, P. 4, 148; μήλων εὐπόκοις νομεύμασιν, also von Schaafen, Aesch. Ag. 1390; ἕστηκεν ἤδη μῆλα πρὸς σφαγάς, ib. 1027; πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας πεσεῖν, Soph. Ai. 1040; häufiger bei Eur. von Opferschaafen. So noch sp. D., von denen Lycophron 106 einen metaplastischen gen. plur. μηλάτων bildet. In Prosa ist es in dieser Bedeutung ungebräuchlich.

Greek (Liddell-Scott)

μῆλον: (Α), ου, τὸ πρόβατον ἢ αἴξ, ἢ βοῦν ἢ ἔτι μῆλον Ὀδ. Μ. 301 (πρβλ. 299)· ἕκαστος... μῆλον ἀγινεῖ ζατρεφέων αἰγῶν Ξ. 105· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν πληθ. (πρὸς διάκρισιν δὲ τοῦ γένους προστίθεται ἐπίθετον, ἄρσενα μ., κριοί, «κριάρια», Ὀδ. Ι. 438· ἔνορχα μ. Ἰλ. Ψ. 147), πρὸς δήλωσιν ποιμνίων προβάτων καὶ αἰγῶν, «γιδοπρόβατα», ἔνθα δὲ πολλὰ μῆλ’, ὄϊές τε καὶ αἶγες, ἰαύεσκον Ὀδ. Ι. 184· ὡς δὲ λέων μήλοισιν... ἐπελθών, αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσι Ἰλ. Κ. 485· ἐντεῦθεν καθόλου ὡς τὰ πρόβατα, μικρὰ κτήνη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: βόες, ὡς τὸ Λατ. pecudes πρὸς τὸ armenta, βόες καὶ ἴφια μῆλα Ἰλ. Ι. 406, κτλ.· μῆλα καὶ βοῶν ἀγέλας Πίνδ. Π. 4. 263· μῆλα καὶ ποίμνας Σοφ. Αἴ. 1061· - ἀλλ’ ἀπολ. ἐπὶ προβάτων, ἄργυφα μῆλα Ὀδ. Κ. 85· μήλων εὐπόκοις νομεύμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1416· ἐπὶ βοός, Σιμων. 249· οὕτω, μυκηθμοῖσι καὶ βρυχήμασιν μήλων, ἐπὶ ἀγελῶν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155· καθόλου, ζῷα κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, Πίνδ. Ο. 7. 116· ἰδίως ἐπὶ τῶν πρὸς θυσίαν ζῴων, αὐτόθι 145, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1057, κτλ.· - ἔτι δὲ καὶ ἐπὶ ζῴων τοῦ κυνηγίου, Σοφ. Ἀποσπ. 911· - ὁ Λυκόφρ. 106 μεταχειρίζεται κατὰ μεταπλασμὸν γεν. πληθ. μηλάτων· - (Ἡ λέξις δὲν εἶναι οὕτως ἐν χρήσει παρὰ πεζογράφοις. Δὲν γίνεται δὲ μᾶλον παρὰ Πινδ., ἐπειδὴγνήσιος Δωρ. καὶ Βοιωτ. τύπος εἶναι μεῖλον, Αhrens D. Dor. 145, 153).

French (Bailly abrégé)

1ου (τό) :
animal de petit bétail, particul.
1 mouton ; d’ord. au pl. τὰ μῆλα troupeau de moutons ou de brebis;
2 chèvre ; d’ord. au pl. τὰ μῆλα troupeau de chèvres.
Étymologie: DELG irl. mil et gall. mil « petit animal », germ. mala « vache » ; néerl. maal « jeune vache » ; arm. mal « mouton », v.sl. malu « petit ».
2ου (τό) :
1 pomme ou fruit semblable à une pomme ; pomme : τὰ χρύσεα μῆλα SOPH pommes d’or ou des Hespérides, càd oranges ou citrons ; μῆλον Μηδικόν PLUT citron ; p. anal. pomme d’or ou d’argent (à l’extrémité d’une lance, d’un bâton, etc.);
2 fruit d’arbre fruitier en gén.
Étymologie: cf. lat. malum.

English (Autenrieth)

(1): apple (mālum).
(2): sheep or goat, Od. 12.301, Od. 14.305; mostly pl., μῆλα, small cattle, flocks.

English (Slater)

pl.,
   1 herds πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις (O. 7.63) μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ (O. 7.80) “μῆλά τε γάρ τοι ἀφίημ” (P. 4.148) “ἄγχιστον ὀπάονα μήλων” (P. 9.64) λιπαροτρόφων θυσι[ μή]λων (Pae. 12.7)

Spanish

manzana

Greek Monolingual

(I)
το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον)
βλ. μήλο.———————— (II)
μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α)
1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.)
2. ταύρος
3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα
β) ποίμνιο
γ) αγέλη ζώων
δ) (γενικά) ζώα, σε αντιδιαστολή προς τους ανθρώπους («γαῑαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις», Πίνδ.)
ε) (ειδικά) ζώο για κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε IE mēlo- ή smēlo «μικρό ζώο» και συνδέεται άμεσα με αρχ. ιρλδ. mil «μικρό ζώο» αλλά και με αρμ. mal «πρόβατο». Με βάση τον ΙΕ τ. smēlo- το ελλ. μῆλον μπορεί να συνδεθεί με ΙΕ λ. με σημ. «μικρός, λεπτός» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. smal, αγγλ. small). Η λ. ως β' συνθετικό απαντά με τη μορφή -μηλος και σε κύρια ον. (πρβλ. Εύ-μηλος, Καλλί-μηλος, Πολύ-μηλος).
ΠΑΡ. μηλωτή (Ι)
αρχ.
μηλάτης, μήλειος(ΙΙ), μηλίς(ΙΙ), μηλίτης(ΙΙ), μηλωτής.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μηλολόνθη
αρχ.
μηλιαυθμός, μηλοβατώ, μηλοβοσκός, μηλόβοτος, μηλογενής, μηλοδαΐκτας, μηλοδόκος, μηλοθύτης, μηλόκερως, μηλοκλόπος, μηλοκόμος, μηλοκτόνος, μηλονόμης, μηλονόμος, μηλοσκόπος, μηλοσόη, μηλοσσόος, μηλοσφάγος, μηλοτρόφος, μηλοφάγος (ΙΙ), μηλοφόνος, μηλοφύλαξ (II). (Β' συνθετικό σε -μηλος) αρχ. δεξίμηλος, εύμηλος, φερέμηλος, φιλόμηλος, φυξίμηλος].