ὁμόσε

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόσε Medium diacritics: ὁμόσε Low diacritics: ομόσε Capitals: ΟΜΟΣΕ
Transliteration A: homóse Transliteration B: homose Transliteration C: omose Beta Code: o(mo/se

English (LSJ)

Adv., (ὁμός)

   A to one and the same place, [ποταμῶν] ὁ. στόματ' ἔτραπε Il.12.24 ; ὁμόσ' ἦλθε μάχη the battle came to the same spot, i.e. the fight thickened, 13.337 ; ὁμόσε ἰέναι come to close quarters, close with the enemy, Ar.Ec.863 ; ἰέναι τοῖς ἐχθροῖς ὁ. Th.2.62 ; βαδιστέον ὁ. Ar.Ec.876 ; ὁ. χωρεῖν τινι Id.Lys.451 ; ὁ. θεῖν, φέρεσθαι, run to meet, X.An.3.4.4, Cyn.10.21 ; ὁ. ταῖς λόγχαις ἰέναι Id.Smp.2.13.    2 metaph., ὁ. ἰέναι τοῖς ἐρωτήμασιν come to issue with the questions, Pl. Euthd.294d, cf. R.610c ; χωρεῖν ὁ. τοῖς λόγοις E.Or.921 ; ὁ. χωρεῖν πρὸς τὰς τιμωρίας Phld.Herc.1289p.59V.; ὁ. βαδιεῖται τῷ Παρμενίδου λόγῳ Arist.Metaph.1089a3 ; φήμῃ Plu.Thes.10 ; ὁ. χωροῦσι τοῖς ποιηταῖς are at issue with... Ael.Fr.166 ; ὁ. τοῖς δεινοῖς χωρεῖν D.H.6.74.    3 ὁ. πορεύεσθαι to be moving towards agreement, D.56.14.    II together with, c. dat., Plb.3.51.4, etc. ; ἱερατευκότα τῆς Ἑκάτης ὁ. ὅτε καὶ τοῦ Παναμάρου at the same time as . ., BCH12.86 ; ὁ. ταῖς ἄλλαις εὐεργεσίαις PGiss.4.6(ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 339] nach einem u. demselben Orte hin; τῶν πάντων ὁμόσε στόματ' ἔτραπε Φοῖβος, Il. 12, 24; τῶν ὁμόσ' ἦλθε μάχη, die Schlacht kam zusammen, die Kämpfenden wurden handgemein, 13, 337; ὁμόσε χωρεῖν τοῖς λόγοις, Eur. Or. 919; χωρεῖν, ἰέναι, Ar. Lys. 451 Eccl. 863; Thuc. 4, 29 u. öfter; ὁμόσε ἰόντες νενικήκατε, Xen. An. 6, 3, 23; auch ὁμόσε τοῖς πολεμίοις συμμιγνύναι, Cyr. 7, 1, 26; γίγνεσθαι, 1, 2, 10; ὁμόσε χωρήσεται, er wird entgegentreten, Plat. Theaet. 165 e; ἐάν τις ὁμόσε τῷ λόγῳ τολμᾷ ἰέναι, Rep. X, 610 c, vgl. Euthyd. 294 d; Folgde, wie Plut. Thes. 10 u. Luc. – Bei Dem. 56, 14 entspricht ὁμόσε πορεύεσθαι dem vorangehenden συγχωρεῖν, eigtl. die Hand bieten, oder sich Einem nähern. – Pol. vrbdt es in der Bdtg von σύν mit dem dat., zugleich mit, 4, 16, 10. 6, 7, 5, 10, 12, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόσε: Ἐπίρρ. (ὁμὸς) εἰς τὸν αὐτὸν τόπον, Ἰλ. Β. 24· ὁμόσ’ ἦλθε μάχη, ἦλθεν εἰς τὸν αὐτὸν τόπον, δηλ. τὰ δύο στρατεύματα συνηντήθησαν, ἦλθον εἰς χεῖρας, ἡ μάχη συνήφθη ἐκ τοῦ συστάδην, Ν. 337· οὕτω παρ’ Ἀττ., ὁμόσε ἰέναι, ὡς τὸ Λατ. cominus pugnare, ἔρχεσθαι εἰς χεῖρας, συμπλέκεσθαι μετὰ τοῦ ἐχθροῦ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 863· ὁμ. ἰέναι τοῖς ἐχθροῖς Θουκ. 2. 62· βαδιστέον ὁμ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 876· ὁμ. χωρεῖν τινι ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 451· ὁμ. θεῖν, φέρεσθαι, τρέχειν εἰς συνάντησιν, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 4, Κυν. 10, 21· ὁμ. ταῖς λόγχαις ἰέναι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 2, 13. 2) μεταφορ., ὁμ. ἰέναι τοῖς ἐρωτήμασι, ἔρχεσθαι εἰς τελικὴν συζήτησιν διὰ τῶν ἐρωτήσεων, Πλάτ. Εὐθύδ. 294D· χωρεῖν ὁμ. τοῖς λόγοις Εὐρ. Ὀρ. 921, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 610C, Εὐθύδ. 294D· ὁμ. βαδίζειν τῷ Παρμενίδου λόγῳ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 2. 5· ὁμ. ἔχειν τοῖς ποιηταῖς, σφοδρῶς φέρεσθαι κατὰ τῶν ποιητῶν, Αἰλιαν. παρὰ Σουΐδ.· ὁμ. χωρεῖν τοῖς δεινοῖς Διον. Ἁλ. 6. 74. 3) ὁμόσε πορεύεσθαι, Λατ. concedere, ῥέπειν εἰς συμβιβασμόν, Δημ. 1287. 10. ΙΙ. ὡς τὸ ἅμα ἢ σύν, μετὰ δοτ., Πολύβ. 3. 51, 4, κλ. ΙΙΙ. τὸ ὁμόσε, ὁμαλόν, ἐπίπεδον ἔδαφος, Πλούτ. 1. 559C. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 161 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

adv.
vers le même lieu, dans la même direction : τινί, marcher vers qqn pour l’attaquer, aller au-devant de l’ennemi.
Étymologie: ὁμός, -σε.

English (Autenrieth)

to the place, together, Il. 12.24 and Il. 13.337.

Greek Monolingual

ὁμόσε (Α)
επίρρ.
1. στην ίδια κατεύθυνση, στον ίδιο τόπο
2. μαζί με έναν άλλο, συγχρόνως
3. κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα
4. φρ. α) «ὁμόσε χωρῶ τινι» και «ὁμόσε βαδίζω τινί» — έρχομαι σε αντίθεση, αντιτίθεμαι σε κάποιον ή σε κάτιὁμόσε βαδιεῑται τῷ Παρμενίδου λόγῳ», Αριστοτ.)
β) «ὁμόσε ἔρχομαι [[[βαδίζω]], χωρῶ]» — έρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου
γ) «ὁμόσε ταῑς λόγχαις ἔρχομαι» — βαδίζω, ορμώ στη μάχη
δ) «ὁμόσε θέω [φέρομαι]» — τρέχω, σπεύδω με σκοπό να συναντήσω κάποιον
ε) «ὁμόσε ἔρχομαι τοῑς ἐρωτήμασιν» — φτάνω σε τελική συζήτηση με τη διαδικασία υποβολής ερωτήσεων
στ) «ὁμόσε πορεύομαι» — κλίνω προς συμφωνία, έρχομαι σε συμβιβασμό
5. (με άρθρ. ως ουσ.) τo ὁμόσε
το ομαλό, έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμός + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. μηδαμό-σε, πολλαχό-σε)].