συγχαίρω
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
aor. -εχάρην [ᾰ] Plb.15.5.13, 30.18.1, imper.
A -χάρηθι Anacreont.31.30:—rejoice with, A.Ag.793 (anap.), Ar.Pax1317 (anap.); χαῖρε . . καί σοι ξυγχαίρομεν ἡμεῖς Id.Eq.1333 (anap.); σ. ἐπὶ τοῖς σοῖς ἀγαθοῖς X.Hier.11.12; σ. ἀγαθῷ γενομένῳ Pl.Epin.988b: c. dat. pers., τὸν συναλγοῦντα καὶ σ. τῷ φίλῳ Arist.EN1166a8; οὐ σ. οὐδὲ συναλγεῖν ἑαυτοῖς ib.1166b18: later in Med., IG14.966.5 (Rome, ii A.D.). II wish one joy, congratulate, σ. τῶν γεγενημένων wish one joy of . ., D.15.15; σ. τῇ συγκλήτῳ ἐπὶ τοῖς γεγονόσιν Plb.30.18.1, cf. SIG700.41 (Lete, ii B.C.); σ. τῇ πόλει ὅτι . . Aeschin.2.45.
German (Pape)
[Seite 971] (s. χαίρω), sich mitfreuen; Aesch. Ag. 767; τινί, Ar. Equ. 1330; συγχάρηθι, Anacr. 31, 30; ἀγαθῷ γενομένῳ, Plat. Epin. 988 b; ἐπί τινι, Xen. Hier. 11, 12; Schadenfreude empfinden, τινί τινος, Dem. 15, 15; – Einem wozu Glück wünschen, τινὶ ἐπί τινι, Pol. 30, 16, 1 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
συγχαίρω: μέλλ. -χᾰρήσομαι· ἀόρ. -εχάρην (Πολύβ. 30. 16., 11., 15. 5. 13), προστακτ. -χάρηθι Ἀνακρεόντ. 34. 30. Ὡς καὶ νῦν, χαίρω μετά τινος, λαμβάνω μέρος εἰς τὴν χαράν τινος, μετέχω τῆς χαρᾶς αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 793, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1317· χαῖρε... καὶ ξυγχαίρομεν ἡμεῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1333· σ. ἐπί τινι, ἐπί τινι πράγματι, Ξεν. Ἱέρ. 11, 12· σ. ἀγαθῷ γενομένῳ Πλάτ. Ἐπιν. 988Β· ὡσαύτως μετὰ δοτ. προσ., τὸν συναλγοῦντα καὶ σ. τῷ φίλῳ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 4, 1· οὐ σ. οὐδὲ συναλγεῖν ἑαυτοῖς αὐτόθι 9. ΙΙ. ἐκφράζω τινὶ φιλικῶς τὴν χαράν μου, συγχαίρω, «προσφέρω συγχαρητήρια», σ. τινὶ τῶν γεγενημένων, συγχαίρω αὐτῷ διὰ τὰ γεγενημένα, Δημ. 194. 23· οὕτω, σ. τινὶ ἐπί τινι Πολύβ. 30. 16, 1· σ. τινὶ ὅτι... Αἰσχίν. 31. 9 ― Ὁ μέσ. τύπος συγχαίρομαι ἀντὶ συγχαίρω ἀπαντᾷ παρὰ Νικηφόρῳ ἐν Μουστοξύδου Ἀνεκδ. σ. 2, καὶ ἐν Dittenb. ²807, 5, τοῦ δήμου παρεστῶτος καὶ συγχαιρομένου.
French (Bailly abrégé)
f. συγχαρήσομαι, ao.2 συνεχάρην;
se réjouir avec : τινι avec qqn ; τινι, ἐπί τινι de qch ; ὅτι de ce que.
Étymologie: σύν, χαίρω.
English (Strong)
from σύν and χαίρω; to sympathize in gladness, congratulate: rejoice in (with).
English (Thayer)
(T WH συνχαίρω (cf. σύν, II. at the end)); imperfect συνέχαιρον; 2nd aorist συνεχαρην (passive as set., so Veitch (under the word χαίρω) etc.; others, active, after the analogy of verbs in); to rejoice with, take part in another's joy (Aeschyl, Aristophanes, Xenophon, others): with a dative of the person with whom one rejoices, to rejoice together, of many, to congratulate (Aeschines, Polybius (Plutarch; cf. Lightfoot on Phil. as below; Philippians 2:17f.
Greek Monolingual
ΝΜΑ χαίρω
1. μετέχω στη χαρά κάποιου
2. δίνω συγχαρητήρια.