ατενής

From LSJ
Revision as of 11:10, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source

Greek Monolingual

-ές (AM ἀτενής, -ές)
Ι. (για το βλέμμα) ο προσηλωμένος σ' ένα σημείο
II. επίρρ. ατενώς
1. κατευθείαν, μπροστά
αρχ.
Ι. 1. εκτεταμένος, τεντωμένος
2. έντονος, ισχυρός
3. ευθύς
4. (για τον ανθρώπινο νου και λόγο) ειλικρινής, τίμιος
5. άκαμπτος, ισχυρογνώμων
6. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀτενές
υπερβολικά
II. επίρρ. φρ. «ἀτενῶς ἔχω πρός τι» — είμαι επίμονα αντίθετος σε κάτι, απεχθάνομαι κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (αθροιστικό) (πιθ. με ιωνική ψίλωση) + (ένσιγμο θέμα) τένος «τέντωμα, ένταση» (πρβλ. λατ. tenus «βρόχος», απ' όπου επίρρ. tenus «μέχρι, έως», αρχ. ινδ. tanas «καταγωγή, απόγονοι», ρ. τείνω), ενώ κατ' άλλη άποψη το α- πιθ. αντιπροσωπεύει τη συνεσταλμένη βαθμίδα του προρρηματικού εν-. Η λ. ατενής σημαίνει αρχικά «τεντωμένος, τεταμένος», μ' αυτή δε την έννοια χρησιμοποιείται κυρίως για να χαρακτηρίσει τα μάτια ή το σταθερό βλέμμα (Αριστοτέλης, Λουκιανός). Στην αρχική αυτή σημασία της λ. ανάγονται οι περαιτέρω χρήσεις της, «ολόισος» στον Ευριπίδη, «δριμύς, υπερβολικός» στον Αισχύλο και στον Καλλίμαχο, ενώ στον Ησίοδο, τον Πίνδαρο και τον Πλάτωνα σημαίνει «τεταμένος, θετικός, ειλικρινής» και αναφέρεται στον ανθρώπινο νου. Τέλος, ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί τον τ. ατενής για να δηλώσει «τον επίμονο».
ΠΑΡ. ατενίζω].