στέγη

From LSJ
Revision as of 20:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέγη Medium diacritics: στέγη Low diacritics: στέγη Capitals: ΣΤΕΓΗ
Transliteration A: stégē Transliteration B: stegē Transliteration C: stegi Beta Code: ste/gh

English (LSJ)

Dor.and Aeol. στέγα, ἡ,

   A roof, A.Ag.897, Hdt.6.27, X.Mem.3.8.9, Ev.Marc.2.4, etc.; παρέχειν τινὶ σ. give one shelter, Arist.Fr.631; στέγῃ δέχεσθαί τινας OGI665.25 (Egypt, i A.D.).    2 ceiling, Alc.15, Call.Iamb.1.115 (Hermes 69.169).    II roofed place, chamber, room, Hdt.2.2, 148,175, Eup.347, X.Oec.8.13, etc.; covered vestibule, IG22.1046.13; ἕρκειος σ., of a tent, S.Aj.108; a hare's seat or form, Id.Fr.174; ἐκ κατώρυχος σ., of the grave, Id.Ant.1100, cf. 888.    2 storey of a house, PStrassb.110.6 (iii B.C.), PCair.Zen.766.4 (iii B.C.), etc.; ἡ ἀνωτάτη σ. Str.15.3.7; αἱ στέγαι the upper storeys, PPetr.2p.28 (iii B.C.), cf. SIG344.16 (Teos, iv B.C.), IG42(1).102.293 (Epid., iv B.C.), PLond.3.1164f28 (iii A.D.).    3 freq. in pl., house, dwelling, A.Ag.3,518, al.; κατὰ στέγας at home, S.OT637, al.; ἐπελεῦσαι τῷ ἀνδρὶ ἐπὶ στέγαν to the man's house, Leg.Gort.3.46, cf. Schwyzer 177.3 (Crete, v B.C.).    III deck of a ship, in Lat. stega, Plaut.Bacch.278, Stich.413.

German (Pape)

[Seite 932] ἡ, auch τέγη, Da ch; ὑψηλῆς στέγης στύλον ποδήρη, Aesch. Ag. 871; u. allgemein, Haus, ἐς ἀνθρώπων στέγας Eum. 56, u. öfter; ἴθι στέγης ἔσω, Soph. O. R. 1515, u. öfter, auch plur., τὰς ἐμὰς στέγας ἵκου, 533; von der Höhle, in der Philoktet wohnt, τάσδε πετρήρεις στέγας, Phil. 1246, vgl. ἐκ κατώρυχος στέγης, Ant. 987; und vom Zelt, ἕρκειος στέγη, Ai. 108. 728; oft Eur.; συμπίπτει στέγη, Herc. Fur. 905; στέγαις δέχεσθαι, Or. 46; auch μελάθρων στέγαι, Alc. 248, wie δόμων, Cycl. 118; Zimmer, Her. 2, 148. 175; Xen. oft, wie Cyr. 1, 14.

Greek (Liddell-Scott)

στέγη: ἡ, (στέγω) ὀροφή, στέγασμα, «σκεπή», Λατ. tectum, Ἡρόδ. 6. 27, Αἰσχύλ. Ἀγ. 897, Ξεν., κλπ.· παρέχειν τινὶ στέγην, στέγασμα, καταφύγιον, Ἀριστ. Ἀποσπ. 588. ΙΙ. τόπος κεκαλυμμένος διὰ στέγης, θάλαμος, δωμάτιον, Ἡρόδ. 2. 2, 148, 175. Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 13, Ξεν., κλπ.· ἕρκειος στ., ἐπὶ σκηνῆς, Σοφ. Αἴ. 108· φωλεὰ ἢ κοίτη λαγωοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 184· ἐκ κατωρυχος στ., ἐκ τοῦ τάφου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1100. πρβλ. 888· - «πάτωμα» οἰκίας, Βυζ. 2) συχν. ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. tecia, οἰκία, κατοικητήριον, Ἀλκαῖ. 15, Αἰσχύλ. Ἀγ. 3. 518, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. τὸ κατάστρωμα πλοίου, stega παρὰ Plaut. Bacch. 2. 3, 44, Stich. 3. 1, 12.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. toit;
II. tout édifice couvert, particul. :
1 maison : κατὰ στέγας SOPH à la maison ; palais;
2 chambre;
3 tente;
4 tombeau.
Étymologie: στέγω.

English (Strong)

strengthened from a primary tegos (a "thatch" or "deck" of a building); a roof: roof.

English (Thayer)

στεγης, ἡ (στέγω to cover), from Aeschylus and Herodotus down, a roof: of a house, ἐισέρχεσθαι ὑπό τήν στέγην τίνος (see εἰσέρχομαι, 1, p. 187{b} bottom), Luke 7:6.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, δωρ. και αιολ. τ. στέγα Α
1. κάλυμμα του άνω μέρους οικοδομής ή κατοικίας, το οποίο προστατεύει το εσωτερικό του από τις καιρικές συνθήκες, αλλ. οροφή ή σκεπή (α. «ξύλινη στέγη» β. «ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν», ΚΔ
γ. «ὑψηλῆς στέγης στῡλον ποδήρη», Αισχύλ.)
2. κατοικία, σπίτι (α. «του παρέχει στέγη και τροφή» β. «νύμφη και ανδραδέλφη υπό την αυτήν στέγην», Παπαδ.
γ. «ἰὼ μέλαθρα βασιλέων, φίλαι στέγαι», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. κάλυμμα κάθε είδους περίκλειστου χώρου με προορισμό την προστασία τών εντός του χώρου προσώπων ή αγαθών («στέγη δεξαμενών»)
2. χώρος, οίκημα για φιλοξενία ή για περίθαλψηστέγη φοιτητική»)
3. φρ. α) «στέγη απλή επικλινής» ή «στέγη μονόρριχτη» — στέγη από την οποία η ροή του βρόχινου νερού γίνεται προς τη μία μόνο πλευρά της οικοδομής
β) «στέγη διπλή επικλινής» ή «στέγη δίρριχτη» — στέγη με δύο κεκλιμένα επίπεδα που συναντώνται σε αμβλεία γωνία
γ) «στέγη επίπεδη» — στέγη με ελαφρότατη μόνο κλίση για τα νερά της βροχής
δ) «εγκατάλειψη στέγης»
(νομ.) η αποχώρηση του ενός από τους συζύγους από την κατοικία τους ως λόγος διαζυγίου
αρχ.
1. δωμάτιο σπιτιού
2. στεγασμένη στοά
3. όροφος, πάτωμα οικίας
4. κατάστρωμα πλοίου
5. σκηνή
6. φωλιά λαγού
7. στον πληθ. αἱ στέγαι
α) το σπίτι
β) οι επάνω όροφοι πολυώροφης οικοδομής
8. φρ. «ἐκ κατώρυχος στέγης» — από τον τάφο (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ- του στέγω + κατάλ. -η (πρβλ. σκέπ-η). Η Λατινική δανείστηκε τον τ. stega].

Greek Monotonic

στέγη: ἡ (στέγω
I. σκεπή, ταβάνι, Λατ. tectum, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ.
II. 1. στεγασμένος τόπος, δώμα, δωμάτιο, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· ἕρκειος στέγη, λέγεται για σκηνή, σε Σοφ.· ἐκ κατώρυχος στέγη, λέγεται για τάφο, στον ίδ.
2. συχνά στον πληθ., όπως το Λατ. tecta, σπίτι, τόπος διαμονής, σε Αισχύλ.· κατὰστέγας, στο σπίτι, κατοικία, κατ' οίκον, σε Σοφ.