ἱέραξ

From LSJ
Revision as of 21:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱέραξ Medium diacritics: ἱέραξ Low diacritics: ιέραξ Capitals: ΙΕΡΑΞ
Transliteration A: hiérax Transliteration B: hierax Transliteration C: ieraks Beta Code: i(e/rac

English (LSJ)

[ῐ], ᾱκος, ὁ, Ion. and Ep. ἴρηξ [ῑ], ηκος (the longer form first in Alcm. 28, E.Andr.1141, Ps.-Orac. ap. Ar.Eq.1052):—

   A hawk, falcon, ἴρηξ ὠκύπτερος Il.13.62, cf. 819, Od.13.86, Hes.Op.212, Hdt.2.65, Arist.HA620a17; sacred to Apollo, Ar.Av.516.    II a kind of fish, Epich.68 (in Dor. form ἱάραξ), Epaenet. ap. Ath.7.329a.    III name for a grade of initiates in Mithras-worship, Porph.Abst.4.16.    IV name of a bandage, Sor.Fasc.12.

German (Pape)

[Seite 1240] ακος, ion. ἱέρηξ, ep. ἵρηξ, ein Raubvogel, Habicht oder Falke, vgl. Arist. H. A. 9, 36; ὠκύπτερος, Il. 13, 62, ὠκύς, 16, 582, vgl. 13, 819; ὠκυπέτης, Hes. O. 210; Eur. Andr. 1142; Ar. Equ. 1052; Plat. vrbdt τὰ τῶν ἱεράκων καὶ ἰκτίνων γένη, Phaed. 82 a. – Bei Ath. VIII, 356 a ein Meerfisch. – Nach E. M. ist der Vogel von der Schnelligkeit seines Fluges benannt, ἀπὸ τοῦ ἵεσθαι ῥᾷον, nach Anderen von ἱερός, weil er wie alle einzeln fliegenden Vögel, οἰωνοί, ein heiliger Vogel war, dessen Flug die Vogelschauer beobachteten u. deuteten.

Greek (Liddell-Scott)

ἱέρᾱξ: -ᾱκος, ὁ, Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἵρηξ, ηκος, (ὁ μακρότερος τύπος πρῶτον παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 16, Εὐρ. Ἀνδρ. 1141, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1052): ― ἱέραξ, κοιν. «γέρακας» καὶ «γεράκι», ὠκύπτερος ἵρηξ Ἰλ. Ν. 62, πρβλ. 819· ὤκιστος πετεηνῶν Ο. 237· ἐλαφρότατος πετεηνῶν Ν. 86· πρβλ. κίρκος, φασσοφόνος, καὶ περὶ ἄλλων εἰδῶν ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36· ὡς πτηνὸν ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 516. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Ἐπίχ. 45 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ ἱάραξ), Ἀθήν. 356Α. (Ἴδε ἐν λ. ἱερός).

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
faucon, épervier, oiseau.
Étymologie: DELG pê ἵεμαι s’élancer.

Spanish

hierático, propio de los sacerdotes

Greek Monolingual

ὁ (ΑΜ ἱέραξ, -ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ)
το πτηνό γεράκιἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. είδος ψαριού
2. ονομασία αξιώματος τών μυημένων στη λατρεία του Μίθρα
3. είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἱέραξ είναι υστερογενής. Ο ομηρ. τ. είναι ἴρηξ και παρ' όλο που στον Όμηρο δεν απαντά με F-, η γλώσσα του Ησύχ. βείρακες
ἱέρακες οδηγεί σε αρχικό τ. Fῑράξ με F και επίθημα -ᾱκ-, το οποίο είναι συχνό σε ονομασίες ζώων (πρβλ. βάρβαξ). Υπέθεσαν επίσης ότι ο πρωταρχικός τ. ήταν Fῑρος και συνδεόταν με το (F)ίεμαι «ορμώ» (άρα Fῑρος = ορμητικός). Για τον σχηματισμό του υστερογενούς τ. ἱέραξ είναι πιθανή η παρετυμολογική επίδραση του ἱερός. Η λ., εκτός από το γνωστό πτηνό, δήλωνε αργότερα και ένα είδος ψαριού. Από το ἱέραξ προήλθε, μέσω του υποκορ. ἱεράκιον, το νεοελλ. γεράκι.
ΠΑΡ. ιερακάριος, ιεράκιο(ν)
αρχ.
ιερακείον, ιεράκειος, ιερακία, ιερακιάς, ιερακίδιον, ιερακίζω, ιερακίσκος, ιερακίτης, ιερακώδης
μσν.-νεοελλ. ιερακιδεύς.
ΣΥΝΘ. ιερακοειδής, ιερακοτρόφος
αρχ.
ιερακοβοσκός, ιερακοκτόνος, ιερακόμορφος, ιερακοπόδιον, ιερακοπρόσωπος, ιερακοτάφος
μσν.
ιερακοκόμματος
νεοελλ.
ιερακοκέφαλος, ιερακοσόφιο(ν)].

Greek Monotonic

ἱέραξ: -ᾱκος, Ιων. και Επικ. ἵρηξ, -ηκος, ὁ, γεράκι, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.