προθέλυμνος

From LSJ
Revision as of 01:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προθέλυμνος Medium diacritics: προθέλυμνος Low diacritics: προθέλυμνος Capitals: ΠΡΟΘΕΛΥΜΝΟΣ
Transliteration A: prothélymnos Transliteration B: prothelymnos Transliteration C: prothelymnos Beta Code: proqe/lumnos

English (LSJ)

ον, (θέλυμνον)

   A from the foundations, from or by the roots, προθελύμνους ἕλκετο χαίτας he tore his hair out by the roots, Il. 10.15, cf. Q.S.3.411; προθέλυμνα χαμαὶ βάλε δένδρεα he threw to earth trees uprooted, Il.9.541; ἐφόρει τὰς δρῦς . . προθελύμνους Ar.Eq. 528; προθέλυμνόν μ' ἀπώλεσας Id.Pax1210, cf. Call.Del.134, Q.S. 6.331, Tryph.397.    II perh. close-packed, of shields overlapping in the phalanx, φράξαντες σάκος σάκεϊ προθελύμνῳ Il.13.130; expld. by Gramm. as = ἐπάλληλος, συνεχής, and so used by Nonn.D.22.183; also πέτρην προθέλυμνον ἐπασσυτέρῃ θέτο πέτρῃ ib.2.374.

German (Pape)

[Seite 723] von Grund u. Boden aus, wie es Hom. selbst erkl., wenn er sagt πολλὰ δ' ὅγε προθέλυμνα χαμαὶ βάλε δένδρεα μακρὰ αὐτῇσι ῥίζῃσι, Il. 9, 541; so auch πολλὰς δ' ἐκ κεφαλῆς προθελύμνους ἕλκετο χαίτας, 10, 15, er raufte sich die Haare mit der Wurzel aus; aber 13, 130, φράξαντες δόρυ δουρί, σάκος σάκεϊ προθελύμνῳ, Schild an Schild drängend, scheint, wie in τετραθέλυμνος an die Schichten der Schilder von Leder und Metall zu denken, der wohl-, starkgeschichtete Schild zu sein, wenn nicht das dichte Aneinanderschließen damit bezeichnet ist, daß ein Schild gleichsam auf dem andern gegründet aufliegt und so eine Mauer gegen den Feind gebildet wird, wie die testudo der Römer in ähnlicher Weise; Ar. vrbdt ἐφόρει τὰς δρῦς καὶ τὰς πλατάνους καὶ τοὺς ἐχθροὺς προθελύμνους, Equ. 526; ὡς προθέλυμνόν μ' ἀπώλεσας, Pax 1176, mit Stumpf und Stiel zu Grunde richten.

Greek (Liddell-Scott)

προθέλυμνος: -ον, (θέλυμνον) ἐκ τῶν θεμελίων, τῆς ῥίζης, ὡς τὸ πρόρριζος· προθελύμνους ἕλκετο χαίτας, ἔτιλλε τὰς τρίχας ἐκ τῶν ῥιζῶν, Ἰλ. Κ. 15· προθέλυμνα χαμαὶ βάλε δένδρεα, ἔρριπτε χαμαὶ δένδρα μετὰ τῆς ῥίζης, Ι. 541· ― ἀλλ’ ἡ ἔννοια εἶναι διάφορος ἐν τῷ ἑπομένῳ χωρίῳ τῆς Ἰλιάδος Ν. 130, σάκος σάκεϊ προθελύμνῳ, πυκνῷ, ἀλλεπαλλήλῳ: ― θέλυμνα δὲ κατὰ τινας εἶναι αἱ πτυχαὶ τῶν ἀσπίδων (πρβλ. τετραθέλυμνος)· καὶ οὕτω πλεῖστοι τῶν παλαιῶν ἑρμηνευτῶν ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ ἐπάλληλος, συνεχής. ― Οἱ μετέπειτα συγγραφεῖς ἐχρῶντο τῇ λέξει ἀείποτε ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ πρόρριζος, ἐφόρει τὰς δρῦς προθελύμνους Ἀριστοφ. Ἱππ. 528· προθέλυμνόν μ’ ἀπώλεσας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1210, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 134, Τρυφ. (ὀρθότ. Τριφ-) 397, Ἀνθ. Π. 1. 26. ― Λέξις ποιητ., εὑρισκομένη καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, πρ. ἐκκοπὴ προοίμ. εἰς Ἀριστοφ. π. Φυτ., Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 arraché jusqu’au fondement, extirpé jusqu’à la racine;
2 solidement fixé, solide.
Étymologie: πρό, θέλυμνα.

English (Autenrieth)

(θέλυμνον): with the root, roots and all, Il. 10.15, Il. 9.541; overlapping, of the layers of ox-hide forming a shield, Il. 13.130.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που αποσπάστηκε με τη ρίζα του («πολλὰς ἐκ κεφαλῆς προθελύμνους ἕλκετο χαίτας», Ομ. Ιλ.)
2. (πιθ. ερμ.) επάλληλος, συνεχής («φράξαντες σάκος σάκεϊ προθελύμνῳ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -θέλυμνος (< θέλυμνον «θεμέλιο»)].

Greek Monotonic

προθέλυμνος: -ον (θέλυμνον),
I. αυτός που προέρχεται από θεμέλια ή ρίζες, προθελύμνους ἕλκετο χαίτας, τραβούσε τα μαλλιά από τις ρίζες, σε Ομήρ. Ιλ.· προθέλυμνα χαμαὶ βάλε δένδρεα, έριχνε κάτω τα δέντρα με τις ρίζες, στο ίδ.· ἐφόρει τὰς δρῦς προθελύμνους, σε Αριστοφ.
II. σάκος σάκεϊ προθελύμνῳ φράξαντες, ασπίδα πάνω σε ασπίδα στενά συμπιεσμένες μεταξύ τους, όπου θέλυμνα είναι το σύνολο των ασπίδων, από τις οποίες η καθεμιά καλύπτει την από κάτω της, σε Όμηρ.