καταπονέω

From LSJ
Revision as of 06:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπονέω Medium diacritics: καταπονέω Low diacritics: καταπονέω Capitals: ΚΑΤΑΠΟΝΕΩ
Transliteration A: kataponéō Transliteration B: kataponeō Transliteration C: kataponeo Beta Code: katapone/w

English (LSJ)

   A subdue, τῇ ἐνδείᾳ τῆς τροφῆς τὴν ἀλκὴν τοῦ θηρίου D.S.3.37, cf. Heraclit.Incred.11: in fut. Med., τὰς ὀλίγας ναῦς ταῖς πολλαπλασίαις D.S.11.15; worst in a lawsuit, POxy.1101.9 (iv A. D.):—Pass., to be subdued, reduced, worn out, δῆμος -πεπονημένος Aeschin.2.36, cf. Plb.29.27.11, D.S.11.6; πάντα ταῖς ἐνδελεχείαις -πονεῖται πράγματα Men.744; to be exhausted, τῷ θάλπει Gal.10.715.    2 handle roughly, crush, damage, τὰ -πονούμενα καὶ συμπατούμενα Thphr.HP8.7.5; maltreat, oppress, esp. in Pass., ὑπὸ τῶν τυράννων, ὑπὸ τῶν τελωνῶν, Arist.Fr.575, BGU1188.17 (Aug.), cf. Act.Ap.7.24, Diog.Oen.1.    3 digest food, Sor.2.32 (Pass.).    II intr. in pf. part. -πεπονηκώς ruinous, Procop.Aed.1.4,8.

German (Pape)

[Seite 1371] durch Arbeit, Anstrengung ermüden, überwältigen, übh. schwächen, bewältigen; Men. Stob. fl. 29, 19; Ἡρακλῆς ὁ καταπονούμενος τῷ τῆς Δηϊανείρας χιτῶνι Pol. 40, 7, 3; καταπεπονημένη βασιλεία 29, 11, 11; τῇ ἐνδείᾳ τῆς τροφῆς καταπονήσαντες τὴν ἀλκὴν τοῦ θηρίου D. Sic. 3, 37; pass., 11, 6. 13, 51, wie a. Sp.; νόσῳ καταπονηθείς D. L. 5, 68.

Greek (Liddell-Scott)

καταπονέω: καταβάλλω μετὰ πολὺν κόπον καὶ ἀγῶνα, τῇ ἐνδείᾳ τῆς τροφῆς τὴν ἀλκὴν τοῦ θηρίου Διόδ. 3. 37· οὕτως ἐν τῷ μέσ. μέλλ., ὁ αὐτ. 11. 15· οὔπω ἡ τοῦ αἵματος ῥύσις αὐτὸν κατεπόνησεν Εὐστ. σ. 886, 8. ― Παθ., καταβάλλομαι, ἐξαντλοῦμαι, νικῶμαι, Αἰσχίν. 33. 8· πάντα ταῖς ἐντελεχείαις καταπονεῖται Μένανδρος ἐν Ἀδήλ. 192, Ἀριστ. Ἀποσπ. 66. 537· τῆς τῶν προγόνων ἡγεμονίας καταπεπονημένης Διόδ. 11, 6· τὸν Καλλικρατίδαν πανταχόθεν τιτρωσκόμενον καταπονηθῆναι ὁ αὐτ. 13, 99.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
accabler, abattre, épuiser, acc..
Étymologie: κατάπονος.

English (Strong)

from κατά and a derivative of πόνος; to labor down, i.e. wear with toil (figuratively, harass): oppress, vex.

English (Thayer)

καταπόνω: present passive participle καταπονουμενος; properly, to tire down with toil, exhaust with labor; hence, to afflict or oppress with evils; to make trouble for; to treat roughly: τινα, in passive, R. V. sore distressed). (Hippocrates, Theophrastus, Polybius, Diodorus, Josephus, Aelian, others.)

Greek Monotonic

καταπονέω: μέλ. -ήσω, υποτάσσω μετά από σκληρή μάχη — Παθ., υποτάσσομαι με τέτοιο τρόπο, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

καταπονέω: 1) ослаблять, изнурять (τὴν ἀλκὴν τοῦ θηρίου Diod.; νόσῳ καταπονηθείς Diog. L.);
2) мучить, терзать (οἱ Σάμιοι καταπονηθέντες ὑπὸ τῶν τυράννων Arst.; Ἡρακλῆς ὁ καταπονούμενος τῷ τῆς Δηϊανείρας χιτῶνι Polyb.): ποιήσασθαι ἐκδίκησιν τῷ καταπονουμένῳ NT отомстить за истязаемого.