ὄμνυμι

From LSJ
Revision as of 06:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄμνῡμι Medium diacritics: ὄμνυμι Low diacritics: όμνυμι Capitals: ΟΜΝΥΜΙ
Transliteration A: ómnymi Transliteration B: omnymi Transliteration C: omnymi Beta Code: o)/mnumi

English (LSJ)

Pi.P.4.166, etc. ; imper.

   A ὄμνῠθι Il.23.585, ὄμνῡ S.Tr.1185, E.Med.746, cf. Orac. ap. Hdt.6.86. γ ; 3sg. ὀμνύτω IG12.134.5 ; 3pl. ὀμνύντων. Foed. ap. Th.5.47, IG12.87.24 : impf. ὤμνυν Ar.Av.520, Ec. 823, D.17.10, etc. : also (from pres. ὀμνύω) 3sg. imper. ὀμνῠέτω Il. 19.175 ; part. ὀμνύουσα Hyp.Ath.2 : impf. ὤμνῠον Il.14.278, Foed. ap.Th.5.19,24, IG22.236.14, etc. (for pres. ind. the Trag. and Ar. use only ὄμνυμι, Hdt. and Att. Prose writers also ὀμνύω, which also occurs in Com., Pherecr.143.9, Amphis 42, Diph.101, Antiph.241.1, Alex.160 ; in Hdt.1.153 ὀμνύντες is restored for the dub. form ὀμοῦντες) : fut. ὀμοῦμαι, εῖ, εῖται, Il.1.233,9.274, Hes.Op.194, Ar.Nu. 246, Lys.193, X.HG1.3.11, etc. ; Dor. 1pl. ὀμιώμεθα Ar.Lys.183 ; later fut. ὀμόσω AP12.201 (Strat.), Plu.Cic.23, etc. : aor. ὤμοσα Od. 4.253, etc. ; Ep. ὤμοσσα Il.20.313 ; Ep. also without augm. ὄμοσα, -οσσα, 19.113,10.328 : pf. ὀμώμοκα E.Hipp.612, Ar.Ra.1471, etc. : plpf. ὠμωμόκειν X.HG5.1.35, D.9.16, 19.318 :—Med., Paus.10.26.3, aor. part. ὀμοσάμενος SIG531.28 (Dyme, iii B. C.), IG5(2).357.11 (Stymphalus), also in compds. ἀντ-, ἀπ-, δι-, ὑπ- :—Pass., fut. ὀμοσθήσομαι And.3.34 : aor. ὠμόσθην X.HG7.4.10, (ὑπ-) Hyp.Fr.202 ; but ὠμόθην Is.2.40, (ὑπ-) D.48.25 : pf. 3sg. ὀμώμοται A.Ag.1284, ὀμώμοσται E.Rh.816, Arist.Rh.1377a11 ; 3pl. ὀμώμονται Lexap.And. 1.98 ; part. ὀμωμοσμένος D.7.10, 22.4, Arist.Rh.1377b7 (ὠμοσμένος v. l. in App.Pun.83, etc.) :—swear, c. acc. cogn., ὀμνυέτω δέ τοι ὅρκον Il.19.175, al. ; ὅτις κ' ἐπίορκον ὀμόσσῃ 3.279 ; ἑκὼν ἐπίορκον ὀμόσσας Hes.Op.282 : c. dat. pers., νῦν μοι ὄμοσσον . . ὅρκον Il.19.108, al. ; πρός τινα Od.14.331, 19.288 :—Pass., ὀμώμοται γὰρ ὅοκος ἐκ θεῶν A.Ag. 1284 ; ὅρκων ὀμωμος μένων D.7.10 ; εἰ ὀμώμοσται οὗτος [ὁ ὅρκος] Arist. Rh.1377a11, cf. b7.    II swear to a thing, affirm or confirm by oath,    1 folld. by acc., ταῦτα δ' ἐγὼν ἐθέλω ὀμόσαι Il.19.187, cf. S.OC1145, X.Ages.1.11 ; ὄ. τὰς σπονδάς Foed. ap. Th.5.47 ; τὴν εἰρήνην D.18.32, cf. 9.16 ; θεῶν πίστεις τινί Th.5.30, etc.    2 folld. by fut. inf., swear that one will . ., Il.21.373, etc., cf. S.Ph.623,941 (pres. inf., D.21.188 codd.) : freq. with ἦ μέν, Att. ἦ μήν, preceding the inf., καί μοι ὄμοσσον ἦ μέν μοι . . ἀρήξειν Il.1.76, cf. 10.321, Lys.31.1, X.HG 5.3.26, etc. : also by aor. inf. and ἄν, Id.An.7.7.40 : by pres. inf., swear that one does . ., S.Ph.357 : by pf. inf., swear that one has . ., D.21.119 ; ὤμνυς μὴ γεγονέναι Magn.6 : by aor. inf., swear that one did . ., ὀμνύουσι μὴ 'κπιεῖν ἀλλ' ἢ μίαν Pherecr.143.9, cf. Hdt.2.179 (aor. inf. is perh. used, without ἄν, in fut. sense, D.23.170 (s. v. l.)) : sts. a clause follows in the ind., ὀμνύω... ἦ μὴν ἐγὼ ἐθυόμην X.An. 6.1.31 ; ὄμνυμί σοι... οὐκ ἤθελον . . Theoc.Adon.22.    3 abs., εἶπον ὀμόσας ἄν I would have given my word of honour, Pl.Smp. 215d.    III with acc. of the person or thing sworn by, swear by, νῦν μοι ὄμοσσον ἀάατον Στυγὸς ὕδωρ Il.14.271 ; γαιήοχον ἐννοσίγαιον ὄμνυθι 23.585, cf. 15.40, Hdt.5.7, A.Th.529, S.Tr.1185, etc. ; ὀμωμοκὼς τοὺς θεούς D.18.217 ; ὄμνυμι θεοὺς καὶ θεάς folld. by inf., X.An.6.6.17, cf. 6.1.31 : rarely c. dat., τῷ γὰρ ὄμνυτ'; ἢ σιδαρέοισι; Ar.Nu.248 : in Prose also with Preps., ὀ. καθ' ἱερῶν τελείων Lex ap.And.1.97, Th.5.47 ; κατ' ἐξωλείας D.21.119 ; κατὰ τῆς Πολιάδος Luc.Symp.32 ; εἰς τὸν Οὐιτέλλιον Plu.Oth.18 ; ἐπὶ τῶν ἱερῶν Plb.38.20.5 ; ἐν Κυρίῳ LXXJd.21.7 ; ἐν τῷ ναῷ Ev.Matt.23.16 :—Pass., ὀμώμοσται Ζεύς Zeus has been sworn by, adjured, E.Rh.816, cf. Ar.Nu. 1241.

German (Pape)

[Seite 332] fut. ὀμοῦμαι, selten ὀμόσω, Strat. 43 (XII, 201), Plut. Cic. 23, ὀμόσομαι, Philop. 11, lakonisch ὀμιώμεθα, Ar. Lys. 183, aor. ὤμοσα, perf. ὀμώμοκα, pass. ὀμώμοσμαι, ὀμώμοσται, Eur. Rhes. 816, Arist. rhet. 1, 15, auch ὀμώμοται, Aesch. Ag. 1251; Ar. Lys. 1007; Dem. 20, 159; ὀμώμονται Andoc. 1, 98, ὀμωμοσμένος Dem. 22, 4 u. Arist. a. a. O., aor. ὠμόσθην Xen. Hell. 7, 4, 10, gew. ὠμόθην, Isae. 2, 40; – schwören, sowohl absol., ὤμνυε δ' ὡς ἐκέλευε, θεοὺς δ' ὀνόμηνεν ἅπαντας, Il. 14, 278, als auch ὅρκον, den Eid schwören, ὀανυέτω δέ τοι ὅρκον, 19, 175 u. öfter, wie Pind. Ol. 6, 20; ὅτις κ' ἐπίορκον ὀμόσσῃ, Il. 3, 279, wer einen Meineid schwören sollte; Hes. O. 284 Th. 232; aber auch ταῦτα δ' ἐγὼν ἐθέλω ὀμόσσαι, das will ich beschwören, Il. 19, 187. – Daher pass.; ὀμώμοται γὰρ ὅρκος ἐκ θεῶν μέγας, Aesch. Ag. 1257; ὅρκο υς ὀμνὺς ψευδεῖς, Plat. Legg. XI, 917 a; auch τὰς σπονδάς, Thuc. 5, 47; ὅρκοι ὀμοσθήσονται, Andoc. 3, 34; – πρός τινα, wie wir sagen »Einem Etwas zuschwören«, Od. 14, 331. 19, 288; – mit dem accus. des Gottes, bei dem man schwört, Ἔννοσίγαιον ὄμνυθι, Il. 23, 585, νῦν μοι ὄμοσσον ἀάατον Στυγὸς ὕδωρ, 14, 271; so ὄμνυσι δ' αἰχμήν, Aesch. Spt. 511; ὄμνυ Διός νυν κάρα, Soph. Trach. 1175; σεμνὴν Ἄρτεμιν, Eur. Hipp. 713, öfter; auch pass., Ζεὺς ὀμώμοσται πατήρ, ist beim Schwur angerufen, Rhes. 816; ὄμνυμι θεῶν πίστεις, Thuc. 5, 30; μηδένα θεῶν, Isocr. 1, 23, bei keinem der Götter schwören, keinen im Schwur anrufen; – τινί, Einem schwören, ὀμώμοκα γὰρ αὐτῷ, Plat. Charm. 157 c; πάντες τούτοις ὤμοσαν βοηθήσειν, Legg. III, 683 d; Xen., der auch ὀμνύοντες sagt, Conv. 4, 10; ὤμνυε κατ' ἐξωλείας μηδὲν εἰρηκέναι, Dem. 21, 119 (s. ἐξώλεια); auch κατὰ τῶν παίδων ὀμνύς, 54, 40, u. καθ' ἱερῶν ὀμνύναι (s. unter κατά I, 4), wie noch Luc. sagt κατὰ τῆς Πολιάδος ὤμοσα μὴ εἰληφέναι, Conviv. 32. – Die Worte des Schwures werden häufig mit ἦ μήν eingeleitet, s. diese Partikeln. – Ueber den inf. aor. statt fut. s. Lob. zu Phryn. 750. – S. noch ὀμόω. – Wahrscheinlich mit ὁμός zusammenhangend, durch einen Eid verbinden, verpflichten.

Greek (Liddell-Scott)

ὄμνῡμι: Πίνδ. καὶ Τραγ.: προστ. ὄμνῠθι Ἰλ. Ψ. 585, ὄμνῡ Σοφ. Τρ. 1185, Εὐρ., Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 6. 86· γ΄ πληθ. ὀμνύντων Σπονδαὶ παρὰ Θουκ. 5. 47· παρατ. ὤμνυν Ἀριστοφ. Ὄρν. 520, Ἐκκλ. 823, Δημ. κλ.· ὡσαύτως (ἐκ τοῦ ἐνεστ. ὀμνύω): γ΄ ἑνικ. προστ. ὀμνυέτω Ἰλ. Τ. 175: - παρατ. ὤμνυον Ξ. 278, Σπονδαὶ παρὰ Θουκ. 5. 19, 24· - (ὡς ἐνεστ. ὁριστ. οἱ Τραγ. καὶ ὁ Ἀριστοφ. μεταχειρίζονται μόνον τὸ ὄμνυμι, ὁ δὲ Ἡρόδ. καὶ οἱ Ἀττικοὶ πεζογράφοι χρῶνται καὶ τῷ ὀμνύω, ὅπερ ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Φερεκράτει ἐν «Τυραννίδι» 1. 9, καὶ ἐν τῇ Νέᾳ κωμῳδίᾳ, ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 729· παρ’ Ἡρόδ. 1. 153 ὀμνύντες ἐκ διορθώσεως τοῦ Βεκκήρ. καὶ Δινδ. ἀντὶ τοῦ ἀμφιβόλου τύπου ὀμοῦντες)· - μέλλ. ὀμοῦμαι, -εῖ, -εῖται, Ἰλ. Α. 233, Ἀριστοφ. Νεφ. 246, Λυσ. 193, Ξεν., κλ.: Δωρ. α΄ πληθ. ὀμιώμεθα Ἀριστοφ. Λυσ. 183· παρὰ μεταγεν. μέλλ. ὀμόσω Ἀνθ. Π. 12. 201, Πλουτ. Κικ. 23, κτλ.: - ἀόρ. ὤμοσα Ὀδ. Δ. 253, Ἀττ.: Ἐπικ. ὤμοσσα Ἰλ. Υ. 313· Ἐπικ. ὡσαύτως ἄνευ αὐξήσ. ὄμοσα, -οσσα, Τ. 113. Κ. 328· - πρκμ. ὀμώμοκα Εὐρ. Ἱππ. 612, Ἀριστοφ., κλ.: ὑπερσ. ὀμωμόκειν (ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ διαφ. γραφ. ὠμ-) Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 35, Δημ. 114. 21., 443. 17. - Μέσ., Παυσ. 40. 26, 3· ἀλλαχοῦ ἐν συνθέτοις ἀντ-, ἀπ-, ὑπ-: - Παθ., μέλλ. ὀμοσθήσομαι Ἀνδοκ. 27. 43: ἀόρ. ὠμόσθην Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 0. (ὑπ-), Ὑπερείδ. Ἀποσπ. 63. 7· ἀλλὰ ὠμόθην Ἰσαῖος «περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρ.» 40, (ὑπ-) Δημ. 1174. 8· - πρκμ. γ΄ ἑνικ. ὀμώμοται Αἰσχύλ. Ἀγ. 1290, ὀμώμοσται Εὐρ. Ρῆσ. 816, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 3· γ΄ πληθ. ὀμώμονται Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 19· μετοχ. ὀμωμοσμένος Δήμ. 79. 9., 594. 17· ἀλλὰ ὠμοσμένος Διον. Ἁλ. 10. 22, Ἀππ., κλ. Ὁρκίζομαι, Ὅμ.· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὀμνυέτω δὲ τοι ὅρκον Ἰλ. Τ. 175, κτλ.· ὅ τις κ’ ἐπίορκον ὀμόσσῃ Γ. 279· ἑκὼν ἐπίορκον ὀμόσσας Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 280 μετὰ δοτ. προσ., νῦν μοι ὄμοσσον... ὅρκον Ἰλ. Τ. 108, 175, κτλ.· ὡσαύτως, πρός τινα Ὀδ. Ξ. 331, Τ. 288. - Παθ., ὀμώμοται γάρ ὅρκος ἐκ θεῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1290· ὅρκων ὀμωσαμένων Δημ. 79. 9. ΙΙ. ὁρκίζομαι διά τι, βεβαιῶ τι ἐνόρκως, 1) ἑπομένης αἰτ., ταῦτα δ’ ἐγών ἐθέλω ὀμόσαι Ἰλ. Τ. 187, πρβλ. Ο. 40, Σοφ. Ο. Κ. 1145, Ξεν. Ἀγησ. 1, 11· ὄμν. τὰς σπονδὰς Σπονδαὶ παρὰ Θουκ. 5. 47· τὴν εἰρήνην Δημ. 236. 8· θεῶν πίστεις τινὶ Θουκ. 5. 30, κτλ. - Παθ., εἰ ὀμώμοσται οὗτος (δηλ. ὁ ὅρκος) Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 27, πρβλ. 32. 2) ἑπομένου μέλλ ἀπαρ., ὁρκίζομαι ὅτι θὰ..., Ἰλ. Φ. 373, κτλ., πρβλ. Σοφ. Φ. 623, 941· - συχνάκις μετὰ τοῦ ἧ μὲν ἢ (παρ’ Ἀττ.) ἦ μὴν τιθεμένου πρὸ τοῦ ἀπαρεμφ., καί μοι ὄμοσσον ἦ μὲν μοι... ἀρήξειν Ἰλ. Α. 76, πρβλ. Κ. 321, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., Λυσ. 186. 42, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 26, κτλ.· - ἀλλὰ καὶ μετ’ ἀπαρ. ἀορ. μετὰ τοῦ ἄν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 7, 40· - ἑπομένου ἀπαρεμφ. ἐνεστ., ὁρκίζομαι ὅτι κάμνω τι, ὀμνύντες βλέπειν τὸν οὐκέτ’ ὄντα ζῶντ’ Ἀχιλλέα πάλιν Σοφ. Φιλ. 357· - μετ’ ἀπαρ. πρκμ., ὁρκίζομαι ὅτι δὲν ..., Δημ. 553. 17· ὤμνυς μὴ γεγονέναι Μάγνης ἐν «Πυτ(Τιτ)ακίδῃ» 1· μετ’ ἀπαρ’ ἀορ., ὁρκίζομαι ὅτι ἔκαμά τι, ὀμνύουσι μὴ ’κπιεῖν ἀλλ’ ἦ μίαν Φερεκράτης ἐν «Τυραννίδι» 1. 9, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 179· ἀλλὰ τὸ ἀπαρέμφ. τοῦ ἀορ. εἶναι ὡσαύτως ἐν χρήσει μετὰ σημασίας μέλλοντος ἄνευ τοῦ ἄν, Ἡρόδ. 5.106, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 3, Δημ. 677, 16· ἴδε Λοβ. Φρύν. 750· -σπανίως μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, ὁμόσαι χρὴ τοῦθ’, ὅτι..., Θέογν. 659· -ἐνίοτεπρότασις ἐκφέρεται καθ’ ὁριστικήν, ὁμνύω..., ἦ μὴν ἐγὼ ἐθυόμην Ξεν. Ἀν. 5. 10, 31· ὄμνυμί σοι..., οὐκ ἤθελον..., Θεόκρ. 30. 22. 3) ἀπολ., εἰπεῖν ὀμόσας, εἰπεῖν μεθ’ ὅρκου, Πλάτ. Συμπ. 245D ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. τοῦ προσώπου ἢ πράγματος εἰς ὅ τις ὁρκίζεται, νῦν μοι ὄμοσσον ἀάατον Στυγὸς ὕδωρ Ἰλ. Ξ. 271. γαιήοχον Ἐννοσίγαιον ὄμνυθι Ψ. 585· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 5. 7, Αἰσχύλ. Θήβ. 529, Σοφ. Τρ. 1185, κτλ.· ὀμωμοκὼς τοὺς θεοὺς Δημ. 301. 1· ὄμνυμι θεοὺς καὶ θεάς, ἑπομένου ἀπαρεμφ., Ξεν. Ἀν. 6. 6, 17· - σπανίως μετὰ δοτ., τῷ δ’ ἄρ’ ὄμνυτ’; ἢ σιδαρέοισι; Ἀριστοφ. Νεφ. 248· - παρὰ πεζογράφοις καὶ μετὰ προθέσεων, ὀμν. κατά τινος Ἀνδοκ. 13. 20, Θουκ. 5. 47, Δημ. 553. 17· κατά τινα Λουκ. Συμπ. 32· εἴς τινα Πλουτ. Ὄθων 10· ἐπί τινος Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. 458. - Παθ., ὀμώμοσται Ζεύς, ἔχει γίνῃ ὅρκος εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Διός, Εὐρ. Ρῆσ. 816, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1241.

French (Bailly abrégé)

impf. ὤμνυν, f. ὀμοῦμαι, réc. ὀμόσω, ao. ὤμοσα, pf. ὀμώμοκα;
Pass. f. ὀμοσθήσομαι, ao. ὠμόθην, pf. ὀμώμομαι et ὀμώμοσμαι;
1 jurer : ὅρκον ὀμόσαι prononcer un serment ὀμν. τινί, ὀμν. ὅρκον τινί, πρός τινα, faire un serment à qqn;
2 invoquer comme témoin d’un serment, jurer par : ὀμν. Ζῆνα EUR, θεόν ISOCR jurer par Zeus, par un dieu, Διὸς κάρα ESCHL par la tête de Zeus, Στυγὸς ὕδωρ IL par l’eau du Styx, etc.
3 affirmer ou promettre par serment, acc. : σπονδάς THC, τὴν εἰρήνην DÉM confirmer par un serment ou jurer un traité, la paix.
Étymologie: DELG étym. pas sûrement établie.

English (Slater)

ὄμνῡμι (ὄμνυμι: aor. ὤ[μο]σε, ὀμόσσαις.)
   1 swear μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις τοῦτο γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω (O. 6.20) c. fut. inf., “καί τοι μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν ὄμνυμι προήσειν” (P. 4.166) ὤ[μο]σε [γὰρ θ]εός μή μιν εὔφρον' ἐς οἶκον μήτ ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου (supp. Housman) (Pae. 6.112)

Spanish

jurar, conjurar, obligar mediante juramento

Greek Monotonic

ὄμνῡμι: και ὀμνύω· προστ. ὄμνυθι και ὄμνυ· γʹ πληθ. ὀμνύντων, γʹ ενικ. (από ενεστ. ὀμνύω) ὀμνυέτω· παρατ. ὤμνυν, μέλ. ὀμοῦμαι, -εῖ, -εῖται, μεταγεν. ὀμόσω· αόρ. αʹ ὤμοσα, Επικ. ὤμοσσα, ὄμοσα, -οσσα· παρακ. ὀμώμοκα, υπερσ. ὀμωμόκειν — Παθ., μέλ. ὀμοσθήσομαι, αόρ. αʹ ὠμόσθην, γʹ ενικ. παρακ. ὀμώμοται ή ὀμώμοσται, μτχ. ὀμωμοσμένος·
I. ορκίζομαι, σε Όμηρ.· με σύστ. αιτ., ὀμνυέτω δέ τοι ὅρκον, σε Ομήρ. Ιλ.· ὅτις κ' ἐπίορκον ὀμόσσῃ, οποιοσδήποτε κι αν ψευδορκήσει, στο ίδ.
II. 1. ορκίζομαι για κάτι, επιβεβαιώνω ή επικυρώνω με όρκο, ενόρκως, ταῦτα δ' ἐγὼν ἐθέλω ὀμόσαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄμν. τὴν εἰρήνην, σε Δημ.
2. ακολουθ. από απαρ. μέλ., ορκίζομαι ότι θα..., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· συχνά με το ἦ μὲν ή (στην Αττ.) το ἦ μήν, να προηγείται του απαρ., καί μοι ὄμοσσον ἦ μέν μοι ἀρήξειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, με απαρ. αορ. και ἄν, σε Ξεν.· ακολουθ. από απαρ. ενεστ., ορκίζομαι ότι κάνω κάτι, σε Σοφ.· με απαρ. παρακ. ορκίζομαι ότι δεν, σε Δημ.
3. απόλ., εἰπεῖν ὀμόσας, προβάλλω ισχυρισμό παίρνοντας όρκο, σε Πλάτ.
III. με αιτ. προσ. ή πράγμ. στο οποίο κάποιος ορκίζεται, ορκίζομαι σε, ὀμόσαι Στυγὸς ὕδωρ, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀμωμοκὼς τοὺς θεούς, σε Δημ.· σπανίως με δοτ., τῷ δ' ἄρ' ὄμνυτ', σε Αριστοφ. — Παθ., ὀμώμοσται Ζεύς, έχει γίνει όρκος στο όνομα του Δία, έχει επικληθεί σαν μάρτυρας ο Δίας, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὄμνῡμι: и ὀμνύω (fut. ὀμοῦμαι - поздн. ὀμόσω и ὀμόσομαι; impf. ὤμνῡν и ὤμνῠον; aor. ὤμοσα - эп. ὄμοσ(σ)α, pf. ὀμώμοκα, ppf. ὠμωμόκειν и ὀμωμόκειν; pass.: aor. ὠμό(σ)θην, fut. ὀμοσθήσομαι, pf. ὀμώμο(σ)μαι; эп. 2 л. sing. imper. praes. ὄμνῠθι)
1) (тж. ὀ. ὅρκον Hom., Thuc. etc.) приносить клятву, клясться: ὀ. τινά (τι) Eur. etc., κατά τινος Dem. etc., τινί, εἴς τι и ἔν τινι NT клясться кем(чем)-л.; ὄ. (ὅρκον) τινί или πρός τινα Hom. давать клятву кому-л.; Ζεὺς ὀμώμοσται Eur. именем Зевса принесена клятва; ὀμώμοται ὅρκος ἐκ θεῶν Aesch. (самими) богами дана клятва; ἐπίορκον ὄ. Hom. давать ложную клятву;
2) клятвенно обещать, заверять клятвой, клятвенно обязаться соблюдать (σπονδάς Thuc.; εἰρήνην Dem.): εῖπον ὀμόσας ἄν Plat. я готов клятвенно заявить.