ἔξοχος
English (LSJ)
ον,
A standing out, jutting, πρῶνες Pi.N.4.52; ἁφαί Sch.E.Hipp.530: c. gen., ἔξοχος Ἀργείων κεφαλήν prominent above them, Il.3.227. II more freq. metaph., eminent, excellent, ἔξοχον ἄνδρα Il.2.188; αἶσα Pi. N.6.47: Comp. -ώτερος ib.3.71: Sup. -ώτατος ib.2.18, A.Ag.1622, E.Supp.889; τῶν φίλων τὸν -ώτατον Phld.Lib.p.20O.; ἐξοχώτατος, = Lat. eminentissimus, ἔπαρχος ογι 640.16 (iii A.D.), POxy.1469.1 (iii A.D.), cf. IG14.2433 (Massilia, iii A.D.); οἱ -ώτατοι τῆς βουλῆς Hdn.2.12.6. b c. gen., standing out from, raised above, freq. used like a Sup., most eminent, mightiest, ἔξοχος ἡρώων Il.18.56; τέμενος τάμον ἔ. ἄλλων 6.194, etc.; βοῦς ἀγέληφι μέγ' ἔ. ἔπλετο πάντων 2.480; ἀριθμὸν ἔ. σοφισμάτων A.Pr.459; οὐδεὶς ἔ. ἄλλος ἔβλαστεν ἄλλου S.Fr.591; ἁπάσης νοῦν τε καὶ ἀνορέαν ἔξοχος ἡλικίας beyond all his contemporaries, IG12.1021. c c. dat., αἶγας . . αἳ πᾶσι μέγ' ἔξοχοι αἰπολίοισιν Od.21.266, cf. 15.227; also ἐκπρεπἔ ἐν πολλοῖσι καὶ ἔξοχον ἡρώεσσιν Il.2.483. 2 freq. in Hom. in pl., ἔξοχα as Adv. (cf. ὄχα), especially, above others, ὅς κ' ἔ. μὲν φιλέῃσιν, ἔ. δ' ἐχθαίρῃσιν Od.15.70, cf. Il.5.61; ἔ. λυγρὰ ἰδυῖα Od.11.432; ἐμοὶ δόσαν ἔ. gave me as a high honour, 9.551: with Sup., ἔξοχ' ἄριστοι beyond compare the best, Il.9.638, Od.4.629, al. b c. gen., ἔ. πάντων far above all, Il.14.257, etc.; ἔξοχ' ἑταίρων Pi.P.5.26; ἔ. πλούτου above all wealth, Id.O.1.2.—Regul. Adv.-χως ib.9.69, E.Ba.1235, Lyc.1195, Arist.Mu.400b1, LXX 3 Ma.5.31: Comp. -ώτερον Sor.1.99: Sup. -ώτατα Pi.N.4.92.
German (Pape)
[Seite 889] hervorragend, hervorstehend; Ἀργείων κεφαλὴν ἠδ' εὐρέας ὤμους Il. 3, 227, hervorragend vor den Argivern an Kopf; so oft in übertr. Bdtg, ausgezeichnet, vortrefflich, von Menschen, ἀνήρ Il. 2, 188. 12, 269, ἐξ. ἡρώων 18, 56, bes. ἄλλων, πάντων; von einem Stier, 2, 480, von Ziegen, Od. 21, 266, von leblosen Dingen, τέμενος, ein ausgezeichnetes Landstück, Il. 6, 194. 20, 184; μέγ' ἔξοχα δώματα Od. 1 5, 227. Seltener mit dem dat., Il. 2, 483 Od. 15, 227; verstärkt, μέγ' ἔξοχος Il. 2, 480. 21, 266. Aehnl. Pind. μάντις ἔξ. Ol. 6, 51; αἶσα, πρῶνες, N. 6, 49. 4, 52; compar. ἐξοχώτερος, 3, 124; Aesch. ἔξοχον ἀριθμὸν σοφισμάτων Prom. 457; ἐξοχώτατοι φρενῶν ἰατρομάντεις Ag. 1605; Soph. frg. 518; εἶδος ἐξοχώτατος, an Gestalt, Eur. Suppl. 889; sp. D. Häufig adv. ἔξοχον u. ἔξοχα, ἔξοχά μιν ἐφίλατο, liebte ihn vorzugsweise, Il. 5, 61; φιλεῖν, ἐχθαίρειν, Od. 15, 70, ἐμοὶ δόσαν ἔξοχα, mir zur Auszeichnung vor den Uebrigen voraus, 9, 551; ἔξοχα πάντων, am meisten unter Allen, vor Allen, Hom.; auch mit adj., ἔξ. λυγρά Od. 11, 432; den Superlativ verstärkend, ἔξοχ' ἄριστοι, bei weitem die besten, Il. 9, 638 u. öfter; ἔξοχα πλούτου Pind. Ol. 1, 2; ἀνθρώπων, ἑταίρων, ibd. 1, 23 P. 5, 25; auch ἐξόχως, Ol. 9, 74, wie Eur. Bacch. 1235 – In Prosa erst Sp., wie Plut. μεγέθει σώματος ἔξ. Γαλατῶν Marc. 7; Hdn. στρατιωτῶν τοὺς ἐξοχωτάτους 7, 1, 16; 2, 12, 10 τῶν ἐν ταῖς ἀρχαῖς ὄντων καὶ τῶν ἐξοχωτάτων τῆς βουλῆς.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξοχος: -ον, (ἐξέχω), ἐξέχων, προέχων, πρῶνες Πινδ. Ν. 4. 85· ἀφὰν Σχόλ. Εὐρ. Ἱππ. 530· μετὰ γεν., ἔξοχος Ἀργείων κεφαλήν, κτλ., ὑπερέχων, προέχων τῶν Ἀργείων κατά τε, κτλ., Ἰλ. Γ. 227· - ἀλλά, ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., ἐξέχων, ἐπίσημος, ἔξοχον ἄνδρα Ἰλ. Β. 188· ἐπὶ πραγμάτων, ἐξαίρετος, λαμπρός, ἔξοχος, ὡς καὶ νῦν, ἔξ. τέμενος Ζ. 194., Υ. 184· μέγ’ ἔξοχα δώματα Ὀδ. Ο. 227· αἶσα Πινδ. Ν. 6. 80. β) μετὰ γεν., ὑπερέχων τῶν ἄλλων, ὑπέρτερος, πολλάκις μετὰ σημασ. ὑπερθετ., ἔξοχον ἡρώων Ἰλ. Σ. 56· ἔξοχον ἄλλων Ζ. 194, κτλ.· βοῦς ἀγέλῃφι μεγ’ ἔξοχος ἔπλετο πάντων Β. 480· οὕτως, ἀριθμὸν ἐξ. σοφισμάτων Αἰσχύλ. Πρ. 459· ὡς συγκριτικ., οὐδεὶς ἔξοχος ἄλλος ἔβλαστεν ἄλλου Σοφ. Ἀποσπ. 518 (τὸ πραγματικὸν ὑπερθ. ἐξοχώτατος ἔχομεν ἐν Πινδ. Ν. 2. 27, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1622, Εὐρ. Ἱκ. 889· καὶ ἐν Πινδ. Ν. 3. 124, τὸ συγκρ.): - ἡ δοτ. κεῖται ἀντὶ γεν., αἶγας... αἳ πᾶσι μέγ’ ἔξοχοι αἰπολίοισιν Ὀδ. Φ. 266, πρβλ. Ο. 227· ὡσαύτως, ἐκπρεπέ’ ἐν πολλοῖσι καὶ ἔξοχον ἡρώεσσιν Ἰλ. Β. 483: - ὡσαύτως ἐπιτεταμένον, μέγ’ ἔξοχος, ἴδε ἀνωτ. 2) ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται ὡσαύτως συχνάκις τὸ οὐδ. πληθ. ἔξοχα, ὡς Ἐπίρρ., ὅς κ’ ἔξοχα μὲν φιλέῃσιν, ἔξοχα δ’ ἐχθαίρῃσιν Ὀδ. Ο. 70, πρβλ. Ἰλ. Ε. 61· ἡ δ’ ἔξοχα λυγρὰ ἰδυῖα Ὀδ. Λ. 432· ἀρνειὸν δ’ ἐμοὶ οἴῳ ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι... δόσαν ἔξοχα, εἰς ἔνδειξιν ἐξόχου τιμῆς, Ὀδ. Ι. 551· μετὰ ὑπερθ., ἔξοχ’ ἄριστοι, οἱ ἀσυγκρίτως ἄριστοι, Ἰλ. Ι. 638, Ὀδ. Δ. 629, κτλ.· β) μετὰ γεν., ἔξοχα πάντων = Λατ. prae ceteris, Ἰλ. Ξ. 257· κτλ.· οὕτως ἔξοχ’ ἑταίρων Πινδ. Π. 5. 34· ἔξοχα πλούτου, ὑπεράνω παντὸς πλούτου, ὁ αὐτὸς Ο. Α. 4. - Τὸ κανονικὸν Ἐπίρρ. ἐξόχως, ἀπαντᾷ αὐτόθι 9. 104, Εὐρ. Βάκχ. 1235· ὑπερθ. -ώτατα, ἐν Πινδ. Ν. 4. 150, - Ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς ἐν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 33, ἐν Πλουτ. ἐν βίῳ Μαρκέλλ. 7, Ἡρῳδιαν. 2.12, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui dépasse : τινος κεφαλήν IL qqn de la tête ; μέγ’ ἔξοχός τινος IL supérieur à qqn ou à qch ; ἔξοχος ἡρώεσσιν IL qui se distingue parmi les héros ; abs. supérieur, éminent;
2 neutre adv. • ἔξοχον ou • ἔξοχα supérieurement, grandement ; διδόναι ἔξοχα OD accorder un honneur extraordinaire ; avec un Sp., ἔξοχ’ ἄριστοι IL, OD les meilleurs de beaucoup ; ἔξοχα πάντων IL par-dessus tous.
Étymologie: ἐξέχω.
English (Autenrieth)
(ἔχω): prominent, preëminent above or among, w. gen., Il. 14.118, or w. dat. (in local sense), Il. 2.483, Od. 21.266.—Adv., ἔξοχον and ἔξοχα, preëminently, chiefly, most; ‘by preference,’ Od. 9.551 ; ἔξοχ' ἄριστοι, ‘far’ the best, Il. 9.638, Od. 4.629.
English (Slater)
ἔξοχος (ἔξοχον, -οι; -α acc.: -ώτερος: -ώτατοι; -ώταται; -άτατα acc.)
a standing out, jutting βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον (N. 4.52)
b outstanding, supreme περὶ θνατῶν δ' ἔσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον (O. 6.51) “Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον” (P. 9.53) Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον ὀρθόμαντιν Τειρεσίαν (N. 1.60) ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις, Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται pr. (N. 2.18) ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται i. e. of those things in which a man is superior (N. 3.71) τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι (“das wünscht jeder als das Vornehmste zu nennen” Schadewaldt, 268̆{1}) (N. 4.92) ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν (N. 6.47) Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται pr. fr. 106. 4.
c n. pl. pro prep. c. gen. ὁ δὲ χρυσὸς διαπρέπει νυκτὶ μεγάνορος ἔξοχα πλούτου (O. 1.2) Αἴγιναν ἔνθα ἀσκεῖται θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων more than among all other men Sandys (O. 8.23) φιλεῖν δὲ Κάρρωτον ἔξοχ' ἑταίρων (P. 5.26)
d adv., ἐξόχως, especially υἱὸν δ' Ἄκτορος ἐξόχως τίμασεν ἐποίκων (O. 9.69)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔξοχος, -ον)
1. (για πρόσ.) αυτός που υπερέχει, υπέροχος, διακεκριμένος («έξοχος συγγραφέας»)
2. (για πράγμ.) εξαίρετος, άριστης ποιότητας («έξοχη παράσταση»)
3. (υπερθετικό) τιμητικός τίτλος επίσημων προσώπων («εξοχότατε κύριε πρόεδρε»)
αρχ.
αυτός που προεξέχει («πρῶνες ἔξοχοι», Πίνδ.).
επίρρ...
έξοχα (AM ἐξόχως και ἔξοδα)
α) λαμπρά, πολύ καλά
β) (AM) εξαιρετικά, κατ' εξαίρεσιν, ξεχωριστά
γ) (Α) περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον («ἐμέ δ' ἔξοχα πάντων ζήτει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο του ρ. εξ-έχω με την ετεροιωμένη βαθμίδα (οχ-) του ρ. έχω].
Greek Monotonic
ἔξοχος: -ον (ἐξέχω),
I. 1. αυτός που προεξέχει· μεταφ., εξέχων, διακεκριμένος, εξαίρετος, λαμπρός, σε Όμηρ.
2. με γεν., αυτός που υπερέχει, ο πλέον διακεκριμένος, υπέρτερος, ο ισχυρότερος, με χρήση ως υπερθ., ἔξοχος ἡρώων, ἔξ. ἄλλων, σε Ομήρ. Ιλ.· ο πραγματικός υπερθ. είναι το ἐξοχώτατος, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με δοτ., μέγ' ἔξοχοι αἰπολίοισιν, οι πιο διαλεχτές ανάμεσα στα κοπάδια, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και, ἐν πολλοῖσι ἔξοχος ἡρώεσσιν, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. ουδ. πληθ., ἔξοχα ως επίρρ., ειδικά, πάνω από όλα, ιδιαίτερα, σε Όμηρ.· ἐμοὶ δόσαν ἔξοχα, μου απέδωσαν ύψιστη τιμή, σε Ομήρ. Οδ.· ἔξοχ' ἄριστοι, οι καλύτεροι πέρα από κάθε σύγκριση, σε Όμηρ.
2. με γεν., ἔξοχα πάντων, ασύγκριτα, υπεράνω όλων, μακράν, πάνω από όλα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἔξοχος: 1) выдающийся (вперед), т. е. высокий (ἔξοχοι πρῶνες Pind.);
2) превышающий, превосходящий (μεγέθει σώματος ἔ. τινος Plut.): ἔ. τινος κεφαλήν Hom. выше кого-л. на (целую) голову;
3) (тж. μέγ᾽ ἔ. Hom.) превосходный, отличный (ἀνήρ, βοῦς, δώματα, τέμενος Hom.);
4) самый выдающийся, лучший (ἡρώων и ἡρώεσσιν Hom.): ἔξοχον σοφισμάτων Aesch. благороднейшая из наук; εἶδος (acc.) ἐξοχώτατος Eur. необычайно красивой наружности.