διαπλέκω

From LSJ
Revision as of 10:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπλέκω Medium diacritics: διαπλέκω Low diacritics: διαπλέκω Capitals: ΔΙΑΠΛΕΚΩ
Transliteration A: diaplékō Transliteration B: diaplekō Transliteration C: diapleko Beta Code: diaple/kw

English (LSJ)

   A weave, plait, σάνδαλα h.Merc.80; opp. διαλύω, Hdt.4.67; τὰ τὸν ὄσχεον διαπλέκοντα σώματα Paul.Age.6.62: metaph., θρῆνον δ. Pi.P.12.8; ἀγὰν πάγχυ δ. to try every twist, wind all ways, ib.2.82:—Med., διαπλέξασθαι κόμας plait one's hair, Aristaenet.1.25: —Pass., ψυχὴ διαπλακεῖσα interwoven [with matter]... Pl.Ti.36e, cf. Plot.1.1.3.    II metaph., διαπλέξαντος τὸν βίον εὖ finish the web of one's life, Hdt.5.92.ζ; δ. βίοτον λιπαρῷ γήραϊ Pi.N.7.99; ἁμέραν prob. in Alcm.23.38; ἀσκητικόν τινα βίον Pl.Lg.806a, cf. Com.Adesp.231: without βίον, δ. ζῶν ἡδέως Ar.Av.754.

German (Pape)

[Seite 595] (διαπέπλοχε Hippocr.), 1) dazwischen-, durch-, verflechten, θαυματὰ ἔργα, von Flechtwerk, H. h. Merc. 80; τὴν φιλύρην Her. 4, 87; übertragen, ἀγὴν δ., Winkelzüge machen, Pind. P. 2, 82; θρῆνον δ., einen Klagegesang kunstvoll anlegen, 12, 8; βίοτον λιπαρῷ γήραϊ N. 7, 99. – Med., διαπλεξαμένη τὰς κόμας Aristaen. 1, 25. – 2) übertr., βίον, das Leben hinbringen, Ar. Av. 754; Plat. Legg VII, 806 a; p. bei Ath. X, 458 b. Aber bei Her. 5, 92, 6 = zu Ende flechten, endigen. – 3) auseinanderflechten, ausdehnen, ἐκ μέσου ἐς ἔσχατον οὐρανὸν διαπλακεῖσα Plat. Tim. 36 e; στρατόν, auseinanderziehen, Plut. Anton. 46.

Greek (Liddell-Scott)

διαπλέκω: μέλλ. -ξω, πλέκω ὁμοῦ, συμπλέκω, διέπλεκε θαυματὰ ἔργα, ἔκαμνε θαυμαστὰ πλεκτὰ ἔργα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 80, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 67· ― μεταφ., θρῆνον δ. Πίνδ. Π. 12. 14· ἄγαν πάγχυ δ., δοκιμάζω πᾶν πλέξιμον, πάντα τρόπον, αὐτόθι 2. 153 (ἴδε ἐν λ. ἀγὴ 3). ― Μέσ., διαπλέξασθαι κόμην, πλέκω τὴν κόμην μου, Ἀρισταίν. 1. 25. ― Παθ., ψυχή διαπλακεῖσα, συμπλεχθεῖσα [[[μετὰ]] τῆς ὕλης]…, Πλάτ. Τιμ. 36Ε. ΙΙ. δ. τὸν βίον, 1) ὡς τὸ καταπλέκω ΙΙ. Λατ. pertexere vitam, διαπλέξαντος τὸν βίον εὖ, ἀφοῦ ἐτελείωσε καλῶς τὸν βίον του, Ἡρόδ. 5. 92, 6 (διάφ. γραφ. διαπλεύσαντος, πρβλ. διαπλέω, ἀλλ’ ἴδε ὡσαύτως καταπλέκω)· οὕτω καὶ δ. βίοτον λιπαρῷ γήραϊ Πίνδ. Ν. 7. 146. 2) ἁπλῶς, διέρχομαι τὸν βίον, ζῶ, Πλάτ. Νόμ. 806Α· καὶ ἄνευ τοῦ βίον, δ. μετ’ ὀρνίθων Ἀριστοφ. Ὄρν. 754.

French (Bailly abrégé)

I. (διά, en séparant) défaire un pli ou un tissu ; disjoindre, couper : στρατόν PLUT une armée;
II. (διά, à travers);
1 tresser, tisser;
2 tresser jusqu’au bout : δ. τὸν βίον εὖ HDT litt. mener à bon terme la trame de sa vie, càd finir heureusement sa vie.
Étymologie: διά, πλέκω.

English (Slater)

διαπλέκω
   1 weave met. work out σαίνων ποτὶ πάντας ἄταν πάγχυ διαπλέκει (P. 2.82) τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε θρασειᾶν Γοργόνων οὔλιον θρῆνον διαπλέξαισ' Ἀθάνα (P. 12.8) εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα (sc. Ἡρακλέης) (N. 7.99)

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. part. fem. διαπλέξαισα Pi.P.12.8, en v. pas. aor. part. διαπλακεῖσα Pl.Ti.36e, Hp.Alim.5, Plot.1.1.3, διαπλεκεῖσα Plot.2.2.3]
I 1tejer, entretejer, trenzar σάνδαλα h.Merc.80, τὴν φιλύρην ... ἐν τοῖσι δακτύλοισι Hdt.4.67, τῶν ῥάβδων τὰς λεπτοτάτας ... δικτύου τρόπῳ Apollod.Artem.1, cf. Aristid.Quint.87.16, (αἱ μέλισσαι) ἡδὺ μὲν ἐφήμερον δὲ καὶ ἄκαρπον ἔργον Plu.2.41e, τὴν ἑλίκων οὐλότητα Luc.Am.40, τὴν νεοττιάν Ael.NA 17.15, τὰ τὸν ὄσχεον διαπλέκοντα σώματα los cuerpos que entretejen la bolsa testicular Paul.Aeg.6.62.1, en v. pas. πέλτας μικρὰς ... διαπεπλεγμένας νεύροις D.S.5.34, ἐκ φοινικίνων σχιζῶν διαπλεκομένων Str.17.2.2, κάλαμοι πυκνοὶ καὶ πρὸς ἀλλήλους διαπεπλεγμένοι D.S.3.22, cf. Plu.2.671d, τρίχες δὲ τῶν ἵππων Iambl.Fr.1
en v. med. trenzarse uno mismo τὰς τῆς κεφαλῆς τρίχας Ph.2.479, cf. Aristaenet.1.25.5.
2 entrelazar πολλοῖσι φλεβίοισι τὰς πλευρὰς διαπέπλοχε Hp.Oss.16, cf. 17, D.S.3.19, τοὺς δὲ αὐχένας ... εἰς βρόχον σκολιόν Hld.3.4.3, en v. pas. ἡ δ' (ψυχή) ἐκ μέσου πρὸς τὸν ἔσχατον οὐρανὸν πάντῃ διαπλακεῖσα Pl.l.c., cf. Plot.ll.cc., τὰ σκέλεα ... διαπεπλεγμένα Hp.Coac.487, ἄμπελοι ... διαπεπλεγμέναι D.S.5.43
entremezclar (ἡ τροφή) πᾶσι τοῖσι μέλεσι διαπλακεῖσα Hp.l.c.
3 en cont. milit. asaltar, acometer τὸν στρατόν Plu.Ant.46, en la palestra, ref. al asalto en el boxeo τὰ γὰρ δυσφύλακτα τῶν παλαισμάτων τοῖς βεβλαμμένοις τῶν μερῶν διαπλέκων Philostr.Gym.41.
II fig.
1 c. palabras que significan ‘tiempo’ entretejer, pasar el tiempo, vivir ἁμέραν [δι] απλέκει ἄκλαυτος Alcm.1.38, βίοτον ... διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα Pi.N.7.99, διαπλέξαντος τὸν βίον εὖ Hdt.5.92ζ, μετ' ὀρνίθων ... διαπλέκειν ζῶν ἡδέως τὸ λοιπόν pasar el resto de la vida agradablemente entre las aves Ar.Au.754, ἐπὶ τοῖς παροῦσι τὸν βίον διάπλεκε vive tu vida según las circunstancias, Com.Adesp.121.4, ἀσκητικὸν δή τινα βίον Pl.Lg.806a.
2 tramar, urdir ἄταν Pi.P.2.82, αἰνιγματωδῶς ... τὰ πράγματα Vett.Val.10.31, μηχανάς Aristaenet.1.10.24
componer οὔλιον θρῆνον Pi.P.12.8, (αἰνίγματα) Plu.2.154b, τὴν συγγραφήν Ael.NA epíl.
fabricar ἐγκύρτια ... ὧν θάτερον αὖ πάλιν διέπλεξεν δίκρουν Pl.Ti.78b.

Greek Monolingual

διαπλέκω)
1. συμπλέκω, πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο ή μέσα σε κάτι άλλο
2. πλέκω από την αρχή ώς το τέλος
αρχ.
1. δοκιμάζω πλέξιμο
2. παθ. συμπλέκω
3. ζω («διαπλέκω μετ' ὀρνίθων» — ζω μαζί με τα πουλιά.

Greek Monotonic

διαπλέκω: μέλ. -ξω,
I. συνυφαίνω, συνδιαπλέκω, συνδέω στενά, πλέκω κοτσίδα (τα μαλλιά), σε Ηρόδ.
II. μεταφ., δ. τὸν βίον, Λατ. pertexere vitam, αφού ξετύλιξε, τελείωσε το «κουβάρι» της ζωής του, στον ίδ.· έπειτα, απλώς περνώ τη ζωή, ζω, διέρχομαι το βίο, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πλέκω vlechten, omwinden:; τὴν φιλύρην... ἐν τοῖσι δακτύλιοισι δ. de bast om de vingers winden Hdt. 4.67.2; tot het einde toe vlechten, afvlechten, overdr.:; διαπλέξαντος τὸν βίον εὖ nadat hij zijn leven gelukkig had voltooid Hdt. 5.92ζ.1; met ptc. praes.. μετ ’ ὀρνίθων... διαπλέκειν ζῶν ἡδέως τὸ λοιπόν tussen de vogels zijn leven prettig tot het einde toe voortzetten Aristoph. Av. 754. milit.: δ. τὸν στρατόν het leger omsingelen Plut. Ant. 46.1.