αἶνος
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
English (LSJ)
ὁ, (αἰνέω) poet. and Ion. word,
A tale, story, Il.23.652, Od.14.508, A.Supp.534 (lyr.); αἰνεῖν αἶνον to tell a tale, Id.Ag.1483 (lyr.), S.Ph.1380: esp. story with moral, fable, Hes. Op.202, Archil.86,89; ἄκουε δὴ τὸν αἶνον Call.Iamb.1.211: generally, saying, proverb, παλαιὸς αἶ. E.Fr.508, cf. Theoc.14.43; riddle, Carm.Pop.34. II = Att. ἔπαινος, praise, Il.23.795, Od.21.110, Pi.N.1.6; ἐπιτύμβιος αἶ. A.Ag.1547, cf. 780, S.OC707 (all lyr.); ἄξιος αἴνου μεγάλου Hdt.7.107 (v.l. ἐπαίνου), cf. LXXPs.8.2, al., Ev.Luc.18.43. III decree, resolution, τῶν Ἀχαιῶν IG4.926 (Epid.); κατ' αἶνον, opp. κατὰ ψήφισμα, SIG672.15 (Delph.), cf. EM36.16.
Greek (Liddell-Scott)
αἶνος: ὁ, παλαιὰ ποιητ. καὶ Ἰων. λέξις (πρβλ. αἰνέω) σημαίνουσα, Ι. = μῦθον, διήγημα, Ὀδ. Ξ. 508, Ἀρχίλ. 86. 89· αἰνεῖν αἶνον = διηγεῖσθαι ἱστορίαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1482, Σοφ. 1380· ἐντεῦθεν: μῦθος, ψευδὴς λόγος, ὡς οἱ τοῦ Αἰσώπου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 200: ‒ καθόλου: ῥῆσις, παροιμία, Εὐρ. Ἀποσπ. 511., Θεόκρ. 14, 43. ΙΙ. = Ἀττ. ἔπαινος, ἐξύμνησις, Ἰλ. Ψ. 652, Ὀδ. Φ. 110, Πίνδ. κ. Τραγ.· ‒ ἐπιτυμβίδιος αἶνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1547· ‒ πρβλ. 780, Σοφ. Ο. Κ. 707. Συλλ. Ἐπιγρ. 380. 17· ἄξιος αἴνου μεγάλου, Ἡρόδ. 7. 107, (ὁ Βουττμ. ἐν Λεξιλόγῳ παραβάλλει τὴν λέξιν πρὸς τὸ Λατ. ajo).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 récit, conte, histoire, sentence, proverbe;
2 louange.
Étymologie: v. αἴνη.
English (Autenrieth)
English (Slater)
αἶνος
1 praise ἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος (O. 2.95) Ἁγησία, τὶν δ' αἶνος ἑτοῖμος (O. 6.12) ἀφθόνητος δ' αἶνος Ὀλυμπιονίκαις οὗτος ἀγκεῖται (O. 11.7) Ὀρτυγία σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων (N. 1.6)
English (Abbott-Smith)
αἶνος, ου, ὁ, [in LXX for הלל pi, עֹז ;]
poët, and Ion.,
1.= μῦθος, a tale (Horn., al.).
2.= Att. ἔπαινος, praise (Horn., al.): Mt 21:16 (LXX), Lk 18:43.
3.In π., a decree (MM, VGT, s.v.). †
English (Strong)
apparently a prime word; properly, a story, but used in the sense of ἔπαινος; praise (of God): praise.
English (Thayer)
ὁ (often used by the Greek poets);
1. a saying, a proverb.
2. praise, laudatory discourse: Luke 18:43.
Greek Monotonic
αἶνος: ὁ, παλαιά ποιητ. και Ιων. λέξη (πρβλ. αἰνέω)·
I. = μῦθος, μύθος, ιστορία, διήγημα, σε Ομήρ. Οδ.· αἰνεῖν αἶνον, διηγούμαι μια ιστορία, σε Αισχύλ., Σοφ.· γενικά, ρήση, παροιμία, σε Θεόκρ.
II. = Αττ. ἔπαινος, εξύμνηση, σε Όμηρ., Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
αἶνος: ὁ1) повествование, повесть, рассказ, речь Hom.: αἶνον αἰνεῖν Aesch., Soph. вести речь;
2) басня, притча Hes.;
3) изречение, поговорка Eur., Theocr.;
4) похвальное слово, (по)хвала Hom., Pind., Her., Soph. ἐπιτύμβιος αἶ. Aesch. надгробное слово.