ἱεράτευμα

From LSJ
Revision as of 22:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερᾱτευμα Medium diacritics: ἱεράτευμα Low diacritics: ιεράτευμα Capitals: ΙΕΡΑΤΕΥΜΑ
Transliteration A: hieráteuma Transliteration B: hierateuma Transliteration C: ieratevma Beta Code: i(era/teuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A priesthood, LXXEx.19.6, 1 Ep.Pet.2.9.    2 body of priests, ib. 5.

German (Pape)

[Seite 1240] τό, Priesterthum, Priesterschaft, LXX., N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεράτευμα: τό, τὸ ἱερατεῖον, ἡ ἱερωσύνη, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΘ΄, 6), Ἐπιστ. Α΄ Πέτρ. β΄, 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
fonction sacerdotale, sacerdoce.
Étymologie: ἱερατεύω.

English (Strong)

from ἱερατεύω; the priestly fraternity, i.e. sacerdotal order (figuratively): priesthood.

English (Thayer)

ἱερατευματος, τό (ἱερατεύω), (priesthood i. e.)
a. the office of priest.
b. the order or body of priests (see ἀδελφότης, αἰχμαλωσία, διασπορά, θεραπεία); so Christians are called, because they have access to God and offer not external but 'spiritual' (πνευματικά) sacrifices: βασίλειον ἱεράτευμα, Sept.), priests of kingly rank, i. e. exalted to a moral rank and freedom which exempts them from the control of everyone but God and Christ. (2 Maccabees 2:17); not found in secular authors.)

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἱεράτευμα) ιερατεύω
1. το ιερατείο, το σύνολο τών κληρικών
2. φρ. «βασίλειον ἱεράτευμα» — το σύνολο τών πιστών της ιουδαϊκής θρησκείας ἡ της χριστιανικής εκκλησίας, ο περιούσιος λαός του θεού, τα μέλη του οποίου έχουν τη γενική, μη μυστηριακή ιερωσύνη
μσν.-αρχ.
η ιερωσύνη.

Greek Monotonic

ἱεράτευμα: -ατος, τό, ιερατείο, ιεροσύνη, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἱεράτευμα: ατος τό NT = ἱερατεία 2.