πρόσφορος

From LSJ
Revision as of 03:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσφορος Medium diacritics: πρόσφορος Low diacritics: πρόσφορος Capitals: ΠΡΟΣΦΟΡΟΣ
Transliteration A: prósphoros Transliteration B: prosphoros Transliteration C: prosforos Beta Code: pro/sforos

English (LSJ)

Dor. ποτίφ- (q.v.), ον,

   A serviceable, useful, τὰ π. τῇ στρατιῇ Hdt.7.20, cf. S.OC 1774 (anap.), etc.: abs., ἐκπορίζεσθαι ἃ πρόσφορα ἦν Th.1.125, cf. 7.62.    2 suitable, fitting, κόσμος, κόμπος, Pi.N.3.31, 8.48, cf. E. Heracl.480, etc.; π. καὶ οἰκεῖον Epicur.Fr.250 (= Metrod.Fr.1 K.): c. dat., Pi.N.7.63, E.Supp.338, Hec.1246, Ar.V.809, Av.124 (Comp.), prob. in Pi.N.9.7; τροφαί Antiph.62; οὐχὶ πρόσφορος ἁμερίῳ γέννᾳ suitable to, agreeing with, E.Ph.129 (lyr.): c. inf., οὐ πρόσφορον μολεῖν 'tis not fit or meet to go, A.Eu.207, cf. Pi.O.9.81, Ocell.4.12; ζῴοις πρόσφορα ἐσθίειν J.BJ6.3.3.    3 πρόσφορον, τό, what is fitting or suitable, Arist.EN1180b12; ἡ φύσις αὐτὴ ζητεῖ τὸ π. Id.HA615a26: c. gen., μακρᾶς κελεύθου . . τὰ π. attendance meet after a long journey, A.Ch.711, cf. 714; τὰ π. τῆς νῦν παρούσης ξυμφορᾶς E.Hel.509: abs., τὰ πρόσφορα things meet or due, esp. for the dead, Hdt.4.14, E.Alc. 148; τὰ π. πάντα Ar.Pax1025 (lyr.): τὰ π. as Adv., fitly, E.Hipp.112, cf. 1361 (anap.): regul.Adv., -ρως ἔχειν τινί Thphr.CP4.7.2, cf. Phld. Herc.1457.7.    II πρόσφορα, τά, that which is taken or eaten, f.l. in Hp.VM24; cf. προσφορά 111.2.    III πρόσφορα, τά, revenues, rents, PTeb.88.15 (ii B.C.), POxy.1208.22 (iii A.D.), 1829.4 (vi A.D.), etc.; τὰ Ἀριστίππου λεγόμενα π. the place called Aristippus's Rents, PPetr. 2p.56 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 787] zuträglich, nützlich, τινί, Her. 7, 20, u. absolut, 4, 14; angemessen, entsprechend, ἐπέων καύχαις ἀοιδὰ πρόσφορος, Pind. N. 9, 7 (vgl. Böckh, sonst καύχας als gen.); ποτίφορος ἀγαθοῖσι μισθός, N. 7, 63; κόσμος, 3, 31, vgl. 8, 48; auch mit dem inf., εἴην εὑρησιεπὴς πρόσφορος ἀναγεῖσθαι ἐν Μοισᾶν δίφρῳ, Ol. 9, 81; οὐ γὰρ δόμοισι τοῖσδε πρόσφορον μολεῖν, Aesch. Eum. 198, vgl. Ch. 703; Soph. El. 220; πάνθ' ὁπόσ' ἂν μέλλω πράσσειν πρόσφορά θ' ὑμῖν καὶ τῷ κατὰ γᾶς, O. C. 1771; τοῖς ἐμοῖσιν οὐχὶ πρόσφορος τρόποις, Eur. Suppl. 338; λέγεις σαυτῷ πρόσφορα, Hec. 1246, u. öfter; πόλιν μείζω μὲν οὐδέν, προσφορωτέραν δὲ νῷν, Ar. Av. 124; u. in Prosa: Thuc. 7, 62; ὡς οἰκείαν καὶ πρόσφορον ἀρετῇ καὶ φρονήσει πεφυκυῖαν χώραν, Plat. Critia. 109 c; Phaedr. 270 a u. öfter; τὰ τῇ νόσῳ πρόσφορα, Dem. 59, 56; Folgde, πᾶν τὸ πρόσφορον Ῥωμαίοις, Pol. 25, 9, 4, u. Sp., wie Luc. Gall. 5. – Auch wie προσφερής, nahe kommend, ähnlich, τινί, Eur. Phoen. 129, Plut. Alc. 23.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσφορος: Δωρ. ποτίφ-, ον, (προσφέρω) χρήσιμος, ὠφέλιμος, τὰ πρ. τῇ στρατιῇ Ἡρόδ. 7. 20· δράσσω καὶ τάδε καὶ πάνθ’ ὁπόσ’ ἂν μέλλω πράσσειν πρόσφορά θ’ ὑμῖν κτλ. Σοφ. Ο. Κ. 1774, κτλ.· ἀπολ., ἔχοντας τὰ πρ. Ἡρόδ. 4. 14· ἐκπορίζεσθαι ἃ πρόσφορα ἦν Θουκ. 1. 125, πρβλ. 7. 62· ὅθεν, 2) κατάλληλος, ἁρμόδιος, ἄξιος, Πινδ. Ν. 3. 54., 8. 82, κτλ. (ἴδε ἐν λέξ. ἀνηγέομαιμετὰ δοτ., αὐτόθι 7. 93, Εὐρ. Ἱκ. 338, Ἑκ. 1246, Ἀριστοφ. Σφ. 809, Ὄρν. 124· (οὕτω παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 9. 17, ὁ Ἕρμανν. καὶ ὁ Böckh διώρθωσεν ἀποκαταστήσαντες τὴν δοτ.)· παρ’ Εὐρ. ἐν Φοιν. 129, οὐχὶ πρόσφορος ἁμερίῳ γέννᾳ, συνήθως λαμβάνεται ὡς = προσφερής, ἀλλὰ δυνάμεθα νὰ διατηρήσωμεν τὴν συνήθη σημασίαν: - μετ’ ἀπαρ., οὐ πρόσφορον μολεῖν Αἰσχύλ. Εὐμ. 207, πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 124, Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 481. 3) πρόσφορον, τό, κατάλληλον, ἁρμόζον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 9, 15· ἡ φύσις αὐτὴ ζητεῖ τὸ πρ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 2· μετὰ γεν., ἀλλ’ ἔσθ’ ὁ καιρὸς ἡμερεύοντας ξένους μακρᾶς κελεύθου τυγχάνειν τὰ πρόσφορα, μετὰ μακρὰν ὁδοιπορίαν ν’ ἀπολαύσωσι καταλλήλων περιποιήσεων, Αἰσχύλ. Χο. 710· τὰ πρόσφορα τῆς νῦν παρούσης ξυμφορᾶς αἰτήσομαι Εὐρ. Ἑλ. 509· ἀπολ., τὰ πρόσφορα, πάντα τὰ κατάλληλα ἢ πρέποντα (διὰ τοὺς νεκρούς), Εὐρ. Ἄλκ. 148· τὰ πρ. πάντα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1025· ὡσαύτως, τὰ πρόσφορα ὡς ἐπίρρ., προσφόρως, καταλλήλως, Εὐρ. Ἱππ. 112, πρβλ. 1361· - ὁμαλὸν ἐπίρρ., προσφόρως ἔχειν τινὶ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 7, 2. ΙΙ. πρόσφορον, τό, τὸ προσλαμβανόμενον ἢ ἐσθιόμενον, τροφή, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· πρβλ. προσφορὰ ΙΙΙ. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόσφορα· τὰ ἐπιτηδείως προσφερόμενα», καὶ: «πρόσφορον· ἐπιτήδειον, ἁρμόδιον, οἰκεῖον, ἀκόλουθον». - Κατὰ Σουΐδ.: «πρόσφορον, οἰκεῖον, ἁρμόδιον, ἐπιτήδειον· «οὐ γὰρ διὰ τύχην τῶν συμβεβηκότων ἀθετήσεις τῆς ἀξίας ἢ τῆς προσηγορίας τὸ πρόσφορον.» Χοσρόης φησὶ πρὸς Μαυρίκιον» (Θεοφύλ. Σιμοκ. σ. 62).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a du rapport avec ; qui répond à, adapté à, proportionné à, τινι ; πρόσφορόν ἐστι avec un inf. : il convient de, etc.
2 utile à, avantageux à, τινι : τὰ πρόσφορα, les choses utiles, convenable, nécessaires.
Étymologie: προσφέρω.

English (Slater)

πρόσφορος, -ον (cf. ποτίφορος.)
   a suitable, fitting εἴην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφρῳ (O. 9.81) χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς (N. 8.48) θεσπεσία δ' ἐπέων καύχας ἀοιδὰ πρόσφορος (N. 9.7) ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικὸς χρή με λαθεῖν ἀοιδὰν πρόσφορον Παρθ. 2. 37.
   b useful c. dat. ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον σφενδονᾶσαι ἱπποδάμων Δαναῶν βέλεσι πρόσφορον (“Danaorum telis utile,” Boeckh) fr. 183.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρόσφορος, -ον, ΝΜΑ προσφέρω
1. χρήσιμος, ωφέλιμος («τὰ πρόσφορα τῇ στρατιῇ», Ηρόδ.)
2. αρμόδιος, κατάλληλος (α. «δεν είναι πρόσφορη η γη για καλλιέργεια καπνού» β. «τοῑς ἐμοῑσιν οὐχὶ πρόσφορον τρόποις φεύγειν τὰ δεινά», Ευρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το πρόσφορο(ν)
καθετί που είναι κατάλληλο («πᾱν τὸ πρόσφορον Ρωμαίοις», Πολ.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. α) ο άρτος που προσφέρεται στην Εκκλησία για τη Θεία Ευχαριστία
β) αφιέρωμα, ανάθημα («λείψανα άγια, τίμια ξύλα, κάθε πρόσφορο ιερό», Παλαμ.)
2. φρ. «πρόσφορο έδαφος»
μτφ. κατάλληλη περίσταση
αρχ.
1. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ πρόσφορον και τὰ πρόσφορα
οι πρόσοδοι, τα εισοδήματα («καρπείαν καὶ ἐνοίκησιν καὶ τὰ ἄλλα πρόσφορα», πάπ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) α) καθετί που είναι κατάλληλο («τὰ πρόσφορα ἑκάστῳ βίῳ», Λουκιαν.)
β) (πιθ. γρφ. στον Ιπποκρ.) καθετί που προσλαμβάνεται ή τρώγεται
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) με κατάλληλο τρόπο.
επίρρ...
προσφόρως ΝΜΑ
με κατάλληλο τρόπο («ἵνα καὶ τι τῆς θύραθεν παιδείας προσφόρως ἐνείρω», Θεοφύλ. Σ.).

Greek Monotonic

πρόσφορος: Δωρ. ποτί-, -ον (προσφέρω),·
1. χρήσιμος, ωφέλιμος, επωφελής, σε Ηρόδ., Σοφ.· απόλ., ἔχοντας τὰ πρόσφορα, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. κατάλληλος, αρμόζων, άξιος, σε Πίνδ.· με δοτ., στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.· με απαρ., οὐ πρόσφορον μολεῖν, δεν είναι πρέπον ή ταιριαστό να πάω, σε Αισχύλ.
3. πρόσφορον, τό, αυτό που είναι ταιριαστό ή κατάλληλο, σε Αριστοφ.· πρόσφορα, τά, οι κατάλληλες περιποιήσεις, σε Αισχύλ.· τὰ πρόσφορα, όλα τα πρέποντα ή τα οφειλόμενα πράγματα (για τους νεκρούς), σε Ευρ.· τὰ πρόσφορα, ως επίρρ., καταλλήλως, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πρόσφορος: дор. ποτίφορος 2
1) полезный, (при)годный, подходящий (μισθός Pind.; ἔπος Soph.; τινι Arph.): οὐ γὰρ δόμοισι τοῖσδε πρόσφοροι μολεῖν Aesch. не годится идти в этот храм;
2) сходный, похожий (τινι Eur.).