σάκκος
πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same
English (LSJ)
or σάκος, ὁ, v. sub fin.:—
A coarse cloth of hair, esp. of goats' hair, σάκκος τρίχινος Apoc.6.12, cf. LXX Is.50.3, Si.25.17. II anything made of this cloth: 1 sack, bag, Hdt.9.80, Ar.Ach.745, Lys.1209, Gal.2.559,8.672:—as a measure, Ostr.1096, al. 2 sieve, strainer, esp. for wine, Hippon.57, Poll.6.19; σ. τρίχινοι PHamb.10.39 (ii A.D.). 3 coarse garment, sackcloth, worn as mourning by the Jews, LXX Ge.37.34, Ev.Luc.10.13, J.BJ2.12.5, cf. Plu.2.239c. III coarse beard, like rough hair-cloth, σάκον πρὸς ταῖν γνάθοιν ἔχειν Ar.Ec.502; cf. σακεσφόρος 11.—The form σάκος is said to be Att., Ael.Dion.Fr.296, Phryn.229, Moer. p.354 P., Thom.Mag. p.344 R., etc.; while σάκκος is called Dor. by Phryn. l.c., Hellenic by Moer. and Thom.Mag. ll.cc., Comic by Poll.7.191. In Ar.Ach. 822, Ec.502, σάκος is required by the metre, as is σάκκος in Ach. 745 (Megarian), and in Hippon. l.c.; codd. of Hdt. give σάκκος. Inscrr. have σάκος IG22.1672.73,74, 108 and σάκκος ib.198: Papyri have σάκος PCair.Zen.753.27 (iii B.C.), UPZ84.52 (ii B.C.), but oftener σάκκος PSI4.427.1,14 (iii B.C.), PTeb.116.3 (ii B.C.), etc. (Prob. the word, like the thing, was borrowed from Phoenicia, cf. Hebr. saq.)
German (Pape)
[Seite 858] ὁ, nach Thom. Mag. p. 789 u. a. Gramm. mit doppeltem κ dor., wie der Megareer Ar. Ach. 710 σάκκος sagt, attisch σάκος, wie ib. 787 Lys. 1211 steht; vgl. Lob. Phryn. 257 u. Mein. Men. p. 44. 563; doch findet sich der Unterschied nicht bestätigt, vgl. Krüger zu Xen. An. 4, 5, 36; ein aus Haaren, bes. Ziegenhaaren gemachtes grobes, dickes Zeug, und alles daraus Verfertigte, Sack, Kleid, Ar. a. a. O., Plut.; auch ein Durchschlag od. Seihtuch, bes. um trüben Wein abzuklären, Poll. 10, 75. – Bei Ar. Eccl. 502 heißt komisch so auch ein langer Bart.
Greek (Liddell-Scott)
σάκκος: ἢ σάκος, ὁ, ἴδε ἐν τέλ.· πρόστυχον ὕφασμα ἐκ τριχῶν μάλιστα δὲ ἐξ αἰγείων τριχῶν, Λατ. cilicium, σάκκος τρίχινος Ἀποκάλ. ς΄, 12, πρβλ. Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Ν΄, 3, Σειρὰχ ΚΕ΄, 17). ΙΙ. τὸ ἐκ τοιούτου ὑφάσματος πεποιημένον: 1) σάκκος, σακκίον, σάκκους τε ἐπ’ ἁμαξέων εὕρισκον Ἡροδ. 9. 80, Ἀριστοφ. Ἀχ. 745, Λυσ. 1211. 2) κόσκινον λεπτόν, «σῆττα», ἢ ἠθμός, στραγγιστήριον, μάλιστα τοῦ οἴνου, Ἱππῶναξ 48 (ἴδε Welcker, 42), Πολυδ. Ϛ΄, 19. 3) ἔνδυμα τραχύ, ὅπερ ἐνεδύοντο οἱ Ἰουδαῖοι πενθοῦντες, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΖ΄, 34), Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 13, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 12, 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 329C· ἀκολούθως λέγεται ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ τῶν μοναχῶν, Ἐκκλ.· - ἀλλὰ παρὰ Βυζαντίνοις, ἐπενδύτης στενῶς ἐφαρμοζόμενος εἰς τὸ σῶμα, ὃν ἔφερον οἱ αὐτοκράτορες καὶ οἱ πατριάρχαι. ΙΙΙ. τραχεῖα γενειὰς ὁμοία πρὸς ὕφασμα τρίχινον, σάκον πρὸς ταῖν γνάθοιν ἔχειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 502· πρβλ. σακεσφόρος ΙΙ. - Λέγεται ὅτι ὁ τύπος σάκος εἶναι Ἀττικός, Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 940. 17, Φρύνιχ. 257, Θωμ. Μάγιστρ. 789, κλπ.· τὸν δὲ τύπον σάκκος καλεῖ Δωρικὸν ὁ Φρύνιχ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἑλληνικὸν ὁ Μοῖρις καὶ Θωμᾶς Μάγιστρ., κωμικὸν δὲ ὁ Πολυδ. Ζ΄, 191. Ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 822, Ἐκκλ. 502, σάκος ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον, ὡς ἀπαιτεῖ σάκκος ἐν Ἀχ. 745, καὶ παρ’ Ἱππών. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Ἡροδ. ἔχουσι σάκκος. (Ἴσως ἡ λέξις, ὡς τὸ πρᾶγμα, παρελήφθη ἐκ τῶν Φοινίκων, πρβλ. τὸ Ἐβραϊκὸν saq).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
att. σάκος;
étoffe grossière de poil de chèvre, d’où
1 manteau grossier;
2 sac, bourse.
Étymologie: σάττω.
English (Strong)
of Hebrew origin (שָׂק); "sack"-cloth, i.e. mohair (the material or garments made of it, worn as a sign of grief): sackcloth.
English (Thayer)
(Attic σάκος), σάκκου, ὁ, Hebrew שַׂק (cf. Fremdwörter, under the word), a sack (Latin saccus) i. e.
a. a receptacle made for holding or carrying various things, as money, food, etc. (<ERROR/BIBLE: a coarse cloth (Latin cilicium), a dark coarse stuff made especially of the hair of animals (A. V. sackcloth): Winer s RWB under the word Sack; Roskoff in Schenkel 5:134; (under the word <TOPIC:Sackcloth> in B. D.; also in McClintock and Strong. (From Herodotus down.))
Greek Monolingual
ο, ΜΑ
βλ. σάκος.
Greek Monotonic
σάκκος: ή σάκος[ᾰ], ὁ,
I. σακόπανο, λινάτσα· χοντρό και τραχύ ύφασμα από τρίχες κατσίκας, που το φορούσαν οι Ιουδαίοι σε ένδειξη πένθους, Λατ. cilicum, σε Καινή Διαθήκη
II. οτιδήποτε είναι φτιαγμένο από το ύφασμα αυτό, σακί, σακούλι, σάκος, τσουβάλι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
III. τραχιά, άγρια γενειάδα, σε Αριστοφ. (πιθ. Φοιν. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
σάκκος: атт. σάκος (ᾰ) ὁ
1) грубая ткань Plut.;
2) мешок Her., Arph.;
3) шутл. длинная борода: σάκον πρὸς ταῖν γνάθοιν ἔχειν Arph. обрасти окладистой бородой;
4) вретище, рубище (ἐν σάκκῳ καὶ σποδῷ NT).