ἀρτεμής
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
ές,
A safe and sound, ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα Il.5.515; σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισι Od. 13.43, cf.A.R.1.415, Call.Iamb.1.227.—Ep. word; etym. of Ἄρτεμις, Pl.Cra.406b.
German (Pape)
[Seite 361] ές (vgl. ἄρτιος), unversehrt, frisch u. gesund; ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα Iliad. 5, 515. 7, 308; σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισιν Od. 13, 43; σκέλος Philip. 9 (VI, 203); vgl. Plat. Crat. 406 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτεμής: -ές, (ἄρτιος) σῶος, ἀκέραιος, ἀβλαβής, ὑγιής, ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα Ἰλ. Ε. 515· φίλοισι σὺν ἀρτεμέεσσι Ὀδ. Ν. 43, πρβλ. Ἀπολλ. Ῥόδ. Α. 415. - Ἐπ. λέξις.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dat. pl. épq. ἀρτεμέεσσι;
sain et sauf.
Étymologie: DELG ?
English (Autenrieth)
ές: safe and sound, Il. 5.515, Od. 13.43.
Spanish (DGE)
-ές
sano y salvo, integro ὡς εἶδον ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα προσιόντα Il.5.515, 7.308, σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισιν Od.13.43, σὺν ἀρτεμέεσσιν ἑταίροις A.R.1.415, σκέλος AP 6.203 (Laco), πόδες Orph.L.355, cf. Call.Fr.194.31, Hippon.108.6, Ael.Fr.99, Artem.2.35
•como explicación de la etim. de Ἄρτεμις: διὰ τὸ ἀρτεμὲς φαίνεται Pl.Cra.406b.
Greek Monolingual
ἀρτεμής, -ές (Α)
ο ακέραιος, ο αβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για πολύ σπάνια λ., άγνωστης ετυμολ., για την ερμηνεία της οποίας έγιναν πολλές προσπάθειες. Υποστηρίχτηκε ότι το α' συνθετικό της λ. είναι το αρτι- (αρτεμής < αρτι-δεμής, πρβλ. δέμας «σώμα») ή το αρ-(αρτεμής < αρι-, με συγκοπή του -ι + τέμος, πρβλ. τημελώ «φροντίζω, μεριμνώ»). Οπωσδήποτε η υπόθεση ότι ο τ. συνδέεται με το όνομα Άρτεμις οφείλεται σε παρετυμολογία].
Greek Monotonic
ἀρτεμής: -ές (ἄρτιος), ασφαλής και αβλαβής, σώος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτεμής: здоровый, целый, невредимый Hom., Plat., Plut., Anth.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: fresh, healthy (Il.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. The word has been explained as: haplology from *ἀρτι-δεμής (to δέμας, Prellwitz); ἀρ- = ἀρι- (cf. ἀρπεδής) and *τέμος (to τημελέω, Fick-Bechtel Personennamen 439, vgl. Hoffmann Dial. 2, 235). Cf. also Ehrlich Betonung 43 n. 2.