κακίζω

From LSJ
Revision as of 13:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκίζω Medium diacritics: κακίζω Low diacritics: κακίζω Capitals: ΚΑΚΙΖΩ
Transliteration A: kakízō Transliteration B: kakizō Transliteration C: kakizo Beta Code: kaki/zw

English (LSJ)

(κακός)

   A abuse, reproach, τινα Hdt.3.145, D.34.2; κ. τινὰ ὅτι οὐκ . . Th.2.21; νουθετεῖν τε καὶ κ. Pl.R.560a; τὴν τύχην κ. D.18.306, cf. 21.73: abs., Epicur.Nat.28.12, 72 G.:—Pass., to be reproached, ὑπό τινος Th.1.105.    II make cowardly, E.IA1435:—Pass., play the coward, οὔ ἑ κακιζόμενόν γε κατέκτα Il.24.214; καὶ μὴ κακισθῇς E. Med.1246, cf. El.982, Pl.Mx.247c; κακιζόμενοι τύχῃ worsted by fortune alone, Th.5.75.

German (Pape)

[Seite 1298] schlecht machen, tadeln, schelten; λοιδορέων τε καὶ κακίζων μιν Her. 3, 145; ἐκάκιζον, ὅτι στρατηγὸς ὢν οὐκ ἐπεξάγοι Thuc. 2, 21; pass. geschmäht werden, 1, 105; πολλά τινα Plat. Phaedr. 254 c; καὶ νουθετεῖν Rep. VIII, 560 a; τὴν τύχην Dem. 18, 306; Sp. – Pass. sich schlecht zeigen, bes. feig handeln, οὔ ἑ κακιζόμενόν γε κατέκτα, ἀλλὰ πρὸ Τρώων ἑσταότα Il. 24, 214; μὴ κακισθῇς, sei nicht feige, Eur. Med. 1246; οὐ μ ὴ κακισθεὶς εἰς ἀνανδρίαν πέσῃς El. 977; Plat. Menex. 247 c; τύχῃ κακιζόμενοι Thuc. 5, 75. – Adj. verb. κακιστέον, Eur. I. T. 105.

Greek (Liddell-Scott)

κακίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, (κακὸς) ὀνειδίζω, κατηγορῶ, τινα Ἡρόδ. 3. 145, Δημ. 907. 12· κακ. τινὰ ὅτι οὐκ... Θουκ. 2. 21· κακ. καὶ νουθετεῖν Πλάτ. Πολ. 560Α· τὴν τύχην κακ. Δημ. 327. 22, πρβλ. 538. 12: ― Παθ., ὀνειδίζομαι, κακολογοῦμαι, ὑπό τινος Θουκ. 1. 105. ΙΙ. κάμνω τινὰ δειλόν, Εὐρ. Ι.Α. 1435: ― Παθ., φέρομαι ὡς δειλός, οὔ ἑ κακιζόμενόν γε κατέκτα Ἰλ. Ω. 214· οὕτω, καὶ μὴ κακισθῇς Εὐρ. Μήδ. 1246, πρβλ. Ἠλ. 982, Πλάτ. Μενέξ. 247C· κακίζεσθαι τύχῃ, βλάπτεσθαι μόνον ὑπὸ τῆς τύχης, Θουκ. 5. 75.

French (Bailly abrégé)

1 adresser des reproches à qqn, accuser : τινα ὅτι blâmer qqn de ce que, adresser à qqn l’accusation que;
2 maltraiter : κακίζεσθαι τύχη THC être vaincu par la fortune;
3 rendre lâche, affaiblir le courage ou la résolution de, acc.;
Moy. κακίζομαι se conduire en lâche.
Étymologie: κακός.

Greek Monolingual

(AM κακίζω) κακός
κατηγορώ, επιπλήττω, κατακρίνω κάποιον («τον κακίζουν λόγω της συμπεριφοράς του»)
μσν.
οργίζομαι, κακιώνω
αρχ.
1. κάνω κάποιον δειλό
2. φέρομαι άνανδρα
3. φρ. «κακίζομαι τύχη» — βλάπτομαι μόνο από την τύχη.

Greek Monotonic

κᾰκίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ (κακός),
I. κακολογώ, διαβάλλω, ονειδίζω, κατηγορώ, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
II. κάνω κάποιον δειλό, σε Ευρ. — Παθ., φαίνομαι δειλός, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· κακίζεσθαι τύχῃ, καταβάλλομαι μόνο από την τύχη, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκίζω:
1) бранить, поносить, порицать (λοιδορεῖν καὶ κ. τινά Hom.; μέμφεσθαι καὶ κ. Plut.); винить, обвинять (τὴν τύχην Dem.; κακίζεσθαι ὑπό τινος Thuc.);
2) дурно обращаться, притеснять: τύχῃ κακιζόμενοι Thuc. обездоленные судьбой;
3) med.-pass. вести себя малодушно, быть трусом: οὔ ἑ κακιζόμενόν γε κατέκτα Hom. не как труса убил его (т. е. Гектора Ахилл); μὴ κακισθῇς Eur. не будь малодушен;
4) малодушно покидать (τὸν τοῦ θεοῦ χρηομὸν οὐ κακιστέον Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακίζω [κακός] fut. κακίσω, Att. κακιῶ act. (iem.) een lafaard noemen, beschuldigen:; τὴν τύχην κ. het lot de schuld geven Dem. 18.306; pass.: τύχῃ κακιζόμενοι met door toeval een slechte naam Thuc. 5.75.3. pass. zich laf gedragen:. οὔ ἑ κακιζόμενόν γε κατέκτα hij gedroeg zich zeker niet laf toen ik hem doodde Il. 24.214; μὴ κακισθῇς wees geen lafaard Eur. Med. 1246.

Middle Liddell

κᾰκίζω, κακός
I. to abuse, reproach, accuse, Hdt., Thuc., etc.
II. to make cowardly, Eur.:— Pass. to play the coward, Il., Eur.; κακίζεσθαι τύχῃ to be worsted by fortune alone, Thuc.