κατήφεια

From LSJ
Revision as of 15:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατήφεια Medium diacritics: κατήφεια Low diacritics: κατήφεια Capitals: ΚΑΤΗΦΕΙΑ
Transliteration A: katḗpheia Transliteration B: katēpheia Transliteration C: katifeia Beta Code: kath/feia

English (LSJ)

Ion. and Ep. κατηφ-είη, ἡ, (κατηφής)

   A dejection (λύπη κάτω βλέπειν ποιοῦσα Plu.2.528e), δυσμενέσιν μὲν χάρμα κατηφείην δὲ σοὶ αὐτῷ Il.3.51; κ. καὶ ὄνειδος 16.498, 17.556; κ. τέ τις ἅμα καὶ κατάμεμψις σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Th.7.75; opp. χαρά, Ep.Jac.4.9; δυσθυμία καὶ κ. Plu.Them.9; τὴν βουλὴν ἄχος καὶ κ. ἔσχε Id.Cor.20, cf. D.H.3.19, Corn.ND28, Charito 6.8; κ. καὶ σύννοια Ph.2.204; κ. καὶ ὀϊζύς Rhian. 1.8.

German (Pape)

[Seite 1401] ἡ, ep. u. ion. κατηφείη, das Niederschlagen der Augen, die Beschämung, Demüthigung, Schaam; δυσμενέσιν μὲν χάρμα, κατηφείην δὲ σοὶ αὐτῷ Il. 3, 51; καὶ ὄνειδος 17, 556. 16, 498; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 205. Auch in späterer Prosa, καὶ δυσθυμία, Niedergeschlagenheit, Plut. Them. 9, καὶ ἄχος Coriol. 20, καὶ σιωπή Public. 6; Philo u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατήφεια: Ἰων. καὶ Ἐπικ. -είη ἢ -ίη ῑ, ἡ, (κατηφής)·― λύπη, θλῖψις μετ’ αἰσχύνης, βαρυθυμία, τὸ καταιβάζειν τὰ ὄμματα, σκυθρωπότης, (λύπη κάτω βλέπειν ποιοῦσα Πλούτ. 2. 528Ε)· ὁ Ὅμηρ. ἀντιτίθησι τῇ χαρᾷ καὶ συνάπτει τῷ ὀνείδει, δυσμενέσιν μὲν χάρμα, κατηφείην δὲ σοὶ αὐτῷ Ἰλ. Γ. 51· κατ. καὶ ὄνειδος Π. 498, Ρ. 556· κ. τέ τις καὶ κατάμεμψις σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Θουκ. 7. 75· δυσθυμία καὶ κ. Πλουτ. Θεμιστ… 9· ἄχος καὶ κ. δεινὴ ὁ αὐτ. ἐν Κορ. 20· κ. καὶ σύννοια Φίλων 2. 204· κατηφίη καὶ ὀϊζὺς Ριανὸς παρὰ Στοβ. 54. 13·- ὁ Ἡσύχ.: «κατήφεια· αἰσχύνη. αἰδώς. στυγνότης. ὄνειδος. ἀνία».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 honte;
2 découragement;
3 tristesse.
Étymologie: κατηφής.

English (Strong)

from a compound of κατά and perhaps a derivative of the base of φαίνω (meaning downcast in look); demureness, i.e. (by implication) sadness: heaviness.

English (Thayer)

κατηφειας, ἡ (from κατηφής, of a downcast look; and this from κατά, and τά φαη the eyes; Etym. Magn. (496,53) κατήφεια. ἀπό τοῦ κάτω τά φαη βάλλειν τούς ὀνειδιζομενους ἤ λυπουμενους; because, as Plutarch, de dysopia (others, de vitioso pudore (528e.))
c. 1says, it is λύπη κάτω βλέπειν ποιοῦσα), properly, a downcast look expressive of sorrow; hence, shame, dejection, gloom (A. V. heaviness"): Homer, Iliad 3,51; 16,498 etc.; Thucydides 7,75; Josephus, Antiquities 13,16, 1; Plutarch, Cor. 20; (Pelop. 33,3, and often; Dionysius Halicarnassus, Char., etc.); often in Philo.)

Greek Monolingual

η (AM κατήφεια, Α ιων. και επικ. τ. κατηφείη και κατηφίη) κατηφής
η κατάσταση ή η όψη του κατηφούς, ακεφιά, δυσθυμία, βαρυθυμία, σκυθρωπότητα, κατσουφιά («διά τούτο έκλινε προς την κατήφειαν και ήτο σιωπηλός», Καλλιγ.)
αρχ.
θλίψη που προκαλεί ντροπή, καταισχύνη («δυσμενέσιν μὲν χάρμα, κατηφείην δὲ σοὶ αύτῷ» — χαρά βέβαια για τους εχθρούς, για τον εαυτό σου όμως λύπη και ντροπή, Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

κατήφεια: Ιων. και Επικ. -είη ή -ίη [ῑ], (κατηφήςλύπη, θλίψη με ντροπή, βαρυθυμία, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κατήφεια: эп.-ион. κατηφείη
1) стыд, позор, бесславие (κ. καὶ ὄνειδος Hom.): κατεφείην σοι αὐτῷ Hom. к твоему собственному стыду;
2) уныние, подавленность (δισθυμία καὶ κ. Plut.; ἡ χάρα εἰς κατήφειαν μετατραπήτω NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατήφεια -ας, ἡ, ep. Ion. κατηφείη [κατηφής] beschaamdheid, schaamte. neerslachtigheid:. κατήφεια... ἅμα καὶ κατάμεμψις σφῶν αὐτῶν neerslachtigheid gepaard met zelfverwijt Thuc. 7.75.5.

Middle Liddell

κατηφής
dejection, sorrow, shame, Il., Thuc.