ἠδέ
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
A and, prop. correlative to ἠμέν: ἠμὲν... ἠδὲ . ., both... and . ., Il.7.302, etc. II without ἠμέν, and, ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες 2.79, cf. 1.41,96,251, etc.: sts. with τε before it, σκῆπτρόν τ' ἠδὲ θέμιστας 9.99; Ἕκτορ τ' ἠδ' ἄλλοι 12.61; Ἥρη τ' ἠδὲ Ποσειδάων καὶ Παλλὰς Ἀθήνη 1.400; αὐτός τ' ἀναχάζομαι ἠδὲ . . 5.822, cf. Pi.O.13.44; also μὲν... ἠδὲ . . Od.1.240, 12.381, etc.; μέν τε... ἠδὲ . . Orph.H.14.9; παίδων ἠδ' ἀλόχων καὶ κτήσιος ἠδὲ τοκήων Il.15.663; ἠ. καί and also, 1.334, Od.2.209, 4.235, 1.240; ἠδ' ἔτι καί Il.1.455, 2.118; ἠδέ τε AP 9.788.9.—The Trag. use ἠ. in anapaestics and lyrics, A.Pers.16, 289, etc.; and (less freq.) in iamb., as Id.Ch.1025, Eu.414, S.Fr.386, 549, E.Hec.323, HF30: twice found in Com., Eup.14 (anap.), Alex.133.6(trim., s.v.l.). Not in Att. Prose; used by Hp. (= ἔτι δέ) acc. to Gal.19.102, cf. Aret.CD2.7; ἀτὰρ ἠδέ ib.1.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἠδέ: καί, κυρίως ἀντιστοιχοῦν πρὸς τὸ ἠμέν· ἠμὲν..., ἠδὲ..., καὶ..., καὶ…, ἴδε ἐν λ. ἠμέν· - ἀλλά, ΙΙ. συχνάκις παρ’ Ὁμ. ἄνευ τοῦ ἠμέν, ἀκριβῶς ὅμοιον τῷ καί, ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες Ἰλ. Β. 79, πρβλ. Α. 41, 96, 251, κλ.· -ἐνίοτε ἔχον πρὸ ἑαυτοῦ τὸ τε· σκῆπτρόν τ’ ἠδὲ θέμιστας Ι. 99· Ἕκτορ τ’ ἠδ’ ἄλλοι Μ. 61· Ἥρη τ’ ἠδὲ Ποσειδάων καὶ Παλλὰς Ἀθήνη Α. 400 μεταξὺ τῶν τε καὶ ἠδὲ δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ καὶ λέξις τις, αὐτός τ’ ἀναχάζομαι ἠδὲ..., Ε. 822, πρβλ. Πινδ. Ο. 13. 62· καί, μὲν..., ἠδὲ..., Ὀδ. Α. 239. Μ. 380, κτλ.· μέν τε..., ἠδὲ..., Ὀρφ. Ὕμν. 13. 8· ἐνίοτε δὲ τίθεται καὶ μεταξὺ τῶν ἠδὲ..., ἠδὲ..., παίδων ἠδ’ ἀλόχων καὶ κτήσιος ἠδὲ τοκήων Ἰλ. Ο. 663· - ἀλλὰ τὸ ἠδὲ καὶ ὁμοῦ συνημμένον σημαίνει: καὶ ὡσαύτως, Ἰλ. Α. 334, Ὀδ. Β. 209· ἠδέ κε καί, καὶ δυνατὸν ὡσαύτως, Ὀδ. Α. 240· ἠδ’ αὖτε Ἰλ. Η 302· ἠδ’ ἔτι καί, ἔτι ἀκόμη, Α. 455, Β. 118· ἠδέ τε Ἀνθ. Π. 9. 788· - σπανιώτατον ἐν τῇ ἀρχῇ προτάσεως, ἠδὲ καὶ οἵδε Ὀδ. Δ. 235. - Οἱ Τραγικοὶ μεταχειρίζονται τὸ ἠδὲ ἐν ἀναπαιστικοῖς καὶ λυρικοῖς χωρίοις, Αἰσχύλ. Πέρσ. 16, 21, 22, 26, κ.τλ. καὶ (σπανιώτερον) ἐν ἰαμβικοῖς, ὡς Αἰσχύλ. Χο. 1025, Εὐμ. 414, Σοφ. Ἀποσπ. 345, 493, Εὐρ. Ἑκ. 323, Ἡρ. Μαιν. 30· ἀπαντᾷ δὶς ἔτι καὶ παρὰ τοῖς κωμικοῖς, Εὔπολ. Αἰξ. 1, Ἄλεξ. Λευκ. 1· ἀλλ’ οὐδέποτε παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. πεζογράφων. - Πρβλ. τὸ Ἐπ. ἰδέ.
French (Bailly abrégé)
conj. poét.
et : ἠμὲν… ἠδέ IL, ἠδέ… καί IL et… et ; ἠδὲ καί IL et aussi.
Étymologie: ἤ, δέ.
English (Autenrieth)
and; combined, ἠδὲ.. καὶ.. ἠδέ, τ' ἠδέ, τὲ.. ἠδέ, τὲ.. ἠδὲ καί, Il. 15.663, Il. 2.206, Od. 1.12, Il. 5.822; ἠδὲ καί, ‘and also,’ Il. 1.334, etc.; freq. correl. to ἠμέν, also to μέν.
English (Slater)
ἠδέ
1 and ὅσσα τ' ἐν Δελφοῖσιν ἀριστεύσατε ἠδὲ χόρτοις ἐν λέοντος (O. 13.44) ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν (οἱ δὲ v. l.) fr. 203. 3. combined with τε; καὶ τότ ἐγὼ σαρκῶν τ' ἐνοπὰν λτ;γτ; ἠδ ὀστέων στεναγμὸν βαρύν” fr. 168. 5.
Greek Monotonic
ἠδέ: και, κυρίως αντιστοιχεί προς το ἠμέν, βλ. ἠμέν· αλλά συχνά και χωρίς το ἠμέν, ίδιο ακριβώς με το καί, και· ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, σε Ομήρ. Ιλ.· ενώ ο συνδυασμός ἠδὲ καί σημαίνει και ομοίως, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἠδέ: преимущ. эп. - тж. с частицами τε, ἠμέν, μέν (τε), καί, ἔτι - и, да: σευ κήδεται ἠ. ἐλεαίρει Hom. (Зевс) о тебе заботится и скорбит; ἄλγεα ἔδωκεν ἠ. ἔτι δώσει Hom. (Аполлон) послал страдания, да и еще пошлет; Διὸς ἄγγελοι ἠ. καὶ ἀνδρῶν Hom. вестники Зевса, а также и людей; γραῖαι γυναῖκες ἠ. πρεσβῦται Eur. старые женщины и старцы.
Frisk Etymological English
Grammatical information: copul. pcle.
Meaning: and with or without preceding ἠμέν, also ἠδε καί, τἠδέ etc. (Il.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From 1. η῏ really and δε (s. vv.). Details in Schwyzer-Debrunner 565, Ruijgh, Elément. Achéen 55-57.
Middle Liddell
and, properly correlative to ἠ-μέν v. sub ἠμέν:— but, often without ἠμέν, just like καί, and, Il.:— ἠδὲ καί conjoined and also, Hom.