βρέφος

From LSJ
Revision as of 06:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρέφος Medium diacritics: βρέφος Low diacritics: βρέφος Capitals: ΒΡΕΦΟΣ
Transliteration A: bréphos Transliteration B: brephos Transliteration C: vrefos Beta Code: bre/fos

English (LSJ)

εος, τό,

   A babe in the womb, foetus, β. ἡμίονον κυέουσαν, of a mare, Il.23.266, cf. Chrysipp.Stoic.2.222.    II new-born babe, Simon.37.15, Pi.O.6.33, A.Ag.1096 (lyr.); νέον β. E.Ba.289 [not in S.]: in later Prose, LXX Si.19.11, BGU1104.24 (i B. C.), etc.; of beasts, foal, whelp, cub, etc., Hdt.3.153, Phylarch.36, Ael.NA3.8, Opp.H.5.464, etc.; nestling, Horap.2.99; ἐκ βρέφεος from babyhood, AP9.567 (Antip.); ἀπὸ β. 2 Ep.Ti.3.15. (Cf. Slav. žrèbę 'foal'.)

Greek (Liddell-Scott)

βρέφος: -εος, τό, τὸ οὔπω γεννηθέν, τὸ ἔτι ἐν τῇ κοιλίᾳ· δηλ. τὸ ἔμβρυον. Λατ. foetus, βρέφος ἡμίονον κυέουσαν Ἰλ. Ψ. 266. ΙΙ. τὸ νεωστὶ γεννηθὲν τέκνον, Σιμων. 44. 15 Bgk., Πίνδ. Ο. 6. 55, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1096· νέον βρέφος Εὐρ. Βάκχ. 289· ἀλλ’ οὐδαμοῦ παρὰ Σοφ.· ‒ ἐπὶ ζώων, νεογνόν, πῶλος, σκύμνος, Ἡρόδ. 3. 153, Ὀππ. Ἁλ. 5. 464, κτλ.· ‒ ἐκ βρέφεος, ἐκ βρεφικῆς ἡλικίας, Ἀνθ. Π. 9. 567, κτλ. (Πρβλ. Σανσκρ. garbhas (foetus, pullus)· ἐκ τῆς ῥίζης grabh (concipere)· Ζενδ. garewa (foetus)· Σλαυον. žrěbe (pullus)· ‒ περὶ τῆς ἐναλλαγῆς τοῦ β καὶ γ ἴδε Β β. Ι.)

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 enfant ou petit d’animal encore dans le sein de sa mère;
2 enfant ou petit d’animal nouveau-né.
Étymologie: DELG t. très ancien, à rapprocher du v.sl. zrebe, « poulain ».

English (Autenrieth)

unborn young (of a mule foal), Il. 23.266†.

English (Slater)

βρέφος
   1 child ἀμφιπόλους ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν δόμεν Εἰλατίδᾳ βρέφος Iamos (O. 6.33) “ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” Aristaios (P. 9.62) ]ἐπὶ βρέφος οὐρανίου Διός[ Herakles (Pae. 20.9)

Spanish (DGE)

-εος, τό
1 cría en el seno materno, feto β. ἡμίονον κυέουσαν Il.23.266, τὸ γοῦν β. δοκεῖ τελειοῦσθαι ἐν ἑπτὰ ἑβδομάσιν Emp.B 153a, τὸ β. ἐν τῇ γαστρὶ φύσει τρέφεσθαι νομίζει καθάπερ φυτόν Chrysipp.Stoic.2.222, βρέφη ἐκτιτρώσκει ref. a un abortivo, Dsc.5.72.
2 recién nacido Simon.38.21, Pi.O.6.33, P.9.62, de los hijos de Tiestes, A.A.1096, de Dioniso βρέφος ... θεόν E.Ba.289, ἐς τροφὴν βρέφεος Hp.Alim.37, τὰ νεογνὰ βρέφη X.Oec.7.24, LXX 3Ma.5.49, ὠδινήσει ... βρέφους ἡ τικτοῦσα LXX Si.19.11, αἱ τὰ βρέφη ψωμίζουσαι τροφοί Plu.2.672f, cf. 754d, ἐπειδὰν ... ἐκπέσῃ τῆς γαστρὸς νωθρὸν ἔτι καὶ ἀδρανὲς τὸ βρέφος D.Chr.12.31, cf. Gal.12.1005, σὺν ὑποτιτ<θ>ίῳ ... βρέφει POxy.1209.16 (III d.C.), cf. Aristaenet.1.19.37, σπούριον βρέφος ἔτεκεν PMasp.97ue.D.46 (VI d.C.), de Jesús en la cuna τὸ δεσποτικὸν β. Pers.M.10.105C
de anim. cachorro, cría de caballo, Hdt.3.153, Phylarch.36, Ael.NA 3.8, βρέφος ἐλέφαντος Ael.NA 11.25
de un halcón polluelo Horap.2.99.
3 crío, niño pequeño del que todavía no habla αἰσθάνεται τὸ βρέφος Theoc.15.14, del hijo de Triopas τὸ δείλαιον γένετο β. Call.Cer.100, cf. Fr.487, βρέφος διετές FD 6.39.11, 57.10, ὅτι ἀπὸ βρέφους ἱερὰ γράμματα οἶδας 2Ep.Ti.3.15, ἐκ βρέφεος desde niño, AP 9.567 (Antip.Sid.), Gr.Naz.M.36.380D, cf. Vett.Val.60.25
de un niño algo mayor ἑξαέτους βρέφεος IG 12(5).677.2 (Siros II/III d.C.).

• Etimología: De *gerbh-/ *grebh- y rel. aesl. žrěbe ‘potro’.

English (Abbott-Smith)

    • βρέφος, -ους, τό, [in LXX: Si 19:11, I Mac 1:61, II Mac 6:10, III Mac 5:49, IV Mac 4:25*;]
      1.an unborn child: Lk 1:41, 44.
      2.a newborn child, a babe: Lk 2:12, 16 18:15, Ac 7:19, I Pe 2:2; ἀπὸ βρέφους, from infancy, II Ti 3:15.†

English (Strong)

of uncertain affinity; an infant (properly, unborn) literally or figuratively: babe, (young) child, infant.

English (Thayer)

βρέφους, τό;
a. an unborn child, embryo, fetus: Homer, Iliad 23,266; Plutarch, rep. Stoic. 41 τό βρέφος ἐν τῇ γαστρί).
b. a new-born child, an infant, a babe (so from Pindar down): ἀπό βρέφους from infancy, ἐκ βρέφους, Anth. Pal. 9,567).

Greek Monolingual

το (AM βρέφος)
νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα
μσν.- νεοελλ.
φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» — ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία
νεοελλ.
άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος
αρχ.
1. το έμβρυο
2. νεογέννητο ζώο
3. νεοσσός
4. φρ. «ἐκ βρέφεος» — από τη βρεφική ηλικία, από μωρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βρέφος, που ανάγεται σε ινδοευρ. gwr-ebh- «έμβρυο, παιδί», δυνατόν να συσχετιστεί με το σλαβ. žrěbu «πουλάρι» (< gwer-bh-, με μετάθεση), τ. που διαφέρει από το βρέφος ως προς τη ριζική συλλαβή. Η λ. βρέφος συνδέεται σημασιολογικά με τις λέξεις νήπιο, μωρό. Το νήπιο, ουδ. του επιθ. νήπιος «άνους» και το μωρό, ουδ. του επιθ. μωρός «ανόητος» κατέληξαν να σημαίνουν ό,τι και το βρέφος, μια και η άνοια είναι γενικότερο γνώρισμα της βρεφικής ηλικίας. Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν ως επιθετικοί προσδιορισμοί στις λ. τέκνον, παιδίον κ.τ.ό. και κατόπιν ως αυτοτελή ουσιαστικά προσλαμβάνοντας τη σημασία «βρέφος».
ΠΑΡ. (αρχ. -μσν.) βρεφικός, βρεφύλλιον, βρεφώδης.
ΣΥΝΘ. (αρχ. -μσν.) βρεφοκτόνος, βρεφουργώ
μσν.
βρεφοκόμος, βρεφοκρατούσα, βρεφοτρόφος
νεοελλ.
βρεφοδόχος, βρεφοζυγός, βρεφολόγος, βρεφοστάθμη].

Greek Monotonic

βρέφος: -εος, τό,
I. μωρό (έμβρυο), που είναι ακόμα στη μήτρα, Λατ. foetus· λέγεται για το αγέννητο πουλάρι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. νεογέννητο μωρό, σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται και για τα ζώα, το γέννημα, το νεογνό σαρκοβόρου ζώου, σε Ηρόδ.· ἐκ βρέφεος, από τα «γεννοφάσκια», από τη βρεφική ηλικία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βρέφος: εος τό
1) утробный плод, зародыш Hom., Plut.;
2) новорожденное дитя, младенец Pind., Aesch., Eur.: ἐκ βρέφεος Anth. и ἀπὸ βρέφους NT с младенчества;
3) детеныш (ἡμιόνου Her.);
4) ребенок, мальчик Theocr.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: newborm child, young of an animal (Il.).
Compounds: βρεφο-κτόνος child-killing (Lyc.)
Derivatives: βρεφώδης childish (Ph.), βρεφόθεν from childhood (Eust.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [485] *gʷerbʰ-\/gʷrebʰ- child, young
Etymology: Cf. OCS žrěbę, žrěbьcь foal, with βρέφος < *gʷrebh-, žrěbę < *gʷerbh- (w. regular slav. metathesis). Uncertain Nur. brommach foal (< *gurombhākos); on Skt. gárbha- womb s. δελφύς.

Middle Liddell


I. the babe in the womb, Lat. foetus: of an unborn foal, Il.
II. the new-born babe, Aesch., Eur.:—of beasts, a foal, whelp, cub, Hdt.:— ἐκ βρέφεος from babyhood, Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρέφος -ους, ook zonder contr. -εος, τό
1. foetus :. ἵππον... βρέφος ἡμίονον κυέουσαν een merrie zwanger van een ezeljong Il. 23.266.
2. baby:; ἐς τροφὴν βρέφεος tot voeding van de baby Hp. Alim. 37; van dieren jong. Hdt. 3.153.1.