φοινός
English (LSJ)
ή, όν, (φόνος)
A blood-red, παρήϊον αἵματι φοινόν Il.16.159: blood-red, θυμὸν ἀποπνείων h.Ap.362. 2 deadly, δάκη, ὄλεθρος, Nic.Th.146, 675; ποτόν Id.Al.187.
German (Pape)
[Seite 1297] blutig, blutroth, αἵματι, von Blut geröthet, Il. 16, 159; mörderisch, H. h. Ap. 362; tödtlich, Nic. Al. 187, nach Schol., Schneider erkl. es aber für ein subst. = φόνος.
Greek (Liddell-Scott)
φοινός: -ή, -όν, (φόνος) κόκκινος ὡς αἷμα, παρήιον αἵματι φοινὸν Ἰλ. Π. 159· αἱμοχαρὴς, φονικός, θυμός Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀπόλλ. 362· δίκη, ὄλεθρος Νικ. Θηρ. 146, 675.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
rouge de sang.
Étymologie: cf. φοίνιος.
English (Autenrieth)
= φοίνιος, Il. 16.159†.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -όν, Α
1. κόκκινος σαν το αίμα, αιματώδης
2. αιμοχαρής
3. θανατηφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. ο οποίος, κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας bhen- «χτυπώ» και κατ' επέκταση «χτυπώ μέχρι θανάτου» (πρβλ. αρχ. ισλδ. bani «θάνατος, δολοφόνος», αγγλοσαξ. bana, «δολοφόνος», αρχ. άνω γερμ. bano «δολοφόνος, θάνατος») και έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου ουσ. φόνος (< bhon-o-) με σημ. «θάνατος, αίμα» και ενός παρ. επιθ. φον-ιος «αυτός που αναφέρεται στο αίμα, αυτός που έχει το χρώμα του αίματος, κόκκινος». Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το αμάρτυρο φονιος τονίστηκε στη λήγουσα αναλογικά προς τα επίθ. που δηλώνουν χρώμα (πρβλ. γλαυκός, πολιός κ.λπ.) και στη συνέχεια προφέρθηκε φονyος, κατά τη γρήγορη εκφορά του λόγου, από όπου προήλθε τελικά ο τ. φοινός (για ανάλογο σχηματισμό βλ. λ. φάλλαινα [II]). Αξιοσημείωτη είναι η φωνολογική ομοιότητα τών τ. της οικογένειας αυτής με τις λ. φόνος, φόνιος (< gwhόno-, βλ. και λ. φόνος, θείνω), η οποία είχε οδηγήσει παλαιότερα στη σύνδεση του επιθ. φοινός με τη λ. φόνος. Η μαρτυρία, ωστόσο, στη Μυκηναϊκή του θηλ. ponikija (με αρκτικό p-), το οποίο αντιστοιχεί στο φοινίκιος (Ι) (< φοῖνιξ [Ι] «πορφυρός» < φοινός, βλ. λ. φοῖνιξ [Ι], φοινίκιος [Ι]) αποκλείει την αναγωγή τών τ. σε ρίζα με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο, όπως θα απαιτούσε η σύνδεση με τη λ. φόνος (< gwhon-o-). Τα στοιχεία αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται «για δύο οικογένειες αναγόμενες σε δύο διαφορετικές ΙΕ ρίζες, bhen- / bhon- (< φοινός) και gwhen- / gwhon- (> φόνος), με κοινή σημ. «χτυπώ», οι οποίες στην Ελληνική συνέπεσαν μορφολογικά, όταν έπαψαν να δηλώνονται οι χειλοϋπερωικοί φθόγγοι, γεγονός που προκάλεσε και την επακόλουθη σημασιολογική σύγχυση].———————— (II)
ὁ, Α
φόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. της λ. φόνος, κατ' επίδραση του επιθ. φοινός (για τη σχέση τών δύο οικογενειών, βλ. λ. φοινός, -ή, -όν)].
Greek Monotonic
φοινός: -ή, -όν (φόνος), αυτός που είναι κόκκινος σαν αίμα, σε Ομήρ. Ιλ.· αιμοβόρος, δολοφονικός, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
φοινός:
1) обагренный (αἵματι Hom.);
2) кровожадный (θυμός HH).
Middle Liddell
φοινός, ή, όν φόνος
blood-red, Il.: blood-stained, murderous, Hhymn.