γυμνασία
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
ἡ,
A right to use γυμνάσιον, Arist.Pol.1297a17 (s.v.l.); exercise, σωματικὴ γ. 1 Ep.Ti.4.8: pl., IG22.1006.65, SIG1073.19 (Olympia, ii A. D.); of military exercises, ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις γ. Plb.4.7.6; generally, struggle, Str.3.2.7; αἱ καθ' ἡμέραν γ. lessons, D.H.Comp.20: metaph. of mental exercise, Iamb.Comm.Math.24; freq. of disputation, Pl.Tht.169c, Arist. Top.101a27, al.; training, γ. πρὸς τὰς πολιτικὰς πράξεις Plb.1.1.2. 2 Rhet., practice: hence, arrangement, disposition, τοῦ διηγήματος Theo Prog.4, cf. Aphth.Prog.6.
German (Pape)
[Seite 509] ἡ, Uebung, Plat. Parm. 135 d u. öfter; ἡ περὶ ταῦτα γ. Theaet. 169 c; ἡ ἐν ὅπλοις Pol. 4, 7, 6; vgl. 10, 20, 1 u. a. Sp.; von der rhetorischen Uebung Arist. Top. 8, 5; παιδεία καὶ γ. πρὸς τὰς πολιτικὰς πράξεις Pol. 1, 1, 2; γυμνασίας ποιεῖσθαι Plat. Legg. VIII, 830 d.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνασία: ἡ, = γύμνασις, ἄσκησις, Πλάτ. Θεαιτ. 169C, Ἀριστ. Πολ. 4. 13, 1, κ. ἀλλ.· ἄσκησις διαλεκτικὴ ἢ ρητορική, ὁ αὐτ. Τοπ. 1. 2, 1·- σωματικὴ γ. Α' Ἐπ. Τιμ. δ', 8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
exercice.
Étymologie: γυμνάζω.
English (Strong)
from γυμνάζω; training, i.e. (figuratively) asceticism: exercise.
English (Thayer)
γυμνασιας, ἡ (γυμνάζω);
a. properly, the exercise of the body in the palaestra.
b. any exercise whatever: σωματική γυμνασία, the exercise of conscientiousness relative to the body, such as is characteristic of ascetics and consists in abstinence from matrimony and certain kinds of food, Plato, legg. i., p. 648c. down.)
Greek Monolingual
γυμνασία, η (AM)
άσκηση, εξάσκηση
αρχ.
1. δικαίωμα για χρησιμοποίηση του γυμνασίου
2. στρατιωτική άσκηση
3. αγώνας
4. μάθημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνάζομαι (πρβλ. εργασία < εργάζομαι)].
Greek Monotonic
γυμνᾰσία: ἡ = γύμνασις, άσκηση, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυμνασία -ας, ἡ [γυμνάζω] oefening, training (lichamelijk en geestelijk).
Russian (Dvoretsky)
γυμνᾰσία: ἡ упражнение, практическое учение, практика (περί τι Plat., Arst., ἔν τινι и πρός τι Polyb.).
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:gumnas⋯a 錦那西阿詞類次數:名詞(1)
原文字根:赤裸的
字義溯源:操練;源自(γυμνάζω)=赤裸著運動,操練),而 (γυμνάζω)出自(γυμνός)*=赤裸的)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 操練(1) 提前4:8