φιμός

From LSJ
Revision as of 23:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῑμός Medium diacritics: φιμός Low diacritics: φιμός Capitals: ΦΙΜΟΣ
Transliteration A: phimós Transliteration B: phimos Transliteration C: fimos Beta Code: fimo/s

English (LSJ)

ὁ, heterocl. pl.

   A φῑμά AP6.312 (Anyte):—any instrument for keeping the mouth closed:    I muzzle, for dogs, calves, etc., φιμὸν περιτιθέναι τινί Luc.Vit.Auct.22, cf. APl. c., LXX Si.20.29.    2 gag: hence, silencing by a spell, Tab.Defix.Aud.25.13 (Curium, iii A. D.).    II nose-band of a horse's bridle, fitted with pipes, φ. δὲ συρίζουσι βάρβαρον βρόμον A.Th.463; πώλους . . φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας Id.Fr.326; ἐμβαλῶ φ. εἰς τὴν ῥῖνά σου LXX Is.37.29.    III a kind of cup, used as a dice-box, Aeschin.1.59, Diph. 76, cf. Poll.7.203, 10.150.    IV tightening, constriction by means of ropes, Apollod Poliorc.161.1.    V = φίμωσις 11.2, φ. τοὺς ἐν αἰδοίοις χαλᾷ Dsc.4.91, cf. Androm. ap. Gal.13.311; imperforation of the anus, Heliod. ap. Orib.44.20.72. (Connected with σφίγγω, σφιγμός by EM795.21.)

German (Pape)

[Seite 1289] ὁ, mit dem heterogenen plur. τὰ φιμά, Alles, womit etwas fest-, zusammengebunden wird, – a) ein Maulkorb, den man bißigen Thieren anlegt, od. solchen, die Nichts abfressen, nicht mehr saugen sollen (vgl. κημός, πύσσαχος); φιμὰ περὶ στόματα Anyte 1 (VI, 312); φιμὸν περιθεῖναί τινι Luc. vit. auct. 22. – b) ein Stück am Pferdezaume, das über die Nase geht u. diese einklemmt; Aesch. Spt. 445; πώλους φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας frg. 341. – c) eine Art Becher, in welchem die Würfel geschüttelt und aus dem sie herausgeworfen werden, κυβευτικὸν ὄργανον, Aesch. 1, 59. – d) auch = φίμωσις.

Greek (Liddell-Scott)

φῑμός: ὁ, μετὰ ἑτερογενοῦς πληθ. φῑμά, Ἀνθ. Παλατ. 6. 312· ― πᾶν ἐργαλεῖον δι’ οὗ κλείεται τὸ στόμα: Ι. ὡς τὸ κημός, φίμωτρον, δι’ οὗ οἱ κύνες κωλύονται τοῦ δάκνειν, οἱ μόσχοι τοῦ θηλάζειν, Λατ. capistrum, fiscella, φιμ. περιθεῖναί τινι Λουκ. Βίων Πρᾶσις 22, πρβλ. Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. τὸ ἐπὶ τῆς ῥινὸς στηριζόμενον μέρος τοῦ χαλινοῦ ἵππου, ὅπερ (ὡς φαίνεται) εἶχεν ἐνίοτε καὶ αὐλούς, δι’ ὧν ἡ πνοὴ τοῦ ἵππου διερχομένη παρῆγε συριστικόν τινα ἦχον· ἦτο δὲ τοῦτο βαρβαρικόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 463· πώλους... φιμοῖσιν αὐλητοῖσιν ἐστομωμένους ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 341. ΙΙΙ. εἶδος ποτηρίου χρησιμεύοντος ἐν τῇ παιδιᾷ τῶν κύβων, Λατ. fritillus, Αἰσχίνης 9. 9, Δίφιλος ἐν «Συνωρίδι» 4, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 203, Ι΄, 150. (Πιθ. σχετίζεται πρὸς τὰς λέξ. σφίγγω, σφιγμός, ὡς ὑποδηλοῦται ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 795. 21, πρβλ. Curt. 157. [ι μακρὸν πλὴν παρὰ μεταγεν., οἷον Πλανούδ.]

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
plur. hétér. τὰ φιμά;
muselière.
Étymologie: R. Σφιγγ, serrer ; cf. σφίγγω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, τ. πληθ. και φιμά, τὰ, Α
φίμωτρο
αρχ.
1. φίμωση
2. σύσφιγξη με σχοινιά
3. μέρος του χαλινού αλόγου που περιέβαλλε την μύτη του και είχε, συνήθως, προσαρμοσμένους πάνω του αυλούς, έτσι ώστε να παράγεται ένας συριστικός ήχος από την αναπνοή του αλόγου
4. είδος ποτηριού με το οποίο έριχναν τα ζάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ., ο οποίος εμφανίζει πιθ. επίθημα -μος (πρβλ. φορ-μός, βλ. και το συνώνυμο κημός, στο οποίο, όμως, το -μος δεν πρέπει να θεωρηθεί επίθημα). Για το σχ. φιμός: φιμά (τὰ): φίμᾱ (), πρβλ. δεσμός: δεσμά, τά: δέσμη / δεσμή. Οι συνδέσεις της λ. με τους τ. σφίγγω, σφιγμός ή με το λατ. fiscus «καλάθι» δεν θεωρούνται πιθανές. Τη λ. με τη σημ. «ποτήρι με το οποίο έριχναν τα ζάρια» δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. phimus)].

Greek Monotonic

φῑμός: ὁ, με ετερογ. πληθ. φῑμά, τά·
I. φίμωτρο, Λατ. capistrum, σε Λουκ.
II. το μέρος της μύτης από το χαλινάρι ενός αλόγου, που είχε και σωλήνες δια μέσου των οποίων η αναπνοή του αλόγου έβγαζε ένα συριστικό ήχο, σε Αισχύλ.
III. είδος κυπέλλου που χρησιμοποιείται ως χωνί για τα ζάρια, Λατ. fritillus, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

φῑμός:
1) намордник (φιμὸν περιθεῖναί τινι Luc.): φιμοὶ συρίζουσι βάρβαρον βρόμον (v. l. νόμον) Aesch. сквозь намордники (конских оголовий) вырывается дикое храпение;
2) стакан для игральных костей (φιμοὶ καὶ κυβευτικὰ ἕτερα ὄργανα Aeschin.).

Middle Liddell

φι-μός, οῦ, ὁ,
I. a muzzle, Lat. capistrum, Luc.
II. the nose-band of a horse's bridle, fitted with pipes through which the horses' breath made a whistling sound, Aesch.
III. a kind of cup, used as a dice-box, Lat. fritillus, Aeschin.

Frisk Etymology German

φιμός: {phīmós}
Forms: pl. auch -ά (AP 6, 312)
Grammar: m.,
Meaning: Maulkorb, Knebel (A. Th. 463, Fr. 326 = 647 M., LXX, Dsk., Luk. u.a.), übertr. von einem Würfelbecher (oder vom Deckel desselben?, Aeschin., Poll. u.a.).
Composita : Als Hinterglied u.a. in εὔφιμος zusammenziehend, stopfend (μύρτος, Nik.), wohlgeknebelt (Hdn. Epim.) mit εὐφιμία (? EM als Erkl. von εὐκαμία [s. κημός; cod. -φημ-).
Derivative: Davon φιμώδης = εὔφιμος (μύρτα, Nik.), -όω, ganz vereinzelt m. περι- u. a., mit einem Maulkorb verschließen, knebeln, festmachen, zum Schweigen bringen, Pass. verstummen (Ar., LXX, NT, J., Luk. u.a.) mit -ωσις (περι-) f. das Verschließen, Zustopfen (Mediz., Vett. Val.), -ωτικός ‘zum Schweigen brin- gend’ (P.Mag. Lond., Tab. Defix. And.), -ωτρον n. Gerät zum Zustopfen (Suid.); περιφιμίζω festmachen, festbinden (Tab. Defix.).
Etymology : Unerklärt. Unhaltbare Hypothesen bei Prellwitz (zu lat. fiscus u.a.). Bemerkenswert ist die Suffixgleichheit mit dem synonymen κημός. Ob Kreuzung davon mit φιτρός (s.d.)?
Page 2,1020-1021