συγκάθημαι

From LSJ
Revision as of 18:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκάθημαι Medium diacritics: συγκάθημαι Low diacritics: συγκάθημαι Capitals: ΣΥΓΚΑΘΗΜΑΙ
Transliteration A: synkáthēmai Transliteration B: synkathēmai Transliteration C: sygkathimai Beta Code: sugka/qhmai

English (LSJ)

Ion. συγ-κάτημαι, used as pf. of συγκαθέζομαι,

   A sit as assessor with, [τῷ Καίσαρι] Wilcken Chr.14 ii 5 (i A.D.); live in the same quarters, Hdt.3.68; of a number of persons, sit together, E.Ba.811, X.An.5.7.21; esp. of persons sitting to deliberate, sit in conclave, meet in assembly, ἐν τῇ Πυκνὶ . . πρόβατα -ήμενα Ar.V.32; ἐν συνεδρίῳ X.HG2.4.23; περὶ εἰρήνης Th.5.55: abs., Aeschin.3.115.    II sink or subside together, settle down, Str.16.4. 16; ἐς γόνυ συγκαθήμενος Luc.Pseudol.20.

German (Pape)

[Seite 963] (s. ἧμαι), zusammen od. mit einander sitzen, ἐν ὄρεσι συγκαθημένας, Eur. Bacch. 809; bes. gemeinschaftlich bei einer Arbeit sitzen, Her. 3, 68; περὶ εἰρήνης, sich versammelt haben, um zu unterhandeln, Thuc. 5, 55; vgl. Xen. An. 5, 7, 21; – zusammensinken, -fallen, sich zugleich senken, Strab. XVI; ἐς γόνυ, Luc. pseudol. 20.

Greek (Liddell-Scott)

συγκάθημαι: κυρίως πρκμ. τοῦ συγκαθέζομαι, κάθημαι πλησίον τινὸς ἢ παραπλεύρως, Ἡρόδ. 3. 68, Εὐρ. Βάκχ. 810 ἐπὶ πολλῶν προσώπων ὁμοῦ καθημένων, Ξεν. Ἀν., 5. 7, 21· μάλιστα ἐπὶ πολλῶν συγκαθημένων ὅπως συσκεφθῶσι περί τινος, συνέρχομαι, συσκέπτομαι, ἐν ἐκκλησιᾳ, συνεδριάζω, ἐν τῇ Πυκνὶ Ἀριστοφ. Σφ. 32· ἐν συνεδρίῳ Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 23· περὶ εἰρήνης Θουκ. 5. 55· ἀπολ., Αἰσχίν. 69. ἐν τέλει. ΙΙ. κοντοκαθίζω, κάθημαι στηριζόμενος ἐπὶ τῶν ποδῶν μου, ἐπὶ ζῴων, κάθημαι ἐπὶ τῶν ὀπισθίων ποδῶν, τελέως δὲ τὰ ὀπίσθια ταπεινότερα τῶν ἐμπροσθίων ἐστὶν ὥστε δοκεῖν συγκαθῆσθαι τῷ οὐραίῳ μέρει (περὶ καμηλοπαρδάλεως), Λατ. considere, Στράβ. 775· ἐς γόνυ συγκαθήμενος Λουκ. Ψευδολογιστ. 20.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
I. 1 être assis avec ou à côté de;
2 siéger ensemble : περὶ εἰρήνης THC pour traiter de la paix;
II. être assis ou affaissé en même temps.
Étymologie: σύν, κάθημαι.

English (Strong)

from σύν and κάθημαι; to seat oneself in company with: sit with.

English (Thayer)

(T WH συνκάθημαι (cf. σύν, II. at the end)); from Herodotus down; (the Sept.); "to sit together: to sit with another": μετά τίνος, τίνι, with one, Acts 26:30.

Greek Monolingual

και ιων. τ. συγκάτημαι Α
1. (για ομάδα προσ.) κάθομαι κοντά σε κάποιον
2. συνεδριάζω («τῇ δ' ὑστεραίᾳ οἱ μὲν τριάκοντα... συνεκάθηντο ἐν τῷ συνεδρίῳ», Ξεν.)
3. (για ζώο) κάθομαι στηριζόμενος στα πίσω πόδια μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κάθημαι «κάθομαι, συνεδριάζω»].

Greek Monotonic

συγκάθημαι: κανονικά παρακ. του συγκαθέζομαι, είμαι καθισμένος ή κάθομαι μαζί με ή στο πλάι κάποιου, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για πλήθος προσώπων, κάθομαι μαζί, συσκέπτομαι, συνέρχομαι, συνεδριάζω, σε Αριστοφ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συγκάθημαι: ион. συγκάτημαι
1) рядом или вместе сидеть Her., Xen.;
2) вместе обитать (ἐν ὄρεσι Eur.);
3) заседать, совещаться (ἐν συνεδρίῳ Xen.; περὶ εἰρήνης Thuc.): οἱ Ἀμφικτύονες συνεκάθηντο Aeschin. амфиктионы собрались на заседание;
4) приседать: σ. ἐς γόνυ Luc. опускаться на колени.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κάθημαι Att. ook ξυγκάθημαι, Ion. συνκάτημαι bijeen zitten (met), met dat.:; αἱ συγκατημέναι γυναῖκες de vrouwen die bij elkaar zaten Hdt. 3.68.5; vaak in vergadering. περὶ εἰρήνης ξυγκαθῆσθαι een vergadering houden over de vrede Thuc. 5.55.1.

Middle Liddell

properly perf. of συγκαθέζομαι
to be seated or sit with or by the side of, Hdt., Eur.: of a number of persons, to sit together, sit in conclave, Ar., Thuc.

Chinese

原文音譯:sugk£qhmai 尋格-卡特-誒買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:共同-下-安頓
字義溯源:與人同坐,同坐,一同坐;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(κάθημαι)=坐下)組成,而 (κάθημαι)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按)與(Ἑζεκίας)X*=坐)組成
出現次數:總共(2);可(1);徒(1)
譯字彙編
1) 同坐(1) 徒26:30;
2) 一同坐(1) 可14:54