κατακυριεύω

From LSJ
Revision as of 10:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακῡριεύω Medium diacritics: κατακυριεύω Low diacritics: κατακυριεύω Capitals: ΚΑΤΑΚΥΡΙΕΥΩ
Transliteration A: katakyrieúō Transliteration B: katakyrieuō Transliteration C: katakyrieyo Beta Code: katakurieu/w

English (LSJ)

   A gain or exercise complete dominion, LXXPs.71(72).8.    2 κ. τινός gain dominion over, gain possession of, ib.Ps.9.26 (10.5), 1 Ep.Pet.5.3; [πλοίου] D.S.14.64.

German (Pape)

[Seite 1357] = κυριεύω; D. Sic. 14, 64; LXX.

Greek (Liddell-Scott)

κατακῡριεύω: ἀποκτῶ ἢ ἐξασκῶ ἐντελῆ κυριαρχίαν, Ἀριστ. π. Φτ. 2. 2, 3, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΑ΄, 8)· οὐκ εἶπε, κυρίευε, ἀλλά κατακυρίευε, τὴν ἐπιτεταμένην δεσποτείαν δηλῶν Χρυσ. τ. Ι. σ. 726, 19. 2) κ. τινός, λαμβάνω ἐξουσίαν ἐπί τινος, ἐξουσιάζω τι, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 3· τῶν ἐχθρῶν, τῆς γῆς Ἑβδ. (Ψαλμ. Θ΄, 25)· τῶν ἐθνῶν Καιν. Διαθ.· κ. πλοίου Διόδ. 14. 6.

French (Bailly abrégé)

commander à, dominer sur, gén..
Étymologie: κατά, κυριεύω.

English (Strong)

from κατά and κυριεύω; to lord against, i.e. control, subjugate: exercise dominion over (lordship), be lord over, overcome.

English (Thayer)

1st aorist participle κατακυριεύσας; (κατά (which see III:3) under);
a. to bring under one's power, to subject to oneself, to subdue, master: τίνος, Diodorus 14,64; for כָּבַשׁ to hold in subjection, to be master of, exercise lordship over: τίνος, Jeremiah 3:14).

Greek Monolingual

(AM κατακυριεύω)
είμαι ή γίνομαι κυρίαρχος κάποιου, καθυποτάσσω («αὐξάνεσθαι καὶ πληθύνεσθε, καὶ πληρώσατε τὴν γῆν, καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς», ΠΔ)
μσν.
βλάπτω.

Greek Monotonic

κατακῡριεύω: αποκτώ πλήρη κυριαρχία, με γεν., σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κυριεύω in zijn macht krijgen, met gen.

Russian (Dvoretsky)

κατακῡριεύω: овладевать, приобретать господство или господствовать (τινός Arst., Diod., NT).

Middle Liddell


to gain dominion over, c. gen., NTest.

Chinese

原文音譯:katakurieÚw 卡他-去里由哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:向下-認可 相當於: (רָדָה‎)
字義溯源:統治,轄制,轄管,壓服,治理,制伏;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(κυριεύω)=治理)組成;其中 (κυριεύω)出自(κύριος)=主,主宰),而 (κύριος)出自(κυριότης)X*=至高)。外邦人的原則是治理,管束;神兒女的原則是服事人,因為主耶穌在地上給我們留下了服事人的榜樣( 太20:25 ,26)
出現次數:總共(4);太(1);可(1);徒(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 轄管(1) 彼前5:3;
2) 制伏了(1) 徒19:16;
3) 來治理(1) 可10:42;
4) 為主治理(1) 太20:25