προσγράφω
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
English (LSJ)
Dor. ποτι- Berl.Sitzb.1927.8 (Locris, v B.C.), ποι- SIG56.46 (Argos, v B.C.):—
A write besides, add in writing, And.3.40, IG12(2).645.50 (Nesus), PCair.Zen.696.9 (iii B.C.), SIG723.20 (Rhodes, ii/i B.C., ποτι-), al.; εἴ τι προσγράψαι ἢ ἀπαλεῖψαι ἐβουλήθη D.46.11; π. τῷ τῆς αἰτίας ὀνόματι τιμωρίαν Id.23.26; προσγράψαι πρὸς τὸν ὅρκον τὸν τῆς βουλῆς Supp.Epigr.3.713.11 (Lex Attica, v B.C.):—Pass., τὰ προσγεγραμμένα conditions added to a treaty, X.HG7.1.37; προσγραφῆναι εἰς στήλην Lys.13.72: Gramm., to be added in writing (instead of being omitted), τὸ ῑ (sc. in νῶι) προσγεγράψεται A.D.Pron.87.10, cf. D.T.639.14. 2 add to a list of persons, enrol, register, π. τινὰ τῇ βουλῇ, τῇ πολιτείᾳ, Plu.Publ.21, Num.8; π. τοὺς εὐνούχους εἰς τὰ τῶν σωφρονούντων ἤθη Philostr.VA1.33:—Med., cause to be registered besides, Is.10.2, D.22.71; register, enrol oneself, πρὸς φυλὴν προσγράψασθαι ὁποίαν ἂν βούλωνται IG12(5).821.11 (Tenos), cf. 825.26 (ibid.), SIG645.60 (Byzantium, ii B.C., ποτι-):—Pass., ποτιγραφῆμεν ποθ' ἅν κα θέλῃ τᾶν ἑκατοστύων IPE12.79.29 (Olbia, i A.D.); οἱ προσγεγραμμένοι LXX Da.3.3: but, of property, to be marked for confiscation, εἰ προσγραφήσεται τὰ ἐμά Astramps. Orac. 82p.6H. (leg. προγρ-). 3 ascribe, attribute, τὰ ἴδια τοῦ ἀσωμάτου τοῖς σώμασι Porph.Sent.33. 4 prescribe, σκορπιοπλήκτοις προσγέγραπται Philum.Ven.14.8. II paint together with or beside, τοὺς ποταμίους τῶν ἵππων τῷ Νείλῳ Philostr.Im.1.5, cf. Palaeph.45:—Pass., Philostr.Im. 1.16.
German (Pape)
[Seite 754] hinzu-, dabeischreiben; Plat. Ep. III, 316 a; τῷ τῆς αἰτίας ὀνόματι τιμωρίαν, Dem. 23, 26, u. öfter; Ggstz von ἀπαλείφω, 46, 11; auch im med., μὴ προσγραψάμενος τὴν αὐτὴν φυλακήν, 22, 71; Folgde; auch zuschreiben, zueignen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσγράφω: [ᾰ], μέλλ. -ψω, γράφω προσέτι, προσθέτω διὰ γραφῆς, Ἀνδοκ. 28. 32· ἄν τι προσγράψαι βουληθῇ ἢ ἀπαλείψαι Δημ. 1132. 14· πρ. τιμωρίαν ὀνόματι τῆς αἰτίας ὁ αὐτ. 629. 1· πρ. τινὰ τῇ βουλῇ τῇ πολιτείᾳ Πλουτ. Ποπλικ. 21, κτλ.· ― τὰ προσγεγραμμένα, ὅροι προστιθέμενοι εἰς συνθήκην τινά, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 37· προσγραφῆναι εἰς στήλην Λυσί. 136. 31· πρὸς φυλὴν προσγαφῆναι ὁποίαν ἂν βούλωνται Συλλ. Ἐπιγρ. 2330. 11., 2333, πρβλ. 2060. 29· ― Μεσ., ἐνεργῶ ὥστε νὰ ἐγγραφῇ τις προσέτι, Ἰσαῖ. 79. 11, Δημ. 615. 24.
French (Bailly abrégé)
1 inscrire en outre : τινα τῇ βουλῇ PLUT ajouter qqn à la liste du sénat;
2 inscrire au compte de : τῇ τύχῃ PLUT imputer qch à la fortune;
3 τὸ προσγεγραμμένον l’iota souscrit.
Étymologie: πρός, γράφω.
Spanish
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. προσθέτω κατά την γραφή το γράμμα ιώτα (ι) κοντά σε φωνήεν αντί υπογεγραμμένης
2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) η προσγεγραμμένη
το ι όταν τίθεται δίπλα σε φωνήεν αντί υπογεγραμμένης
αρχ.
1. γράφω κάτι επί πλέον («ἄν τι προσγράψαι βουληθῇ ἢ ἀπαλεῑψαι», Δημοσθ.)
2. προσθέτω κάτι ή κάποιον σε κατάλογο, καταγράφω («προσέγραψε τοὺς εὐνούχους εἰς τὰ. τῶν σωφρονούντων ἤθη», Φιλόστρ.)
3. αποδίδω, απονέμω
4. ορίζω
5. ζωγραφίζω με κάποιον ή κοντά σε κάτι
6. μέσ. προσγράφομαι
α) ενεργώ ώστε να εγγραφεί σε κατάλογο κάποιος ή κάτι επί πλέον («μὴ προσγραψάμενος τὴν αὐτὴν φυλακὴν ἥν περ περὶ τῶν εἰσφορῶν φαίνει», Δημοσθ.)
β) αναγράφω τον εαυτό μου
7. παθ. (για κτήμα) σημειώνομαι για δήμευση
8. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ προσγεγραμμένα
οι όροι που έχουν προστεθεί σε μία συνθήκη.
Greek Monotonic
προσγράφω: [ᾰ], μέλ. -ψω, γράφω επιπλέον, προσθέτω στο γράψιμο, σε Δημ. — Παθ., τὰ προσγεγραμμένα, όροι που προστίθενται σε μια συνθήκη, σε Ξεν. — Μέσ., ενεργώ ώστε να εγγραφεί κάποιος παραπάνω, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-γράφω bij... schrijven, toevoegen (aan); abs..; ἐξήνεγκε προσγεγραμμένα hij rapporteerde toegevoegde voorwaarden Xen. Hell. 7.1.37; met acc. en dat..; αὐτὸν δὲ τῇ βουλῇ προσέγραψεν hij schreef hem bij op de lijst van senatoren Plut. Publ. 21.10; toeschrijven (aan), met acc. en dat.:; ταῖς δὲ Μακεδονικαῖς πράξεσι... δημοτικωτάτην προσγράφουσι χάριν aan zijn successen in Macedonië schrijft men zijn grote populariteit bij het volk toe Plut. Aem. 38.1; erbij schilderen. Luc. 50.17.
Russian (Dvoretsky)
προσγράφω: (ᾰ)
1) приписывать, письменно добавлять (τινί τι Dem.): τὰ προσγεγραμμένα Xen. письменное приложение (к договору);
2) приписывать, вносить в список: π. τινὰ τῇ πολιτείᾳ Plut. вносить кого-л. в число граждан; προσγραφῆναι εἰς τὴν στήλην Lys. быть включенным в список на (почетной) колонне;
3) приписывать, вменять (τῇ τύχῃ τι Plut.): π. ἑαυτῷ τὸ φιλοσοφίας ὄνομα Plut. объявлять себя философом.
Middle Liddell
fut. ψω
to write besides, add in writing, Dem.:—Pass., τὰ προσγεγραμμένα conditions added to a treaty, Xen.:—Mid. to cause to be registered besides, Dem.