πέρυσι
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
before a vowel πέρυσιν, Aeol. πέρρυσι Theoc.29.26, Dor. πέρυτι A.D.Synt.50.19: Adv.:— A a year ago, last year, Simon.75, Cratin.76, Ar.V.1038, Lys.17.5, Pl.Prt.327d, Men.731, Theoc.15.98; ἡ π. κωμῳδία Ar.Ach.378 ; ἡμεῖς ἐσμεν οἱ αὐτοὶ νῦν τε καὶ π. X. HG3.2.7; ἀπὸ π. 2 Ep.Cor.8.10. (Cf. Skt. parút, Arm.heru, MHG. vert 'last year'.)
German (Pape)
[Seite 603] und πέρυσιν, adv., vorm Jahre; Plat. Prot. 327 d u. öfter, ἡ πέρυσι κωμῳδία, Ar. Ach. 356 Vesp. 1038; übh. = vorher, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πέρῠσι: ἢ πρὸ φωνήεντος -σιν, Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πέρσι», Σιμωνίδ. 75, Κρατῖνος ἐν «Θρᾴτταις» 6, Ἀριστοφ. Σφ. 1038, Λυσίας 148. 34, Πλάτ. Πρωτ. 327D· ἡ π. κωμῳδία Ἀριστοφ. Ἀχ. 378· ἡμεῖς ἐσμεν οἱ αὐτοὶ νῦν τε καὶ π. Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 7. ― Δωρικ. πέρῠτι ἢ -τις, Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 56, Θεογνώστ. Καν. 163. (Πρβλ. Σανσκρ. parut (πέρυσι), parut-tnas (περυσινός), ― ἐκ τοῦ para (alius) καὶ vat (Fέτος)· Μέσ. Γερμαν. vert, vernent· πρβλ. νέωτα).
French (Bailly abrégé)
adv.
1 l’an passé;
2 p. ext. autrefois, auparavant.
Étymologie: cf. skr. parut « l’an passé » de para « autre » et vat = ἔτος, p. *Ϝέτος « année ».
English (Strong)
adverb from πέρας; the by-gone, i.e. (as noun) last year: + a year ago.
English (Thayer)
(from πέρας), adverb, last year; the year just past: ἀπό πέρυσι, for a year past, a year ago (Winer's Grammar, 422 (393)), Simonides), Aristophanes, Plato, Plutarch, Lucian).
Greek Monolingual
και πέρσυ ΝΜΑ, και πέρσι και επέρσι Ν, πέρυσιν Μ, και δωρ. τ. πέρυτι και πέρυτις, αιολ. τ. πέρρυσι και πέρυσυ και πέρισυ, Α
κατά το προηγούμενο έτος, κατά την περασμένη χρονιά
νεοελλ.
1. φρ. «κάθε πέρσι και καλύτερα» — όσο περνούν τα χρόνια η κατάσταση χειροτερεύει συνεχώς
2. παροιμ. «πέρσι κάηκε, φέτος μύρισε» — κάτι που δεν είχε συζητηθεί ή σχολιαστεί τότε που έπρεπε συζητιέται μετά από πολύ καιρό
αρχ.
φρ.
1. «νῡν τε καὶ πέρυσι» — και τώρα και κατά το παρελθόν
2. «ἡ πέρυσι κωμῳδία» — η κωμωδία του προηγούμενου έτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίο επίρρ. που ανάγεται σε IE peruti και συνδέεται με το αρμ. heru «πέρυσι», με το μσν. άνω γερμ. vert και το αρχ. ινδ. parut (χωρίς ληκτικό -ι). Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό την ΙΕ ρίζα per- «περνώ, παρέρχομαι» (πρβλ. πέρα, πείρα, πέρας) — η οποία εμφανίζεται και στο συνώνυμο λιθουαν. per-nai (με διαφορετικό β' συνθετικό)— και β' συνθετικό τη λ. ἔτος, πιθ. σε τοπική πτώση (πρβλ. άγχι, ήρι). Ο αρχικός τ. πέρυσι(ν) εμφανίζεται μτγν. σε παπύρους με τις μορφές πέρυσυ (με αφομοίωση του τελικού -ι σε -υ) και πέρισυ (με αντιστροφή τών φωνηέντων, πιθ. κατ' επίδραση της πρόθεσης περί), ενώ οι τ. πέρσι και πέρσυ έχουν σχηματιστεί με συγκοπή από τους πέρυσι και πέρισυ, αντίστοιχα].
Greek Monotonic
πέρῠσι: ή πριν από φωνήεν -σιν, επίρρ., ένα χρόνο πριν, τον προηγούμενο χρόνο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ἡ πέρυσι κωμῳδία, η περσινή κωμωδία μας, στον ίδ.· νῦν τε καὶ πέρυσι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πέρῠσῐ: (ν) adv. год тому назад или в прошлом году Arph., Plat., Lys. etc.: ἡ π. κωμῳδία Arph. прошлогодняя комедия; ἡμεῖς ἐσμεν οἱ αὐτοὶ νῦν τε καὶ π. Xen. сегодня мы те же, что и в прошлом году.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: last year (on the final Schwyzer 619; IA).
Other forms: Dor. πέρυτι(ς).
Dialectal forms: Myc. perusinuwo ? (with unexplained F; cf. Lejeune Rev. de phil. 81. 164, Risch Ét. Myc. 1956, 170).
Derivatives: περυσινός from last year, last-yearly (Att.). Byform πέρσυ with περσυνός (inscr., pap.), prob. from πέρισυ, περισυνός (Gal.) through vowelsyncope; vowelmetathesis also in περ(ι)σύας m. wine from last year (Hp. ap. Gal. 19, 130); s. Schwyzer Glotta 5, 196, Kapsomenakis Voruntersuchungen 64 w. n 2.
Origin: IE [Indo-European] [810 and 1175] *per, *u̯et- year
Etymology: Old adverb of time, formally and semantically identical with Arm. heru, IE *peruti; to the same form go back also Germ. a. Celt. forms: OWNo. i fjorð, MHG vert id., OIr. ónn-urid ab anno priore. Beside it without final -i Skt. parút last year. Prob. compound: IE *per-ut(i), from the zero grade of the words for year (s. ἔτος) in the loc. (acc.?) sg. (s. Brugmann Grundr.2 2: 2, 708; cf. Schwyzer 622 w. n. 3) and a word for previous, last v. s., which is found also in Lith. pérnai last year, MHG vern id. and finally is identical with IE per- in πέρα (s. v.) etc.. WP. 1, 251 and 2, 31, Pok. 810f. and 1175.
Middle Liddell
a year ago, last year, Ar., etc.; ἡ π. κωμῳδία our last year's comedy, Ar.; νῦν τε καὶ π. Xen.
Frisk Etymology German
πέρυσι: (ion. att.),
{pérusi(n)}
Forms: dor. πέρυτι(ς)
Grammar: Adv.
Meaning: im vorigen Jahre (zum Auslaut Schwyzer 619)
Derivative: mit περυσινός vom vorigen Jahre, vorjährig (att.); myk. pe-ru-si-nu-wo ? (mit unerklärtem ϝ; vgl. Lejeune Rev. de phil. 81. 164, Risch Ét. Myc. 1956, 170). Nebenform πέρσυ mit περσυνός (Inschr., Pap.), wohl zunächst aus πέρισυ, περισυνός (Gal.) durch Vokalsynkope; Vokalmetathese auch in περ(ι)σύας m. Wein vom vorigen Jahre (Hp. ap. Gal. 19, 130); s. Schwyzer Glotta 5, 196, Kapsomenakis Voruntersuchungen 64 m. A 2.
Etymology : Altes Zeitadverb, mit arm. heru formal und semantisch identisch, idg. *peruti; auf dieselbe Grundform lassen sich auch germ. u. kelt. Formen zurückführen: awno. i fjorð, mhd. vert ib., air. ónn-urid ab anno priore. Daneben ohne auslaut. -i aind. parút im vorigen Jahre. Wahrscheinlich Kompositum: idg. *per-ut(i), von der Tiefstufe des Wortes für Jahr (s. ἔτος) im Lok. (Akk.?) sg. (s. Brugmann Grundr.2 2: 2, 708; vgl. Schwyzer 622 m. A. 3) und einem Wort für vorig od. ähnl., das u.a. auch in lit. pérnai im vorigen Jahre, mhd. vern ib. vorliegt und letzten Endes mit idg. per- in πέρα (s. d.) usw. identisch ist. WP. 1, 251 und 2, 31, Pok. 810f. und 1175.
Page 2,518-519
Chinese
原文音譯:pšrusi 胚呂西
詞類次數:副詞(2)
原文字根:那 邊
字義溯源:去年,前一年,已有一年;源自(πέρας)=極,非常地); (πέρας)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(2);林後(2)
譯字彙編:
1) 去年(2) 林後8:10; 林後9:2