περιαγωγή

From LSJ
Revision as of 16:04, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιᾰγωγή Medium diacritics: περιαγωγή Low diacritics: περιαγωγή Capitals: ΠΕΡΙΑΓΩΓΗ
Transliteration A: periagōgḗ Transliteration B: periagōgē Transliteration C: periagogi Beta Code: periagwgh/

English (LSJ)

Dor. -γά, ἡ,    A turning round, ὄνου Hp.Fract.31; περιαγωγαὶ τῆς ἐπιδέσιος Id.Art. 62 ; χειρῶν Gal.6.92, cf. Pl.R.518d; whirling of a sling, Plb.27.11.6.    b metaph., distraction, Plu.2.588d.    2 carrying round, τον ὕδατος εἰς τὸ βαλανεῖον IG42(1).109iii44 (Epid., iii B.C.); τῶν ἐπιτηδείων Plu.Nic.7.    II rotalion, revolution, στρέφεσθαι διττὰς καὶ ἐναντίας π. Pl.Plt.270a; τοῦ οὐρανοῦ Arist.Mu.399a2; of the moon, Plu.2.923c; π. περὶ τὸν ἄξονα Hierocl. in CA24p.474M.; τῆς ὀρχηστικῆς περιαγωγαί Luc.Salt.71; ἡ τῆς ψυχῆς π. Plot.2.1.3.    2 in Tactics, wheeling, J.BJ3.5.7, Ael.Tact.18.4 (both pl.).    3 circuit, καμπὴ καὶ π. Plu.2.819a, cf. 407c.    4 circumference, ὀστέων, λοβῶν, Aret.SD1.8, 13.    5 enclosure, π. φυτώδης, of a grass-plot, Erot. s.v. ἐκχλοιούμενα.    6 Rhet., rounding of a period, Demetr.Eloc.19; ἐκ περιαγωγῆς συντεθεῖσθαι Anon.Fig.p.114S.

German (Pape)

[Seite 568] ἡ, das Herumführen, das Umwenden; στρέφεσθαι διττὰς καὶ ἐναντίας περιαγωγάς, Plat. Polit. 269 e; der Schleuder, Pol. 27, 9, 6; Sp., bes. Plut., auch = Umschweif, List, vgl. reip. ger. praec. 25, πολλὰ γὰρ ἀπ' εὐθείας οὐκ ἔστιν ἐξῶσαι τῶν ἀλυσιτελῶν, ἀλλὰ δεῖ τινος καμπῆς καὶ περιαγωγῆς.

Greek (Liddell-Scott)

περιᾰγωγή: ἡ, τὸ περιάγειν, ἡ περιστροφὴ, ὄνου Ἱππ. γμ. 733· ἐπιδέσιος ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 827· τοῦ οὐρανοῦ Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 17· ἡ περιδίνης σφενδόνης, Πολύβ. 27. 9, 6· - μεταφορ., περισπασμός, περιπλάνησις ἔκ τινος αἰτίας, Πλούτ. 2. 588D. 2) τὸ κομίζειν πέριξ, τὴν περιαγωγὴν τῶν ἐπιτηδείων ὁ αὐτ. ἐν Νικ. 7. ΙΙ. τὸ περιστρέφεσθαι, περιστρφή, στρέφεσθαι διττὰς καὶ ἐναντίας π. Πλάτ. Πολιτ. 269Ε, πρβλ. Πολ. 518D· τῆς ὀρχηστικῆς περιαγωγαὶ Λουκ. π. Ὀρχ. 71· π. τῆς σελήνης, τῶν ἀστέρων Πλούτ. 2. 923C, κτλ. 2) τὸ περιάγειν τι, μὴ ποιεῖν αὐτὸ ἀπ’ εὐθείας, ἀλλὰ διὰ πλαγίου τρόπου, πολλὰ γὰρ ἀπ’ εὐθείας οὐκ ἔστιν ἐξῶσαι τῶν ἀλυσιτελῶν, ἀλλὰ δεῖ τινος ἁμωσγέπως καμπῆς καὶ περιαγωγῆς Πλούτ. 2. 818F, πρβλ. 407C. 3) ἐφέλκυσιςμετάβασις, ἡ πρὸς τὰ νοητὰ οἰκείωσις κατὰ φύσιν περιαγωγὴ τῷ γνωστικῷ ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν γίνεται Κλήμ. Ἀλ. 631. 4) περιφέρεια, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8. 5) ἐστρογγυλωμένη περίοδος, Δημ. Φαληρ. Περὶ Ἑρμην. ἐν Ρήτ. (Walz) τ. 9, σ. 26 καὶ 104 ἐν τῇ ἀρχῇ τῆς σελίδος.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action de conduire autour, de faire tourner ; particul. action de faire tournoyer (une fronde) ; fig. action de disperser çà et là, de distraire;
2 action de tourner autour, détour, mouvement circulaire, rotation, révolution (de l’univers, des astres, etc.) ; les mouvements circulaires d’une danse.
Étymologie: περιάγω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και περιωγή και δωρ. τ. περιαγωγά, Α περιάγω
νεοελλ.
1. το να περιφέρεται κανείς εδώ κι εκεί
2. κατάντημα, κατάντια
αρχ.
1. περιστροφή, στροφή σε κύκλο («περιαγωγαὶ τῆς ἐπιδέσιος», Ιπποκρ.)
2. η μεταφορά ολόγυρα («περιαγωγὴ τοῦ ὕδατος εἰς τὸ βαλανεῑον» επιγρ.)
3. περιφορά («περιαγωγὴ τῆς σελήνης», Πλούτ.)
4. (για σφεντόνα) περιδίνηση
5. ελιγμός («αὐτῶν συναφεῑς μὲν αἱ τάξεις, εὔστροφοι δὲ εἰσιν αἱ περιαγωγαι», Ιώσ.)
6. εφέλκυση ή μετάβαση («ἡ πρὸς τὰ νοητὰ οἰκείωσις κατὰ φύσιν περιαγωγὴ τῷ γνωστικῷ ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν γίνεται», Κλήμ.)
7. περιφέρεια («τὴν περιαγωγὴν τῶν λοβῶν», Αρετ.)
8. τόπος περίφρακτος
9. (ρητ.) το να καθιστά κάποιος μια περίοδο κομψή και γλαφυρή
10. η επιδίωξη του ποθούμενου με πλάγια μέσα
11. μτφ. παραπλάνηση, εκτροπή από τον σωστό δρόμο.

Greek Monotonic

περιᾰγωγή: ἡ, περιφορά, περιστροφή, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

περιᾰγωγή:
1) (круго)вращение (τοῦ οὐρανοῦ Arst.; τῶν ἀστέρων Plut.); круговое движение, круг (τῆς ὀρχηστικῆς περιαγωγαί Luc.);
2) поворотливость, маневренность (τριήρεις πρὸς τάχος καὶ περιαγωγὴν ἄριστα κατεσκευασμέναι Plut.);
3) уловка, изворотливость (καμπὴ καὶ π. Plut.);
4) поглощенность, занятость (π. τῶν χρειῶν Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιαγωγή -ῆς, ἡ [περιάγω] transport:. τὴν περιαγωγὴν τῶν ἐπιτηδείων het transport van de levensmiddelen Plut. Nic. 7.1. terugleiding:. ψυχῆς περιαγωγὴ ἐκ νυκτερινῆς τινος ἡμέρας εἰς ἀληθινήν het terugleiden van de ziel uit een soort nachtelijke dag naar het ware daglicht Plat. Resp. 521c. draaiing, draai:; ὑπὸ θεοῦ στρέφεσθαι διττὰς καὶ ἐναντίας περιαγωγάς door de godheid rondgewenteld worden in twee tegengestelde draaiingen Plat. Plt. 270a; τῆς ὀρχηστικῆς... περιαγωγάς de draaibewegingen bij het dansen Luc. 45.71; geneesk.: τὰς περιαγωγὰς ποιεῖσθαι τῆς ἐπιδέσιος de wikkelingen van het verband aanbrengen Hp. Art. 62; ὄνου... περιαγωγή het draaien aan een lier (om een breuk te zetten) Hp. Fract. 31.

Middle Liddell

περιᾰγωγή, ἡ, [from περιάγω
a going round, a revolution, Plat.

English (Woodhouse)

revolution, revolving motion

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)