αισθάνομαι

From LSJ
Revision as of 22:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source

Greek Monolingual

αἰσθάνομαι και αἴσθομαι)
1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω
2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώ
νεοελλ.
1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι
2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση του έξω κόσμου
3. συγκινούμαι, ταράζομαι, είμαι ευαίσθητος σε κάτι
4.. δοκιμάζω κάποιο συναίσθημα, συναισθάνομαι
αρχ.
1. βλέπω ακούω
2. (για νοητικές διεργασίες) εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω
3. υποπίπτει κάτι στην αντίληψή μου, γνωρίζω, μαθαίνω
4. (μτχ. ενεστ.) αἰσθανόμενος, -η, -ον
αυτός που διατηρεί, που ελέγχει απόλυτα όλες τις νοητικές ικανότητες του
5. φρ. «αἰσθάνει» έχεις δίκιο
«αἰσθάνομαι ὑπό τινος (ή διά τινος)», πληροφορούμαι, μαθαίνω από κάποιον (το παθ. αναπληρώνεται με την περίφραση «αἴσθησιν παρέχω»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παρεκτεταμένος με το επίθημα -αν- τύπος του αἴσθ-ομαι. Και τα δύο ανάγονται στην ΙΕ ρίζα awis-dh (aFισ-θ-) «αντιλαμβάνομαι, εννοώ». Βλ. λ. ἀΐω Ι.
ΠΑΡ. αίσθημα, αίσθηση, αισθητήριος, αισθητής, αισθητός, νεοελλ. αισθαντικός.
ΣΥΝΘ. διαισθάνομαι, συναισθάνομαι, αρχ. ἐπαισθάνομαι, καταισθάνομαι, παραισθάνομαι.