εἴσπλοος

From LSJ
Revision as of 01:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴσπλοος Medium diacritics: εἴσπλοος Low diacritics: είσπλοος Capitals: ΕΙΣΠΛΟΟΣ
Transliteration A: eísploos Transliteration B: eisploos Transliteration C: eisploos Beta Code: ei)/sploos

English (LSJ)

contr. εἴσπλους, ὁ, A sailing in of ships, βιάσασθαι τὸν ἔσ. Th.7.22, cf. 24 (pl.), X.HG2.2.9. 2 right of entry, εἶναι αὐτῷ εἴ. καὶ ἔκπλουν αὐτοῖς εἶναι καὶ ἐν πολέμῳ καὶ ἐν εἰρήνῃ IG12(7).8 (Amor-gos), etc. II entrance of a harbour, Th.4.8 (pl.); λιμὴν στενόν τινα ἔχων εἴ. Pl.Ti.25a.

German (Pape)

[Seite 745] ὁ, zsgzgn -πλους, ὁ, das Einlaufen der Schiffe; Her. 6, 33; Thuc. 7, 22 u. Folgde; auch der Ort, wo die Schiffe einlaufen, τοῦ λιμένος Thuc. 4, 8; Plat. Tim. 25 a u. A.

Greek (Liddell-Scott)

εἴσπλοος: συνῃρ. -πλους, ὁ, τὸ εἰσπλέειν, ἡ εἰσέλευσις πλοίου εἰς λιμένα, Θουκ. 7. 22, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 9. ΙΙ. ἡ εἴσοδος λιμένος, οἱ ἔσπλοι τοῦ λιμένος Θουκ. 4. 8· οἱ ἔσπλοι ὁ αὐτ. 7. 24· λιμὴν στενόν τινα ἔχων εἴσπλουν Πλάτ. Τίμ. 25Α.

French (Bailly abrégé)

v. εἴσπλους.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): át. -πλους; ἔσ- Hdt.6.33, Th.7.22, IEryth.8.7 (IV a.C.), Philostr.VA 3.35
náut.
I abstr.
1 ref. naves entrada, arribada a puerto οἱ μὲν βιάσασθαι βουλόμενοι τὸν ἔσπλουν, οἱ δὲ κωλύειν Th.l.c., cf. 7.24, τὰ πλοῖα εἶργε τοῦ εἴσπλου X.HG 2.2.9, τὸν εἴσπλουν ποιεῖσθαι arribar al puerto Polyaen.5.36, tb. a ríos o mares interiores ὁ μὲν εἴ. κατὰ Κυανέας, op. ἔκπλους Arist.Mir.839b14, cf. Str.3.5.6, τὰ γὰρ στόματα τοῦ Ῥοδανοῦ ... βραδύπορον τοῖς σιταγωγοῖς ἐποίει τὸν εἴσπλουν Plu.Mar.15
gener. llegada por mar c. gen. τοῦ παιδός Philostr.Im.2.16.
2 sent. hostil incursión naval c. gen. subjet. Φοινίκων Hdt.l.c.
3 derecho de entrada, entrada libre en puerto, frec. en decr. honoríf. o de proxenía εἶναι αὐτῷ ... ἀτελείην καὶ προεδρίην καὶ ἔσπλον καὶ ἔκπλον SEG 36.982C.9 (Yaso V a.C.), Ὀλβιοπολῖται ἔδωκαν Χαιριγένει ... εἴσπλουν καὶ ἔκπλουν καὶ ἐν πολέμῳ καὶ ἐν εἰρήνῃ IPE 12.20.13 (Olbia IV a.C.), ἦμεν δὲ αὐτοῖς εἴσπλουν καὶ ἔκπλουν εἰς Τῆλον IG 12(3).29.12 (Telos III a.C.), cf. 12(7).8.12 (Arcesine IV/III a.C.), IEphesos 1453.12 (IV/III a.C.).
II concr. entrada, acceso al puerto, natural o artificial, bocana τοὺς ἔσπλους τοῦ λιμένος ἐμφάρξαι Th.4.8, λιμὴν στενόν τινα ἔχων εἴσπλουν Pl.Ti.25a, cf. Plb.1.50.2, Str.16.4.5, D.S.13.79.6, I.AI 15.337, Paus.4.35.1, Aristid.Or.1.63, tb. a lagos, ríos o mares interiores λίμνη ... στενὸν ἔχουσα εἴσπλουν Str.17.3.18, ἅπαντες δ' οἱ ... κόλποι στενὸν ἔχουσι τὸν εἴσπλουν Str.2.5.18, cf. Philostr.VA 3.35, del Bósforo cimerio, Str.7.4.5, del canal del Euripo, Ps.Dicaearch.1.29, de las bocas del Nilo διετείχισε τοὺς εἴσπλους κατὰ τοὺς εὐκαιροτάτους τόπους D.S.15.42.

Greek Monotonic

εἴσπλοος: συνηρ. -πλους, ὁ,
I. ερχομός, είσοδος πλοίων στο λιμάνι, ελλιμενισμός, σε Θουκ., Ξεν.
II. είσοδος λιμανιού, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

εἴσπλοος: стяж. εἴσπλους, староатт. ἔσπλοος, стяж. ἔσπλους
1) (о кораблях) прибытие, приход Thuc., Xen. etc.;
2) тж. pl. место входа кораблей, вход (τοῦ λιμένος Thuc.; λιμὴν στενόν τινα ἔχων εἴσπλουν Plat.).

Middle Liddell

[from εἰσπλέω
I. a sailing in of ships, Thuc., Xen.
II. the entrance of a harbour, Thuc.