ὑπέρθυμος

From LSJ
Revision as of 13:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρθῡμος Medium diacritics: ὑπέρθυμος Low diacritics: υπέρθυμος Capitals: ΥΠΕΡΘΥΜΟΣ
Transliteration A: hypérthymos Transliteration B: hyperthymos Transliteration C: yperthymos Beta Code: u(pe/rqumos

English (LSJ)

ον, A high-spirited, high-minded, daring, freq. in Hom., in good sense, Il.2.746, 5.376, al., cf. Hes.Th.937, Pi.P.4.13, B.12.103, etc.: irreg. Sup., ὑπερθυμέστατος ἀνδρῶν Stesich.95. II in bad sense, overweening, Od.7.59, Hes.Th.719, AP6.332 (Hadr.); over-spirited, of a horse, X.Eq.3.12. III vehemently angry, Poll.6.124. Adv., ὑπερθύμως ἄγαν in over-vehement wrath, A.Eu. 824. IV in Adv. also, ὑπερθύμως = eagerly, readily, IGRom.4.1302.12 (Cyme, i B. C./i A. D.).

German (Pape)

[Seite 1197] übermüthig, überausmuthig, im guten Sinne; Il. 2, 746; Διομήδης 5, 376; auch von andern Helden in der Il. öfter; θεράποντες Od. 4, 784; ἕταροι Il. 23, 522, wie Hes. Th. 937; Ἕκτωρ Pind. P. 7, 55; φῶτες 4, 13; – im tadelnden Sinne, übermüthig, frech, Hes. Th. 719; zu muthig oder wild, von Pferden, Xen. de re equ. 3, 12; – überaus zornig, sehr ergrimmt, im adv., Aesch. Eum. 788; – auch = sehr geneigt, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρθῡμος: -ον, ὁ ἔχων γενναίαν ψυχήν, μεγαλόψυχος, τολμηρός, ἀνδρεῖος, συχν. παρ’ Ὁμήρ., ἀείποτε ἐπὶ καλῆς σημασίας, Ἰλ. Β. 746, Ε. 376, κ. ἀλλ.· οὕτως ἐν Ἡσ. Θεογ. 937, Πινδ. Π. 4. 23, κλπ.· ἀνώμαλ. ὑπερθ. ὑπερθυμέστατος, ἀνὴρ Στησίχ. 81. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, θρασύς, αὐθάδης, ἀλαζών, Ἡσ. Θεογ. 719, Ἀνθ. Π. 6. 322· - ὀξύθυμος, ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 3. 12. ΙΙΙ. σφόδρα ὠργισμένος. Πολυδ. ϛʹ, 124· - Ἐπιρρ., ὑπερθύμως ἄγαν, ἐν ὑπερβαλλούσῃ ὀργῇ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 824. IV. ἐν τῷ ἐπιρρ., ὡσαύτως, προθύμως, ἐκθύμως, ἑτοίμως, Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plein de courage ou d’ardeur, magnanime.
Étymologie: ὑπέρ, θυμός.

English (Slater)

ὑπέρθῡμος, -ον
   1 great hearted “κέκλυτε, παῖδες ὑπερθύμων τε φωτῶν καὶ θεῶν” (P. 4.13) Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον (I. 8.55)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει γενναία ψυχή, μεγαλόψυχος
2. (με αρνητική σημ.) αλαζόνας, καυχησιάρης
3. (για άλογο) οξύθυμος, ατίθασος
4. πολύ οργισμένος.
επίρρ...
ὑπερθύμως Α
1. με υπερβολική οργή
2. με πολύ μεγάλη προθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -θυμος (< θυμός), πρβλ. πρό-θυμος].

Greek Monotonic

ὑπέρθῡμος: -ον, I. τολμηρός, θαραλλέος, γενναίος, ανδρείος, μεγαλόψυχος, παράτολμος, ριψοκίνδυνος, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.
II. με αρνητική σημασία, θρασύς, αλαζόνας, σε Ησίοδ.· οξύθυμος, λέγεται για άλογο, σε Ξεν.
III. σφόδρα οργισμένος· επίρρ., ὑπερθύμως ἄγαν, σε σφοδρή οργή, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρθῡμος:
1) полный отваги, мужественный (ἕταροι Hom.; φῶτες Pind.);
2) ретивый, горячий (sc. ἵππος Xen.);
3) дерзновенный, дерзостный (Τιτῆνες Hes.; οἱ Γέται Anth.).

Middle Liddell

ὑπέρ-θῡμος, ον,
I. high-spirited, high-minded, daring, Hom., Hes., etc.
II. in bad sense, overdaring, overweening, Hes. — overspirited, of a horse, Xen.
III. vehemently angry:—adv., ὑπερθύμως ἄγαν in over- vehement wrath, Aesch.