ἐξίτηλος
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
English (LSJ)
[ῐ], ον, (ἐξιέναι) A going out: hence, losing colour, fading, evanescent, πορφυρίδες ἐξίτηλοι X.Oec.10.3; of paintings, faded, ἐ. ὑπὸ τοῦ χρόνου Paus.10.38.9, cf. Poll.1.44; γράμματα Id.5.150. 2 metaph., ἐ. τροφή food that has lost its properties during assimilation, Hp.Alim.4; so of seed sown in alien soil, Pl.R.497b; of a drug or wine that has lost its power, Phylarch.10J., Dsc.5.6; ἐ. γενέσθαι, of a family, to become extinct, Hdt.5.39; οὔπω σφιν ἐ. αἷμα δαιμόνων is not yet extinct, A.Fr.162.4, cf. Pl.Criti.121a; ἐξιτήλου ἐόντος where attenuation takes place, Hp.Praec.9; of acts, extinct, obsolete, τῷ χρόνῳ ἐ. Hdt.Prooem., cf. Isoc.5.60,7.47, Plu.2.68b, Max.Tyr.16.2, etc.; τρίχας ἐ. ποιεῖν eradicate, Dsc.2.76.19.
German (Pape)
[Seite 884] leicht ausgehend, bes. von der Farbe, verschießend, verblassend, πορφυρίδες, von unächten Purpurkleidern, Xen. Oec. 10, 3, im Ggstz von ἀληθινός; übh. verschwindend, vergänglich, τροφή, nicht kräftige Nahrung, Hippocr.; σπέρμα, der seine Natur u. Kraft verliert, Plat. Rep. VI, 497 b; φάρμακον, Ath.; – ἐξίτηλον γίγνεσθαι, vergehen, verschwinden, γένος Her. 5, 39; ἡ τοῦ θεοῦ μοῖρα ἐξ. ἐγένετο ἐν αὐτοῖς Plat. Critia. 121 a; vgl. Aesch. frg. in Plat. Rep. III, 391 e; ὥστε μηδέπω νῦν ἐξιτήλους εἶναι τὰς συμφοράς, das Unglück ist noch nicht vergessen, Isocr. 5, 60; Sp. ἐξίτηλον ποιεῖν, vernichten, vertilgen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξίτηλος: ῐ, ον, (ἐξιέναι) ὁ ἀποβαλὼν τὸ χρῶμά του, «ξεθωριασμένος», πορφυρίδας ἐξιτήλους Ξεν. Οἰκ. 10. 3· ἐπὶ ζωγραφημάτων, γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοι... ἦσαν ὑπὸ τοῦ χρόνου Παυσ. 10. 38, 9, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 44· γράμματα Πολυδ. Ε΄, 150. 2) μεταφ., ἐξ. τροφή, τροφὴ ἀπολέσασα τὴν θρεπτικὴν αὐτῆς δύναμιν, Ἱππ. 380, 46· οὕτω καὶ ἐπὶ σπέρματος σπαρέντος εἰς ἀλλοτρίαν γῆν, Πλάτ. Πολ. 497Β· ἐπὶ οἴνου ἀπολέσαντος τὴν δύναμιν αὐτοῦ, «’ξεθυμασμένος», Διοσκ. 5. 13· ἐξ. γενέσθαι, ἐπὶ οἰκογενείας, μὴ ὑπάρχειν πλέον, ἐκλιπεῖν, Ἡρόδ. 5. 39· κοὔπω σφιν ἐξίτηλον αἷμα δαιμόνων, οὔπω ἐξέλιπεν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 121Α· ἐξ. εἶναι, ἐπὶ προσώπου, ἐκπίπτειν, Ἱππ. 28. 5· ἐπὶ πράξεων, «λησμονημένος», τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα Ἡρόδ. 1. 1, πρβλ. Ἰσοκρ. 94Β· ἐξ. ποιεῖν, ἐξαλείφειν, καταστρέφειν, Διοσκ. 2. 94. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξίτηλον· ἐξῶλες, ἀμαυρόν. ἢ τὸ ἀπολλύμενον· παρὰ τὸ ἐξιέναι, ὅ ἐστιν ἐξελθεῖν. ἢ ἀνόητον. ἐξίτηλος· ὁ ὑπερήφανος, βλάξ. διεφθαρμένος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui s’en va, particul. qui se défraîchit, se ternit, s’efface;
2 qui perd sa force, sa qualité, son efficacité;
3 qui se perd ou s’éteint en parl. d’une race ; p. ext. qui se réduit à rien, nul, sans effet.
Étymologie: ἔξειμι².
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐξίτηλος, -ον)
αυτός που έχασε ή μπορεί να χάσει τα χρώματά του, αυτός που ξεβάφει («εξίτηλα γράμματα», «γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοί τε ἦσαν», Παυσ.)
αρχ.-μσν.
1. εξασθενημένος, αδύνατος
2. ματαιόδοξος, υπερήφανος
3. μάταιος, ανώφελος, ανόητος
4. λιπόψυχος
αρχ.
1. χαλασμένος, αλλοιωμένος («εξίτηλος τροφή», Ιπποκρ.)
2. (για κρασί) ξεθυμασμένος
3. αυτός που εξαφανίστηκε («γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον», Ηρόδ.)
4. φρ. «ἐξίτηλος γίγνομαι, εἰμί, καθίσταμαι»
α) (για πράξη) λησμονούμαι («ὥστε μηδέπω νῦν ἐξιτήλους εἶναι τὰς συμφοράς», Ισοκρ.)
β) (για πρόσ.) ξεπέφτω («ἐξιτήλου ἐόντος», Ιπποκρ.)
γ) «ἐξίτηλον ποιῶ τι» — εξαφανίζω, καταστρέφω («ἐξίτηλον ἐποίει τὴν παρρησίαν και ἄχρηστον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξιτός (< έξειμι «εξέρχομαι») με παρέκταση -ηλ- κατά τα νοσηλός, απατηλός].
Greek Monotonic
ἐξίτηλος: [ῐ], -ον (ἐξιέναι), αυτός που σβήνει, που χάνει το χρώμα του, που ξεθωριάζει, εφήμερος, σε Ξεν.· μεταφ., ἐξ. γενέσθαι, λέγεται για οικογένεια, εκλείπω, παύω να υπάρχω, εξαφανίζομαι, σε Ηρόδ.· λέγεται για πράξη, λησμονημένος, ξεχασμένος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξίτηλος:
1) линяющий, блекнущий, тускнеющий (πορφυρίς Xen.);
2) потерявший силу, утративший всхожесть (σπέρμα Plat.);
3) угасший, вымерший (γένος Her.);
4) иссякший, исчезнувший (αἷμα δαιμόνων Aesch. ap. Plat.): τὸν φόβον τινὸς ἐξίτηλον ποιεῖν Plut. уничтожить страх перед чем-л.;
5) забытый (συμφοραί Isocr.): τῷ χρόνῳ ἐξίτηλον γενέσθαι Her. прийти в забвение с течением времени.
Middle Liddell
ἐξῐ́τηλος, ον ἐξιέναι
going out, losing colour, fading, evanescent, Xen.:—metaph., ἐξ. γενέσθαι, of a family, to become extinct, Hdt.; of things, lost to memory, forgotten, Hdt.