πάρδαλις
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
or πόρδᾰλις (v. infr.), ἡ, gen. εως, Ep. and Ion. ιος Il.17.20, etc. ; dat. ει Ar.Nu.347 :—A leopard, Felis pardus, Il. 13.103, 17.20, 21.573, Od.4.457, h.Ven.71, Semon.(?)in PLit.Lond.53r.3, Arist. HA500a28, Phgn.809b36, Opp.C.3.63, etc.—Acc. to Apion (ap. Apollon.Lex. s.v. πόρδαλις) πόρδαλις was the male, πάρδαλις the female, cf. Hsch. ; but πόρδαλις was used of the animal, παρδαλέη of its skin, acc. to EM652.38, Phot. ; Aristarch. wrote πάρδ- in Hom. ; Ar. has πάρδ- Nu. l. c., but πόρδ- Lys. 1015; πάρδ- is found in Pl. La. 196e, Thphr.CP6.5.2, 6.17.9, and always in Arist. ; πόρδ- in S. Ichn.296. II a ravenous sea-fish, Ael.NA9.49, Opp.H.1.368. III = πάρδαλος ΙΙ, Hsch. IV name of a plaster, Aët. 12.1.
German (Pape)
[Seite 509] εως, ion. ιος, ἡ, – 1) Pardel, Panther, die ältere Form für πόρδαλις, die auch Spitzner u. Bekker mit Aristarch wieder aufgenommen haben, Il. 13, 103 (wo Spitzner zu vgl.). 17, 20. 21, 573; Xen. Cyn. 11, 1; Arist. H. A. 9, 6 u. Folgde. Nach Apion u. Hesych. machten Einige den Unterschied, daß πάρδαλις das weibliche, πόρδαλις das männliche Thier sei; vgl. Apoll. L. H.; Phot. erkl. πάρδαλις für die att. Form u. bemerkt, daß das Thier bei Hom. mit ο, das Fell mit α geschrieben werde. – 2) ein räuberisches Seethier, κῆτος, wahrscheinlich eine gefleckte Haifischart; Ael. H. A. 9, 49. 16, 18; Opp. H. 1, 368; bei Ael. H. A. 11, 24 ein Fisch des rothen Meeres.
Greek (Liddell-Scott)
πάρδᾰλις: ἢ πόρδαλις (ἴδε κατωτ.), ἡ· γεν. -εως, Ἰων. -ιος· δοτ. -ει Ἀριστοφ. Νεφ. 346· ― ὡς τὸ πάρδος, τὸ γνωστὸν θηρίον πάρδαλις, Felis pardus, δηλ. λεόπαρδος, ἢ πάνθηρ ἢ μικρά τις πάρδαλις (ἅτινα πάντα φαίνεται ὅτι εἶχον τὸ αὐτὸ ὄνομα παρὰ τοῖς παλαιοῖς ἄνευ διακρίσεως), Ἰλ. Ν. 103, Ρ. 20, Φ. 573, Ὀδ. Δ. 457, καὶ Ἀττ.· πρβλ. πάνθηρ. ― Κατὰ τὸν Ἀπίωνα πόρδαλις ἦτο τὰ ἄρσεν, πάρδαλις δὲ τὸ θῆλυ, πρβλ. Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ., «πόρδαλις· ὁ ἄρσην, ἡ δὲ θήλεια πάρδαλις» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ. 652, 29· ἐνῷ ὁ Φώτ. λέγει, «Ὅμηρος τὸ μὲν ζῷον διὰ τοῦ ο, τὴν δὲ δορὰν διὰ τοῦ α», ἴδε πόρδαλις, πορδαλέη, Spitzn. εἰς Ἰλ. Ν. 103· νεώτεροι ἐκδόται τοῦ Ὁμήρου ἑπόμενοι τῷ Ἀριστάρχ. γράφουσι πάρδαλις· ὁ Ἀριστοφ, ἔχει πάρδ- ἐν Νεφ., ἔνθ’ ἀνωτ. ἀλλὰ πόρδἐν Λυσ. 1015· πάρδ- ἐν Πλάτ. Λάχ. 196Ε· παρ᾿ Ἀριστ. ἀείποτε πάρδ-. ΙΙ. ἁρπακτικός τις ἰχθὺς θαλάσσιος, πιθανῶς εἶδος στικτοῦ καρχαρίου, Αἰλ. περὶ Ζ. 9. 49, Ὀππ. Ἁλ. 1. 368.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 panthère ou léopard, animal;
2 une sorte de requin tacheté, poisson.
Étymologie: πάρδος.
English (Autenrieth)
see πόρδαλις.
Spanish
English (Strong)
feminine of pardos (a panther); a leopard: leopard.
English (Thayer)
(παρεδρεύω) (from πάρεδρος, sitting beside (cf. παρά, IV:1)); to sit beside, attend constantly (Latin assidere) (Euripides, Polybius, Diodorus, others): τῷ θυσιαστηρίῳ, to perform the duties pertaining to the offering of sacrifices and incense (to wait upon), L T Tr WH (for προσεδρεύω).
Greek Monolingual
-άλεως, η, ΝΜΑ, πόρδαλις, ὁ, Α
παλαιά λόγια ονομασία γένους αιλουροειδών και ειδικότερα της λεοπάρδαλης και του οσελότου (α. «πόρδαλις
ὁ ἄρσην ἡ δὲ θήλεια πάρδαλις», Απολλώνιου Σοφιστού Λεξικόν
β. «πόρδαλιν οἱ ἄλλοι Ἕλληνες
Ἀττικοὶ πάρδαλιν», Φώτ.)
αρχ.
1. είδος αρπακτικού θαλάσσιου ψαριού
2. το πτηνό παρδαλός
3. είδος εμπλάστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης, η οποία συνδέεται με: ιραν. Pwrδnκ, περσ. palang, αρχ. ινδ. prdāku-. To λατ. pardus, από όπου προήλθαν τα αρχ. άνω γερμ. pardo και ρωσ. pardus, έχει πιθ. σχηματιστεί από την ελλ. λ. πάρδαλις. Η ελλ. λ. είναι θηλυκού γένους (πρβλ. τίγρις) και εμφανίζει επίθημα -αλις (πρβλ. δάμ-αλις), το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο. Τέλος, η λ. χρησιμοποιήθηκε ως ονομ. ενός ψαριού, πιθ. λόγω του χρώματος και τών κηλίδων του.].
Greek Monotonic
πάρδᾰλις: ἡ, γεν. -εως, Ιων. -ιος, δοτ. -ει, λεοπάρδαλη, πάνθηρας ή αιλουροειδές, σε Όμηρ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
πάρδᾰλις: εως, ион. ιος ἡ леопард, пантера или барс Hom., Plat., Arph. etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάρδαλις -εως, ἡ, Ion. gen. –ιος, panter.
Frisk Etymological English
(πόρδ-), -ιος, -εως
Grammatical information: f.
Meaning: pardel, panther, leopard (Il.); also as name of a fish of prey (Ael., Opp.; after the colour, Strömberg Fischn. 107), of a bird, perh. red-backed shrike, Lanius (Thompson Birds s.v.; Arist. [-λος], H.).
Compounds: Some compp., e.g. παρδαλή-φορος borne by a p. (S. Fr.11), καμηλο-πάρδαλις f. giraffe (Agatharch., LXX).
Derivatives: παρδαλ-έη, -έα, -ῆ f. pelt of a panther (Il.), -ια n. pl. panthers (Arist.), -ιδεύς m. young p. (Eust.; Bosshardt 79), -ε(ι)ος belonging to the p., p.-like (Arist.), -ώδης p.-like (Ath.), -ωτός spotted like a p. (Luc.). -- πάρδος m. id. (Ael. NA 1,31 [v.l. πάρδαλος]); as 2. member in λεόπαρδος, s.v. Formation like δάμαλις; further remote κνώδαλον, ἔταλον, ἴξαλος a.o.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.X
Etymology: LW [loanword] from unknown oriental source. Here belong a.o. several Iranian words for panther, leopard, e.g. Sogd. pwrđnk, Pashto pṛāng, NP. palang; from Iran. prob. Skt. (lex.) pr̥dāku- m. id.. With late and rare πάρδος agrees Lat. pardus (Lucan.), which can be a Lat. backformation from πάρδαλις (so πάρδος from Lat.?). From Lat. pardus, πάρδος Russ. pardus panther; besides also Russ. bars id. (from Turcotatar.). Details w. lit. in W.-Hofmann, Mayrhofer, Vasmer s. vv. and in Schrader-Nehring Reallex. 2, 147. -- Cf. πάνθηρ. H's statement that πόρδαλις is the male, πάρδαλις the female, will be a sec. distinction.
Middle Liddell
πάρδᾰλις, ιος, ἡ,
gen. εως ionic ιος; dat. ει, the pard, whether leopard, panther, or ounce, Hom., attic
Frisk Etymology German
πάρδαλις: (πόρδ-), -ιος, -εως
{párdalis}
Grammar: f.
Meaning: Pardel, Panther, Leopard (seit Il.); auch als N. eines Raubfisches (Ael., Opp.; nach der Farbe, Strömberg Fischn. 107), eines Vogels, viell. Neuntöter, Lanius (Thompson Birds s.v.; Arist. [-λος], H.).
Composita : Einige Kompp., z.B. παρδαλήφορος ‘von einem P. getragen’ (S. Fr.11), καμηλοπάρδαλις f. Giraffe (Agatharch., LXX u.a.).
Derivative: Davon παρδαλέη, -έα, -ῆ f. Pantherfell (seit Il.), -ια n. pl. Panthertiere (Arist.), -ιδεύς m. ‘junger P.’ (Eust.; Bosshardt 79), -ε(ι)ος ‘zum P. gehörig, P.-ähnlich’ (Arist. u.a.), -ώδης ‘P.- ähnlich’ (Ath.), -ωτός ‘wie ein P. gefleckt’ (Luk.). — πάρδος m. ib. (Ael. NA 1,31 [v.l. πάρδαλος); als Hinterglied in λεόπαρδος, s.d. Bildung wie δάμαλις; entfernter κνώδαλον, ἔταλον, ἴξαλος u.a.
Etymology : LW aus unbekannter orientalischer Quelle. Hierher gehören u.a. mehrere iranische Wörter für Panther, Leopard, z.B. sogd. pwrδnk, pashto pṛāng, np. palang; aus dem Iran. wahrscheinlich aind. (Lex.) pr̥dāku- m. ib.. Zu dem späten und seltenen πάρδος stimmt lat. pardus (seit Lucan.), das lat. Rückbildung aus πάρδαλις sein kann (πάρδος somit aus dem Lat.?). Aus lat. pardus, πάρδος russ. pardus Panther; daneben auch russ. bars ib. (aus dem Turkotatar.). Einzelheiten m. Lit. bei W.-Hofmann, Mayrhofer, Vasmer s. vv. und bei Schrader-Nehring Reallex. 2, 147. — Vgl. πάνθηρ.
Page 2,473
Chinese
原文音譯:p£rdalij 爬而打利士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:豹
字義溯源:豹;源自(πάρδαλις)X*=美洲豹)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 豹(1) 啓13:2